Στρυμώχνομαι, Γέροντα, στὸν ἀγώνα μου.
–Ἕνα ἀγκαθάκι βγάζεις ἀπὸ τὸ δάκτυλό σου καὶ πονᾶς, πόσο μᾶλλον νὰ ξερριζώσης ἀπὸ μέσα σου ἕνα πάθος! Ὕστερα νὰ ξέρης ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος καταβάλλη προσπάθεια νὰ κόψη ἕνα πάθος του, τότε ὁ πειρασμὸς βάζει ἐμπόδια καὶ στρυμώχνεται ὁ ἄνθρωπος, ὅπως στρυμώχνεται καὶ ὁ δαιμονισμένος, ὅταν τοῦ διαβάζουν ἐξορκισμούς, γιατὶ γίνεται ἀγώνας, παλεύει μὲ τὸν διάβολο· ἔπειτα ὅμως ἐλευθερώνεται.
Τὸ καθάρισμα τοῦ ἑαυτοῦ μας δὲν γίνεται χωρὶς κόπο, πατώντας κουμπιά. Δὲν κόβονται ἀμέσως τὰ πάθη, ὅπως καὶ ὁ κορμὸς τοῦ δένδρου δὲν κόβεται ἀμέσως μὲ μιὰ πριονιά.
Τὸ πριόνι κόβει γιὰ πολλὴ ὥρα, μέχρι νὰ κοπῆ πέρα-πέρα ὁ κορμός. Καὶ δὲν τελειώνει ἐδῶ ἡ δουλειά.
Γιὰ νὰ γίνη ὁ κορμὸς ἔπιπλο, πόσος κόπος χρειάζεται!
Πρέπει πρῶτα νὰ πελεκηθῆ, νὰ γίνη σανίδες καὶ μετὰ νὰ τὶς πάρη ὁ ἐπιπλοποιός, γιὰ νὰ τὶς κάνη χρήσιμο ἔπιπλο.
–Κι ἂν, Γέροντα, δὲν καταλαβαίνω ὅτι αὐτὸς ὁ κόπος εἶναι ἀπαραίτητος;
–Τότε θὰ μείνης κούτσουρο καὶ θὰ σὲ ρίξουν στὴν φωτιά.
–Γέροντα, ἕνα πάθος ἢ μία κακὴ συνήθεια εἶναι καλύτερα νὰ τὰ κόψης μιὰ καὶ ἔξω ἢ σιγὰ-σιγά;
–Ἂν μπορῆς νὰ τὰ κόψης μιὰ καὶ ἔξω, εἶναι καλύτερα, γιατὶ διαφορετικὰ ἀφήνουν... δέκατα.
Δὲν χρειάζεται καθυστέρηση. Ὅταν περνάη κανεὶς ἕνα ποτάμι, ἰδίως χειμώνα καιρό, προσπαθεῖ νὰ τὸ περάση ὅσο πιὸ γρήγορα μπορεῖ, γιατὶ θὰ παγώση.
Ἂν τὸ περάση γρήγορα, μέχρι νὰ κρυώση, θὰ ζεσταθῆ πάλι. Βλέπεις, καὶ τὰ ἄλογα, ὅταν τὰ δένουν, ἂν θέλουν νὰ ἐλευθερωθοῦν, κόβουν τὸ σχοινὶ ἀπότομα. Μὲ τὸν πειρασμὸ θέλει ἀπότομα κόψιμο τὸ σχοινί.
–Ἕνα ἀγκαθάκι βγάζεις ἀπὸ τὸ δάκτυλό σου καὶ πονᾶς, πόσο μᾶλλον νὰ ξερριζώσης ἀπὸ μέσα σου ἕνα πάθος! Ὕστερα νὰ ξέρης ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος καταβάλλη προσπάθεια νὰ κόψη ἕνα πάθος του, τότε ὁ πειρασμὸς βάζει ἐμπόδια καὶ στρυμώχνεται ὁ ἄνθρωπος, ὅπως στρυμώχνεται καὶ ὁ δαιμονισμένος, ὅταν τοῦ διαβάζουν ἐξορκισμούς, γιατὶ γίνεται ἀγώνας, παλεύει μὲ τὸν διάβολο· ἔπειτα ὅμως ἐλευθερώνεται.
Τὸ καθάρισμα τοῦ ἑαυτοῦ μας δὲν γίνεται χωρὶς κόπο, πατώντας κουμπιά. Δὲν κόβονται ἀμέσως τὰ πάθη, ὅπως καὶ ὁ κορμὸς τοῦ δένδρου δὲν κόβεται ἀμέσως μὲ μιὰ πριονιά.
Τὸ πριόνι κόβει γιὰ πολλὴ ὥρα, μέχρι νὰ κοπῆ πέρα-πέρα ὁ κορμός. Καὶ δὲν τελειώνει ἐδῶ ἡ δουλειά.
Γιὰ νὰ γίνη ὁ κορμὸς ἔπιπλο, πόσος κόπος χρειάζεται!
Πρέπει πρῶτα νὰ πελεκηθῆ, νὰ γίνη σανίδες καὶ μετὰ νὰ τὶς πάρη ὁ ἐπιπλοποιός, γιὰ νὰ τὶς κάνη χρήσιμο ἔπιπλο.
–Κι ἂν, Γέροντα, δὲν καταλαβαίνω ὅτι αὐτὸς ὁ κόπος εἶναι ἀπαραίτητος;
–Τότε θὰ μείνης κούτσουρο καὶ θὰ σὲ ρίξουν στὴν φωτιά.
–Γέροντα, ἕνα πάθος ἢ μία κακὴ συνήθεια εἶναι καλύτερα νὰ τὰ κόψης μιὰ καὶ ἔξω ἢ σιγὰ-σιγά;
–Ἂν μπορῆς νὰ τὰ κόψης μιὰ καὶ ἔξω, εἶναι καλύτερα, γιατὶ διαφορετικὰ ἀφήνουν... δέκατα.
Δὲν χρειάζεται καθυστέρηση. Ὅταν περνάη κανεὶς ἕνα ποτάμι, ἰδίως χειμώνα καιρό, προσπαθεῖ νὰ τὸ περάση ὅσο πιὸ γρήγορα μπορεῖ, γιατὶ θὰ παγώση.
Ἂν τὸ περάση γρήγορα, μέχρι νὰ κρυώση, θὰ ζεσταθῆ πάλι. Βλέπεις, καὶ τὰ ἄλογα, ὅταν τὰ δένουν, ἂν θέλουν νὰ ἐλευθερωθοῦν, κόβουν τὸ σχοινὶ ἀπότομα. Μὲ τὸν πειρασμὸ θέλει ἀπότομα κόψιμο τὸ σχοινί.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’ «Πάθη καὶ Ἀρετὲς» -16-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου