Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

Ἐμεῖς ξέρετε τί τραβήξαμε, ὅταν ἀπολυθήκαμε ἀπὸ τὸν στρατό; Ἄν ἦταν τότε τὰ σημερινά παιδιά, θὰ τὰ εἶχαν κάνει ὅλα γυαλιά-καρφιά. Ἦταν τὸ 1950 ποὺ τελείωσε ὁ ἀνταρτοπόλεμος. Ἀπολυθήκαμε πολλές κλάσεις μαζί. Ἄλλος εἶχε τεσσεράμισι, ἄλλος τέσσερα, ἄλλος τριάμισι χρόνια μέσα στὸν πόλεμο. Καὶ σκεφθῆτε, μετά ἀπὸ τόση ταλαιπωρία, φθάνουμε στὴν Λάρισα, πᾶμε στὰ Κέντρα Διερχομένων καὶ τὰ βρίσκουμε γεμάτα. Ὅποτε πᾶμε στὰ ξενοδοχεῖα. Ἀλλά καὶ ἐκεῖ δὲν μᾶς δέχονταν. Σοῦ λέει: «Στρατός! Ποῦ νὰ μείνη! Θὰ λερωθοῦν οἱ κουβέρτες!».–ἐνῶ θὰ πληρώναμε. Ἦταν Μάρτιος μήνας καὶ ἔκανε κρύο! Εὐτυχῶς ἕνας ἀξιωματικός μας ἔσωσε, ἄς εἶναι καλά! Πῆγε, ἔμαθε πότε φεύγουν τὰ τραῖνα, πότε κάνουν μανοῦβρες κ.λπ., συνεννοήθηκε καὶ μᾶς ἔβαλε μέσα στὰ τραῖνα! «Τὴν νύχτα, λέει, θὰ κάνουν μανοῦβρες, ἀλλὰ μή φοβηθῆτε, τὴν τάδε ὥρα τὸ πρωί θὰ ξεκινήσουν». Καὶ ὅλη τὴν νύχτα κουνιόνταν. Τελικά ἐρχόμαστε στὴν Θεσσαλονίκη.

Μερικοί ποὺ ἦταν ἀπὸ ́δῶ κοντά πῆγαν στὸν τόπο τους. Οἱ ἄλλοι πήγαμε στὰ Κέντρα Διερχομένων, ἀλλὰ ἦταν γεμάτα. Πᾶμε στὰ ξενοδοχεῖα, καὶ ἐδῶ τίποτε! Τούς παρακαλάω στὸ ξενοδοχεῖο: «Νὰ μοῦ δώσετε μία καρέκλα νὰ καθήσω μέσα καὶ θὰ σᾶς πληρώσω διπλάσιο ἀπὸ ὅ,τι θὰ πλήρωνα γιὰ τὸ κρεββάτι!». «Ὄχι, δὲν γίνεται!», μοῦ λένε. Φοβόνταν μήπως κανεὶς ἔβλεπε ὅτι κρατοῦσαν στὴν καρέκλα στρατιώτη καὶ τούς κατήγγελλε. Καὶ νὰ κάθεσαι ἔξω, νὰ ἀκουμπᾶς ὄρθιος στὸν τοῖχο, νὰ βγάλης ἔτσι τὴν νύχτα! Καὶ ἔβλεπες στρατιῶτες νὰ εἶναι οἱ καημένοι στὸ πεζοδρόμιο, ἔξω ἀπὸ τὰ ξενοδοχεῖα, ἀκουμπισμένοι στούς τοίχους! Σὲ ὅλα τὰ πεζοδρόμια ὑπῆρχε στρατός, σάν νὰ ἔκαναν παρέλαση! Κατάλαβες; Ἄν ἦταν οἱ σημερινοί νέοι θὰ εἶχαν κάψει τὴν Λάρισα, ὅλη τὴν Θεσσαλία καὶ τὴν Μακεδονία! Ἐδῶ, χωρίς νὰ ἔχουν καμμιά δυσκολία σήμερα, καὶ τί κάνουν! καταλήψεις, καταστροφές... Καὶ ἐκεῖνα, τὰ καημένα τὰ παιδιά, οὔτε καν εἶχαν λογισμό. Ἐνίωθαν βέβαια μία πικρία, ἀλλὰ χωρίς νὰ ἔχουν λογισμό νὰ κάνουν τίποτε τὸ κακό. Καὶ νὰ ἔχουν περάσει
ταλαιπωρία μεγάλη ἔξω στὰ χιόνια. Νὰ εἶναι σακατεμένοι ἀπὸ τὸν πόλεμο –τί θυσία οἱ καημένοι! –καὶ τελικά τὸ τελευταῖο «εὐχαριστῶ» ἦταν νὰ κοιμηθοῦνε ἔξω! Καὶ κάνω μία σύγκριση, πῶς ἦταν οἱ νέοι τότε καὶ ποῦ βρίσκονται σήμερα... Οὔτε πενήντα χρόνια δὲν πέρασαν καὶ πῶς ἄλλαξε ὁ κόσμος!Ἡ σημερινή νεολαία μοιάζει μὲ τὸ μοσχαράκι ποὺ εἶναι δεμένο στὸ λιβάδι καὶ κλωτσάει, τραβάει συνέχεια τὸ σχοινί, βγάζει τὸν πάσσαλο καὶ ἀρχίζει νὰ τρέχη, ἀλλὰ σκαλώνει κάπου καὶ περδικλώνεται ἄσχημα καὶ στὸ τέλος τὸ κατασπαράζουν τὰ ἄγρια θηρία. Τὸ φρένο βοηθάει, ὅταν εἶναι μικρό τὸ παιδί. Τὸ βλέπεις, ἀνεβαίνει πάνω στὸν τοῖχο καὶ ὑπάρχει φόβος νὰ σκοτωθῆ. «Μή, μή», φωνάζεις, τοῦ δίνεις καὶ κανένα σκαμπί-λι. Μετά δὲν σκέφτεται ὅτι θὰ σκοτωθῆ, σκέφτεται μή φάη τὸ σκαμπίλι καὶ προσέχει. Τώρα δὲν ὑπάρχουν στὰ σχολεῖα τιμωρίες Γι’ αὐτὸ οἱ νέοι παιδεύουν τούς γονεῖς καὶ τὸ ἔθνος. Στὸν στρατό παλιά, ὅσο πιὸ σκληροί ἦταν οἱ ἀρχηγοί στὴν Ἐκπαίδευση, τόσο πιὸ πολλή παλληκαριά ἔδειχναν οἱ στρατιῶτες στὴν μάχη.Ὁ νέος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἕναν πνευματικό ὁδηγό, τὸν ὁποῖο νὰ συμβουλεύεται καὶ νὰ ἀκούη, γιὰ νὰ πορεύεται μὲ πνευματική ἀσφάλεια, χωρίς κινδύνους, φόβους καὶ ἀδιέξοδα. Κάθε ἄνθρωπος, ὅσο μεγαλώνει, ὅσο περνάει ἡ ἡλικία του, ἀποκτᾶ πείρα καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ ἀπὸ τούς ἄλλους. Ἕνας νέος στερεῖται αὐτήν τὴν πείρα. Ἕνας μεγάλος τὴν πείρα ποὺ ἀπέκτησε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ ἀπὸ τούς ἄλλους τὴν χρησιμοποιεῖ, γιὰ νὰ βοηθήση τὸν ἄπειρο νέο, γιὰ νὰ μήν κάνη γκάφες. Ὁ νέος, ὅταν δὲν ἀκούη, κάνει πειράματα μὲ τὸν ἑαυτό του. Ἐνῶ, ἄν ἀκούση, κέρδος θὰ ἔχη. Εἶχαν ἔρθει στὸ Καλύβι μερικά παιδιά ἀπὸ μία χριστιανική Ὀργάνωση καὶ φώναζαν μὲ μία αὐτοπεποίθηση: «Δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ κανέναν, θὰ βροῦμε μόνοι μας τὸν δρόμο μας!». Ποιός ξέρει; Θὰ εἶχαν ζορισθῆ καὶ εἶχαν κατὰ κάποιο τρόπο ἐπαναστατήσει. Ὅταν ἦταν νὰ φύγουν, μὲ ρώτησαν πῶς νὰ κατεβοῦν στὸν δημόσιο, γιὰ νὰ πάρουν τὸν δρόμο γιὰ τὴν Μονή Ἰβήρων. «Ἀπὸ ποῦ θὰ πᾶμε;», λένε. «Καλά, βρέ παιδιά, τούς λέω, ἐσεῖς εἴπατε ὅτι θὰ τὸν βρῆτε μόνοι σας τὸν δρόμο, δὲν ἔχετε ἀνάγκη ἀπὸ κανέναν. Ἔτσι δὲν εἴπατε προηγουμένως; Τουλάχιστον αὐτόν τὸν δρόμο καὶ νὰ τὸν χάσετε, λίγο θὰ ταλαιπωρηθῆτε, κάποιον θὰ βρῆτε παρακάτω καὶ θὰ σᾶς πῆ: «Ἀπὸ ἐδῶ πάει». Τὸν ἄλλον τὸν δρόμο γιὰ πάνω, γιὰ τὸν Οὐρανό, πῶς θὰ τὸν βρῆτε μόνοι σας χωρίς ὁδηγό;». Ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτούς εἶπε: «Σάν νάχη δίκαιο ὁ Γέροντας».

Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Α’ «ΜὲΠόνο καὶἈγάπη»-135-

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου