Ἡ ἀνακούφιση τῶν κεκοιμημένων.
–Γέροντα, ποιά εἶναι ἡ βοήθεια ποὺ δέχονται οἱ κεκοιμημένοι μὲ τὴν προσευχή μας;
Νὰ σοῦ πῶ ἕνα παράδειγμα: Ἂν μιὰ μέρα μὲ ἔβρισκες στὸ ὑπόγειο καὶ ἔλεγες στὴν Γερόντισσα: «κρίμα εἶναι· δὲν τὸν βάζουμε στὸν ἐπάνω ὄροφο, ὥστε, ὅσο ζήση, νὰ βλέπη τὸν ἥλιο;»,
τί λές, δὲν θὰ τὸ ἔκανε ἡ Γερόντισσα;
–Σίγουρα θὰ τὸ ἔκανε, Γέροντα.
–Ἔ, λοιπόν, ἂν θὰ τὸ ἔκανε αὐτὸ ἡ Γερόντισσα, ὁ Θεὸς δὲν θὰ χαρίση στοὺς κεκοιμημένους τὴν ἀνακούφιση ποὺ Τοῦ ζητᾶμε; Δὲν θὰ τοὺς μεταφέρη σὲ καλύτερη φυλακὴ ἢ ἀκόμη καὶ σὲ διαμέρισμα; Ἀπὸ νέος γνώριζα μιὰ γριούλα ἡ ὁποία, ἀντίθετα μὲ τὴν κόρη της ποὺ ἦταν πολὺ ἐλεήμων, αὐτὴ ἦταν πολὺ τσιγγούνα. Μόνο σ’ ἐμένα δὲν τσιγγουνευόταν, γιατὶ μὲ ἀγαποῦσε πολύ.
Τρία χρόνια μετὰ τὸν θάνατό της
–δὲν εἶχε γίνει ἡ ἐκταφή της –καθὼς ἔλεγα τὴν εὐχή, μοῦ συνέβη κάτι παράξενο. Αὐτὸ ποὺ κατάλαβα ἦταν ὅτι ἕνας νέος μὲ φώναξε νὰ πᾶμε νὰ δοῦμε τὴν γριούλα, ἐπειδὴ μὲ ζητοῦσε. Μὲ πῆρε καὶ μὲ πῆγε στὸν τάφο της. Ἄνοιξε τὴν πλάκα καὶ εἶδα τὴν γριούλα νὰ φωνάζη:
«Καλόγερε, σῶσε με! Καλόγερε, σῶσε με!».
Ἦταν μισολειωμένη καὶ εἶχε μιὰ ἀφόρητη δυσωδία. Τὴν πόνεσα τόσο πολὺ ποὺ τὴν ἀγκάλιασα σφιχτὰ μὲ πόνο καὶ τὴν ἀσπάσθηκα. Παρόλο ποὺ μύριζε πολὺ ἄσχημα, δὲν ἤθελα νὰ τὴν ἀποχωρισθῶ, ἐὰν ἐκείνη δὲν μὲ ἀποχωριζόταν. Μεγάλη ἐντύπωση μοῦ ἔκανε τὸ γεγονὸς αὐτό. Ὅταν ὑπάρχη ἀγάπη ἀληθινὴ μὲ πόνο, οὔτε σάπιες σάρκες σιχαίνεσαι, οὔτε δυσωδία. Ἐνῶ, ὅταν βλέπω κοσμικὴ γυναίκα μὲ κοσμικὲς ὀμορφιὲς καὶ ἀρώματα, ἀηδιάζω ἐσωτερικά, αὐτὴν τὴν γριούλα, ἐπειδὴ τὴν πόνεσα, δὲν ἤθελα νὰ τὴν ἀποχωρισθῶ παρ’ ὅλη τὴν δυσωδία. Παράξενα πράγματα στὴν πνευματικὴ ζωή!
Εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ πολλὴ προσευχή, γι’ αὐτὸ οἰκονόμησε ὁ Θεὸς νὰ τὴν δῶ σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση. Μετὰ ἔκανα προσευχὴ γιὰ τὴν ψυχὴ αὐτή. Ὕστερα ἀπὸ δύο μῆνες εἶδα ὅτι βρέθηκα σὲ ἕνα χάσμα ποὺ ἦταν σὰν χωνί. Δυστυχῶς ἐκεῖ μέσα βρίσκονταν πολλοὶ ἄνθρωποι, μὲ ἄγρια μορφή, μαῦροι, ποὺ ταλαιπωροῦνταν φοβερά.
Πιὸ πάνω, εἶδα τὴν γριούλα ἐπάνω σὲ ἕνα λευκὸ σύννεφο· φαινόταν μακριά, ἦταν ὅμως κοντά. Ἦταν σὰν μικρὸ παιδί, μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ δικοῦ της προσώπου, καὶ δίπλα της ἕνας Ἄγγελος –μᾶλλον ὁ Φύλακας Ἄγγελός της –τῆς ἔτριβε τὸ πρόσωπο καὶ τῆς τὸ καθάριζε.
Εἶχε γλυκειὰ μορφή. Τὴν ἀγκάλιασα· ἔνιωσα μία ἀγαλλίαση, ἄλλο πράγμα!
Οἱ κεκοιμημένοι εἶναι ὑπόδικοι· εἶναι σκλαβωμένοι.
Καμμιὰ φορά, ὅταν θυμᾶμαι ἕνα πατριωτικὸ τραγούδι, τὸ λέω ἀλληγορικὰ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους.
«Λευτεριά, λευθέρωσέ μου, τὸ ἀδύνατο κορμί,λευτεριά, γιά χάρισέ μου μιὰ ἐναρμόνιο φωνή.
Δῶσε φλόγα στὴν καρδιά μου ποὺ τὴν μάραναν οἱ πόνοι,νὰ σοῦ ψάλω τὴν χαρά μου σὰν ἀνοίξεως ἀηδόνι.
Τὸ τραγούδι ν’ ἀντηχήση καὶ βαθιὰ στὴν σκλάβα γῆ, λίγο βάλσαμο νὰ χύση μέσ’ τοῦ δούλου τὴν ψυχή».Αὐτὸ τὸ λέω καὶ γιὰ μένα.
Μήπως κι ἐμένα δὲν μὲ μάραναν οἱ πόνοι100;
Σκλαβωμένος εἶμαι σ’ αὐτὴν τὴν ζωή.
Ἀλλὰ τὸ «σκλάβα γῆ», ποὺ ἀναφέρεται στοὺς ραγιάδες, τὸ λέω γιὰ τοὺς κεκοιμημένους ποὺ εἶναι σκλαβωμένοι καὶ παρακαλῶ τὸν Πολυεύσπλαγχνο Θεὸ νὰ χύση «λίγο βάλσαμο» μέσα στὶς ψυχές τους,
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ ΣΤ’ «Περί Προσευχής» -74
.100Εἰπώθηκε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1993.
Του.Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου .
Οἱ κεκοιμημένοι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ προσευχὴ.
–Γέροντα, στὴν Ἀκολουθία προσεύχομαι περισσότερο γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Ἀκόμη καὶ ὅταν διαβάζεται ὁ Ἄμωμος99, ποὺ εἶναι γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, πολλὲς φορὲς συνεχίζω τὴν εὐχὴ γιὰ τὸν ἑαυτό μου.
–Τί, ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό σου τὰ θέλεις; Οἱ κεκοιμημένοι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ τὴν προσευχή μας, διότι οἱ ἴδιοι δὲν μποροῦν νὰ κάνουν πιὰ τίποτε, ἐνῶ ἐμεῖς μποροῦμε νὰ κάνουμε κάτι γι’ αὐτούς. Ἦταν στὸ Ἅγιον Ὄρος ἕνας μπαρμπα-Γιάννης ποὺ γύριζε παντοῦ καὶ ἔλεγε: «Ἔχεις καμμιὰ δουλειὰ νὰ σοῦ κάνω; Τί δουλειὰ θέλεις νὰ σοῦ κάνω;».
Ἦταν τόσο καλός, ποὺ οἱ Πατέρες τοῦ ἔλεγαν νὰ γίνη μοναχός. Ἐκεῖνος ὅμως ἀπαντοῦσε: «Ὄχι, ὄχι, μόνο νὰ προσεύχεσθε γιὰ μένα, γιατὶ δὲν μπορεῖτε νὰ φαντασθῆτε τί κακὸς ἄνθρωπος ἤμουν, τί ἔκανα στὸν πόλεμο!». Μιὰ μέρα ποὺ μὲ βοήθησε νὰ κάνω ἕνα προσκυνητάρι, μοῦ εἶπε: «Νὰ προσεύχεσαι γιὰ μένα, γιατὶ εἶμαιπολὺ ἁμαρτωλός». Ἔκτοτε τὸν ἔχασα. Μετὰ ἀπὸ καιρό, ἦρθε ἕνας Πατέρας καὶ μοῦ εἶπε: «Ὁ μπαρμπα-Γιάννης κοιμήθηκε. Μοῦ παρουσιάσθηκε δυὸ φορὲς καὶ μὲ ἔστειλε νὰ σοῦ πῶ νὰ τὸν μνημονεύης στοὺς κεκοιμημένους». Τί εἶχε συμβῆ; Ὁ μπαρμπα-Γιάννης πῆγε σὲ ἕνα μοναστήρι καὶ τοὺς βοηθοῦσε. Ὅταν θὰ πέθαινε, εἶπε στὸν ἱερομόναχο ποὺ εἶχε τὴν φροντίδα τοῦ κοιμητηρίου: «Ἀδελφέ, εἶμαι πολὺ ἁμαρτωλός.
Σὲ παρακαλῶ κάθε μέρα νὰ κάνης ἕνα “Τρισάγιο”στὸν τάφο μου». Πραγματικὰ κάθε ἀπόγευμα αὐτὸς πήγαινε στὸν τάφο τοῦ μπαρμπα-Γιάννη καὶ ἔκανε “Τρισάγιο”. Μετὰ ὅμως ἀπὸ λίγο καιρὸ τὸν ἔβαλαν στὸ ἀρχονταρίκι. Ἄλλοτε θυμόταν νὰ διαβάση τὸ “Τρισάγιο”, ἄλλοτε ὄχι. Ἕνα βράδυ παρουσιάσθηκε ὁ μπαρμπα-Γιάννης στὸν ὕπνο του καὶ τοῦ εἶπε:
«Σὲ παρακαλῶ μὴ μὲ ξεχνᾶς. Καὶ ἂν δὲν μπορῆς νὰ μοῦ κάνης “Τρισάγιο”,
πήγαινε στὸν πατέρα Παΐσιο καὶ πές του ὅτι πέθανα, γιατὶ μὲ θυμᾶται κάθε ἡμέρα, ἀλλὰ μὲ μνημονεύει σὰν ζωντανό, γιὰ νὰ μετανοήσω.
Ἐγὼ ὅμως τώρα δὲν μπορῶ νὰ μετανοήσω». Οἱ κεκοιμημένοι ἔχουν πιὸ πολλὴ ἀνάγκη προσευχῆς ἀπὸ τοὺς ζῶντες, γιατὶ στοὺς ζῶντες ὑπάρχει καὶ ἐλπίδα μετανοίας. Καὶ θέλει ὁ Θεὸς νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι νὰ Τὸν παρακαλοῦν νὰ βοηθήση τοὺς κεκοιμημένους, ἀφοῦ δὲν ἔγινε ἀκόμη ἡ τελικὴ Κρίση.
Στὸν πόλεμο ἕνας βαριὰ τραυματισμένος ζήτησε ἀπὸ ἕναν ἱερέα νερὸ καὶ ἐκεῖνος δὲν τοῦ ἔδωσε. Ἀδιαφόρησε, ἐνῶ εἶχε στὸ παγούρι του λίγο νερό.
Ὁ τραυματίας σὲ λίγο πέθανε καὶ ὁ ἱερέας, μόλις συνειδητοποίησε τὸ σφάλμα του, ἦταν ἀπαρηγόρητος. Τὸν μνημόνευε συνεχῶς. Ἦρθε στὸ Καλύβι καὶ μοῦ εἶπε τὸν πόνο του.
Ὁ καημένος εἶχε πολλὴ θυσία, ἀλλὰ δὲν κατάλαβε πῶς τὸ ἔκανε αὐτό.
Τὸ ἐπέτρεψε ὁ Θεός, πῆρε δηλαδὴ γιὰ λίγο τὴν Χάρη Του, ἐπειδὴ ὁ τραυματίας εἶχε πολλὴ ἀνάγκη ἀπὸ προσευχή. Ἂν ὁ ἱερέας τοῦ ἔδινε νερό, θὰ τὸν ξεχνοῦσε, ἐνῶ τώρα τὸν πείραζε ἡ συνείδηση καὶ προσευχόταν συνέχεια γι’ αὐτόν.
–Γέροντα, τὶς πρῶτες σαράντα μέρες χρειάζεται νὰ προσευχώμαστε περισσότερο γιὰ ἕναν κεκοιμημένο;
–Ναί, γιατὶ ἡ ψυχὴ εἶναι ἀνήσυχη, ἐπειδὴ δὲν ξέρει πῶς θὰ κριθῆ
Εἶχα συναντήσει ἐδῶ ἔξω ἀπὸ τὸν ξενώνα μία ἡλικιωμένη γυναίκα ποὺ ζήτησε νὰ πάρη τὴν εὐχή μου.
Τῆς φίλησα κι ἐγὼ τὸ χέρι, γιατὶ εἶδα Χάρη Θεοῦ σ’ αὐτὴν τὴν ψυχή.
Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἔγινε μοναχή.
Ὅταν κοιμήθηκε, ἤμουν ἐδῶ καὶ τὴν ἀσπάσθηκα νεκρὴ μὲ εὐλάβεια.
Στὴν συνέχεια μοῦ συνέβησαν δύο γεγονότα.
Τὸ ἕνα ἐδῶ στὸ Ἡσυχαστήριο καὶ τὸ ἄλλο στὸ Καλύβι μου.
Τὸ πρῶτο συνέβη ἑπτὰ ἡμέρες μετὰ τὴν κοίμησή της:
Εἶδα τὴν ψυχή της σὰν ἀγγελούδι ποὺ ἔμοιαζε μὲ κοριτσάκι δώδεκα ἐτῶν· ἔλαμπε.
Τὴν δεύτερη φορὰ παρουσιάσθηκε στὸν ὕπνο μου καὶ μοῦ ἔβαλε μετάνοια μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ μὲ εὐχαρίστησε γιὰ τὴν προσευχὴ ποὺ ἔκανα γιὰ ἐκείνη.
Ἦταν πολὺ συγκινητικὸ καὶ πολλὴ χαρὰ μοῦ ἔδωσε.
Ὅταν πῆγα νὰ σημειώσω τὴν ἡμερομηνία, εἶδα ὅτι ἦταν σαράντα ἡμέρες μετὰ τὸν θάνατό της.
Ἡ ψυχὴ αὐτὴ πολλὴ καλωσύνη εἶχε καὶ πολλὴ εὐγνωμοσύνη ἔχει.
ηλιας Στεφανου χαιντουτη
–Γέροντα, μερικοὶ γράφουν ὀνόματα ἀρρώστων καὶ τὰ στέλνουν σὲ διάφορα μοναστήρια, γιὰ νὰ μνημονεύωνται. .100Εἰπώθηκε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1993.
Του.Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου .
Οἱ κεκοιμημένοι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ προσευχὴ.
–Γέροντα, στὴν Ἀκολουθία προσεύχομαι περισσότερο γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Ἀκόμη καὶ ὅταν διαβάζεται ὁ Ἄμωμος99, ποὺ εἶναι γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, πολλὲς φορὲς συνεχίζω τὴν εὐχὴ γιὰ τὸν ἑαυτό μου.
–Τί, ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό σου τὰ θέλεις; Οἱ κεκοιμημένοι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ τὴν προσευχή μας, διότι οἱ ἴδιοι δὲν μποροῦν νὰ κάνουν πιὰ τίποτε, ἐνῶ ἐμεῖς μποροῦμε νὰ κάνουμε κάτι γι’ αὐτούς. Ἦταν στὸ Ἅγιον Ὄρος ἕνας μπαρμπα-Γιάννης ποὺ γύριζε παντοῦ καὶ ἔλεγε: «Ἔχεις καμμιὰ δουλειὰ νὰ σοῦ κάνω; Τί δουλειὰ θέλεις νὰ σοῦ κάνω;».
Ἦταν τόσο καλός, ποὺ οἱ Πατέρες τοῦ ἔλεγαν νὰ γίνη μοναχός. Ἐκεῖνος ὅμως ἀπαντοῦσε: «Ὄχι, ὄχι, μόνο νὰ προσεύχεσθε γιὰ μένα, γιατὶ δὲν μπορεῖτε νὰ φαντασθῆτε τί κακὸς ἄνθρωπος ἤμουν, τί ἔκανα στὸν πόλεμο!». Μιὰ μέρα ποὺ μὲ βοήθησε νὰ κάνω ἕνα προσκυνητάρι, μοῦ εἶπε: «Νὰ προσεύχεσαι γιὰ μένα, γιατὶ εἶμαιπολὺ ἁμαρτωλός». Ἔκτοτε τὸν ἔχασα. Μετὰ ἀπὸ καιρό, ἦρθε ἕνας Πατέρας καὶ μοῦ εἶπε: «Ὁ μπαρμπα-Γιάννης κοιμήθηκε. Μοῦ παρουσιάσθηκε δυὸ φορὲς καὶ μὲ ἔστειλε νὰ σοῦ πῶ νὰ τὸν μνημονεύης στοὺς κεκοιμημένους». Τί εἶχε συμβῆ; Ὁ μπαρμπα-Γιάννης πῆγε σὲ ἕνα μοναστήρι καὶ τοὺς βοηθοῦσε. Ὅταν θὰ πέθαινε, εἶπε στὸν ἱερομόναχο ποὺ εἶχε τὴν φροντίδα τοῦ κοιμητηρίου: «Ἀδελφέ, εἶμαι πολὺ ἁμαρτωλός.
Σὲ παρακαλῶ κάθε μέρα νὰ κάνης ἕνα “Τρισάγιο”στὸν τάφο μου». Πραγματικὰ κάθε ἀπόγευμα αὐτὸς πήγαινε στὸν τάφο τοῦ μπαρμπα-Γιάννη καὶ ἔκανε “Τρισάγιο”. Μετὰ ὅμως ἀπὸ λίγο καιρὸ τὸν ἔβαλαν στὸ ἀρχονταρίκι. Ἄλλοτε θυμόταν νὰ διαβάση τὸ “Τρισάγιο”, ἄλλοτε ὄχι. Ἕνα βράδυ παρουσιάσθηκε ὁ μπαρμπα-Γιάννης στὸν ὕπνο του καὶ τοῦ εἶπε:
«Σὲ παρακαλῶ μὴ μὲ ξεχνᾶς. Καὶ ἂν δὲν μπορῆς νὰ μοῦ κάνης “Τρισάγιο”,
πήγαινε στὸν πατέρα Παΐσιο καὶ πές του ὅτι πέθανα, γιατὶ μὲ θυμᾶται κάθε ἡμέρα, ἀλλὰ μὲ μνημονεύει σὰν ζωντανό, γιὰ νὰ μετανοήσω.
Ἐγὼ ὅμως τώρα δὲν μπορῶ νὰ μετανοήσω». Οἱ κεκοιμημένοι ἔχουν πιὸ πολλὴ ἀνάγκη προσευχῆς ἀπὸ τοὺς ζῶντες, γιατὶ στοὺς ζῶντες ὑπάρχει καὶ ἐλπίδα μετανοίας. Καὶ θέλει ὁ Θεὸς νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι νὰ Τὸν παρακαλοῦν νὰ βοηθήση τοὺς κεκοιμημένους, ἀφοῦ δὲν ἔγινε ἀκόμη ἡ τελικὴ Κρίση.
Στὸν πόλεμο ἕνας βαριὰ τραυματισμένος ζήτησε ἀπὸ ἕναν ἱερέα νερὸ καὶ ἐκεῖνος δὲν τοῦ ἔδωσε. Ἀδιαφόρησε, ἐνῶ εἶχε στὸ παγούρι του λίγο νερό.
Ὁ τραυματίας σὲ λίγο πέθανε καὶ ὁ ἱερέας, μόλις συνειδητοποίησε τὸ σφάλμα του, ἦταν ἀπαρηγόρητος. Τὸν μνημόνευε συνεχῶς. Ἦρθε στὸ Καλύβι καὶ μοῦ εἶπε τὸν πόνο του.
Ὁ καημένος εἶχε πολλὴ θυσία, ἀλλὰ δὲν κατάλαβε πῶς τὸ ἔκανε αὐτό.
Τὸ ἐπέτρεψε ὁ Θεός, πῆρε δηλαδὴ γιὰ λίγο τὴν Χάρη Του, ἐπειδὴ ὁ τραυματίας εἶχε πολλὴ ἀνάγκη ἀπὸ προσευχή. Ἂν ὁ ἱερέας τοῦ ἔδινε νερό, θὰ τὸν ξεχνοῦσε, ἐνῶ τώρα τὸν πείραζε ἡ συνείδηση καὶ προσευχόταν συνέχεια γι’ αὐτόν.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ ΣΤ’ «Περί Προσευχής» -74
Του.Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου .
Νὰ εὐχώμαστε πάντοτε γιὰ τοὺς κεκοιμημένους
–Στὸ ὀστεοφυλάκιο, Γέροντα, καῖνε καντήλι;
–Ναί,εἶναι μιὰ προσφορὰ γιὰ τοὺς νεκρούς.
Καὶ μόνον ἕνα κερὶ νὰ ἀνάψουμε γιὰ τὴν ψυχὴ κάποιου κεκοιμημένου, βοηθιέται πολύ.Τοὺς κεκοιμημένους νὰ τοὺς θυμώμαστε καὶ νὰ εὐχώμαστε πάντοτε γι’ αὐτούς. Νὰ μὴν παραλείπουμε νὰ προσευχώμαστε γιὰ τὶς ψυχές τους, γιὰ νὰ βροῦν ἀνάπαυση. Ἐγώ, κάθε φορὰ ποὺ ἔχω Θεία Λειτουργία στὸ Καλύβι, κάνω μνημόσυνο καὶ γιὰ ὅλους τοὺς κεκοιμημένους τῶν ὁποίων «τὰ ὀνόματα οὐκ ἐμνημονεύθησαν».
Στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὰ Μοναστήρια, τὸ ἀπόγευμα τῆς Παρασκευῆς κάνουν «Τρισάγιο» μὲ κόλλυβα γιὰ τοὺς κεκοιμημένους καὶ τὸ Σάββατο τὸ πρωὶ κάνουν τὸν Ὄρθρο στὸ Καθολικὸ98καὶ τὴν Θεία Λειτουργία στὸν ναὸ τοῦ Κοιμητηρίου.
Ἐκεῖ στὸ Κοιμητήρι ἀποθέτουμε τὰ ὅπλα. Ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ «σπίτι» θὰ πᾶμε στὸ ἄλλο.
–Γέροντα, πῶς νὰ προσεύχωμαι γιὰ τοὺς κεκοιμημένους;
–Νὰ λὲς γενικά:
«Ὁ Θεός, ἀνάπαυσον τὰς ψυχὰς τῶν κεκοιμημένων δούλων σου» καί, ἐὰν ἔρθη στὸν νοῦ σου κανένα ὄνομα κεκοιμημένου ἢ τύχη νὰ πεθάνη κανένας γνωστὸς ἢ ἄγνωστος καὶ τὸ μάθης, μνημόνευσέ τον καὶ αὐτὸν μὲ τὴν ἴδια εὐχή. Καλὰ εἶναι νὰ θυμώμαστε πρῶτα τοὺς κεκοιμημένους ποὺ ἔχουν μεγάλη ἀνάγκη, ὕστερα ὅσους ἔχουν λιγώτερη ἀνάγκη καὶ στὸ τέλος τοὺς γνωστούς.
Ἐγώ, ἐνῶ ποτὲ δὲν σκέφτομαι τοὺς συγγενεῖς μου, ἂν τυχὸν εἶμαι κουρασμένος ἢ δὲν ἔχω χρόνο νὰ κάνω προσευχὴ γενικὰ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, βλέπω στὸν ὕπνο μου τοὺς γονεῖς μου. Καὶ αὐτό, γιατί, ὅταν προσεύχωμαι γιὰ τοὺς κεκοιμημένους γενικά, βοηθιοῦνται καὶ αὐτοὶ καὶ χαίρονται, ἐνῶ, ὅταν δὲν προσεύχωμαι, στεροῦνται αὐτὴν τὴν παρηγοριά. Ἐὰν μὲ τὶς τιποτένιες προσευχὲς ποὺ κάνουμε βοηθιοῦνται οἱ καημένοι οἱ κεκοιμημένοι, τότε ἐμᾶς τοὺς καλογήρους, ἂν δὲν προσευχώμαστε γι’ αὐτούς, πρέπει νὰ μᾶς γδάρουν καὶ νὰ μᾶς ἁλατίσουν ζωντανούς.
Του.Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου .
Νὰ εὐχώμαστε πάντοτε γιὰ τοὺς κεκοιμημένους
–Στὸ ὀστεοφυλάκιο, Γέροντα, καῖνε καντήλι;
–Ναί,εἶναι μιὰ προσφορὰ γιὰ τοὺς νεκρούς.
Καὶ μόνον ἕνα κερὶ νὰ ἀνάψουμε γιὰ τὴν ψυχὴ κάποιου κεκοιμημένου, βοηθιέται πολύ.Τοὺς κεκοιμημένους νὰ τοὺς θυμώμαστε καὶ νὰ εὐχώμαστε πάντοτε γι’ αὐτούς. Νὰ μὴν παραλείπουμε νὰ προσευχώμαστε γιὰ τὶς ψυχές τους, γιὰ νὰ βροῦν ἀνάπαυση. Ἐγώ, κάθε φορὰ ποὺ ἔχω Θεία Λειτουργία στὸ Καλύβι, κάνω μνημόσυνο καὶ γιὰ ὅλους τοὺς κεκοιμημένους τῶν ὁποίων «τὰ ὀνόματα οὐκ ἐμνημονεύθησαν».
Στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὰ Μοναστήρια, τὸ ἀπόγευμα τῆς Παρασκευῆς κάνουν «Τρισάγιο» μὲ κόλλυβα γιὰ τοὺς κεκοιμημένους καὶ τὸ Σάββατο τὸ πρωὶ κάνουν τὸν Ὄρθρο στὸ Καθολικὸ98καὶ τὴν Θεία Λειτουργία στὸν ναὸ τοῦ Κοιμητηρίου.
Ἐκεῖ στὸ Κοιμητήρι ἀποθέτουμε τὰ ὅπλα. Ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ «σπίτι» θὰ πᾶμε στὸ ἄλλο.
–Γέροντα, πῶς νὰ προσεύχωμαι γιὰ τοὺς κεκοιμημένους;
–Νὰ λὲς γενικά:
«Ὁ Θεός, ἀνάπαυσον τὰς ψυχὰς τῶν κεκοιμημένων δούλων σου» καί, ἐὰν ἔρθη στὸν νοῦ σου κανένα ὄνομα κεκοιμημένου ἢ τύχη νὰ πεθάνη κανένας γνωστὸς ἢ ἄγνωστος καὶ τὸ μάθης, μνημόνευσέ τον καὶ αὐτὸν μὲ τὴν ἴδια εὐχή. Καλὰ εἶναι νὰ θυμώμαστε πρῶτα τοὺς κεκοιμημένους ποὺ ἔχουν μεγάλη ἀνάγκη, ὕστερα ὅσους ἔχουν λιγώτερη ἀνάγκη καὶ στὸ τέλος τοὺς γνωστούς.
Ἐγώ, ἐνῶ ποτὲ δὲν σκέφτομαι τοὺς συγγενεῖς μου, ἂν τυχὸν εἶμαι κουρασμένος ἢ δὲν ἔχω χρόνο νὰ κάνω προσευχὴ γενικὰ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, βλέπω στὸν ὕπνο μου τοὺς γονεῖς μου. Καὶ αὐτό, γιατί, ὅταν προσεύχωμαι γιὰ τοὺς κεκοιμημένους γενικά, βοηθιοῦνται καὶ αὐτοὶ καὶ χαίρονται, ἐνῶ, ὅταν δὲν προσεύχωμαι, στεροῦνται αὐτὴν τὴν παρηγοριά. Ἐὰν μὲ τὶς τιποτένιες προσευχὲς ποὺ κάνουμε βοηθιοῦνται οἱ καημένοι οἱ κεκοιμημένοι, τότε ἐμᾶς τοὺς καλογήρους, ἂν δὲν προσευχώμαστε γι’ αὐτούς, πρέπει νὰ μᾶς γδάρουν καὶ νὰ μᾶς ἁλατίσουν ζωντανούς.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ ΣΤ’ «Περί Προσευχής» -73-
98Καθολικό: Ὁ κεντρικὸς Ναὸς τοῦ Μοναστηριοῦ.
98Καθολικό: Ὁ κεντρικὸς Ναὸς τοῦ Μοναστηριοῦ.
–Γέροντα, τὶς πρῶτες σαράντα μέρες χρειάζεται νὰ προσευχώμαστε περισσότερο γιὰ ἕναν κεκοιμημένο;
–Ναί, γιατὶ ἡ ψυχὴ εἶναι ἀνήσυχη, ἐπειδὴ δὲν ξέρει πῶς θὰ κριθῆ
Εἶχα συναντήσει ἐδῶ ἔξω ἀπὸ τὸν ξενώνα μία ἡλικιωμένη γυναίκα ποὺ ζήτησε νὰ πάρη τὴν εὐχή μου.
Τῆς φίλησα κι ἐγὼ τὸ χέρι, γιατὶ εἶδα Χάρη Θεοῦ σ’ αὐτὴν τὴν ψυχή.
Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἔγινε μοναχή.
Ὅταν κοιμήθηκε, ἤμουν ἐδῶ καὶ τὴν ἀσπάσθηκα νεκρὴ μὲ εὐλάβεια.
Στὴν συνέχεια μοῦ συνέβησαν δύο γεγονότα.
Τὸ ἕνα ἐδῶ στὸ Ἡσυχαστήριο καὶ τὸ ἄλλο στὸ Καλύβι μου.
Τὸ πρῶτο συνέβη ἑπτὰ ἡμέρες μετὰ τὴν κοίμησή της:
Εἶδα τὴν ψυχή της σὰν ἀγγελούδι ποὺ ἔμοιαζε μὲ κοριτσάκι δώδεκα ἐτῶν· ἔλαμπε.
Τὴν δεύτερη φορὰ παρουσιάσθηκε στὸν ὕπνο μου καὶ μοῦ ἔβαλε μετάνοια μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ μὲ εὐχαρίστησε γιὰ τὴν προσευχὴ ποὺ ἔκανα γιὰ ἐκείνη.
Ἦταν πολὺ συγκινητικὸ καὶ πολλὴ χαρὰ μοῦ ἔδωσε.
Ὅταν πῆγα νὰ σημειώσω τὴν ἡμερομηνία, εἶδα ὅτι ἦταν σαράντα ἡμέρες μετὰ τὸν θάνατό της.
Ἡ ψυχὴ αὐτὴ πολλὴ καλωσύνη εἶχε καὶ πολλὴ εὐγνωμοσύνη ἔχει.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ ΣΤ’ «Περί Προσευχής» -72-
–Καλὸ εἶναι αὐτό· ὅμως δὲν φθάνει. Χρειάζεται νὰ προσεύχωνται καὶ οἱ ἴδιοι, ἀλλὰ νὰ λένε καὶ στοὺς ἀρρώστους νὰ κάνουν κι ἐκεῖνοι προσευχή. Δὲν πρέπει νὰ ἐπαναπαύωνται στὸ ὅτι ἔστειλαν τὰ ὀνόματα.
–Αὐτὸν τὸν καιρό, Γέροντα, ἤθελα νὰ παρακαλέσω τὸν Θεὸ νὰ πάρη τὸν ἀδελφό μου ποὺ ταλαιπωρεῖται ἀπὸ τὴν ἀναπηρία του.
–Μὴν ὑποδεικνύης ἐσὺ λύση στὸν Θεό.
Ἄφησε τὸ πρόβλημα μὲ ἐμπιστοσύνη σὲ Ἐκεῖνον. Ὁ Θεὸς ξέρει τὸ συμφέρον τοῦ παιδιοῦ Του καὶ σὰν στοργικὸς Πατέρας θὰ ἐνεργήση ἀνάλογα.
–Γέροντα, πῶς κάνετε προσευχὴ γιὰ ἕναν ἄρρωστο ποὺ κινδυνεύει ἡ ζωή του;
–Προσπαθῶ νὰ κάνω ὅ,τι μπορῶ ἀπὸ προσευχὴ καὶ ἄσκηση καὶ μετὰ ἀφήνω τὸ θέμα στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι φύσει
ἀγαθός.
–Γέροντα, ἀφοῦ ὁ Θεὸς γνωρίζει τὸ συμφέρον κάθε ἀρρώστου, γιατί χρειάζεται ἐμεῖς νὰ κάνουμε προσευχὴ γιὰ κάποιον ἄρρωστο;
–Ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ παρακαλέσουμε τὸν Θεὸ καί, ἐὰν ἡ ὑγεία ἢ ἡ παράταση τῆς ζωῆς εἶναι γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του, ὁ Καλὸς Θεὸς ἀμέσως θὰ βοηθήση.
Ἂν ὅμως δὲν Τὸν παρακαλέσουμε, θὰ ἐξελιχθῆ φυσιολογικὰ ἡ πορεία τῆς ἀρρώστιας.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ ΣΤ’ «Περί Προσευχής» -70-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου