Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019


Νὰ βάζουμε ἐρωτηματικὰ στοὺς λογισμοὺς ὑπονοίας.
Γέροντα,
τί βοηθάει νὰ διώχνω τοὺς λογισμοὺς ὑπονοίας;
–Ὅλα εἶναι πάντα ἔτσι, ὅπως τὰ βλέπεις; Νὰ βάζης πάντα ἕνα ἐρωτηματικὸ σὲ κάθε λογισμό σου, μιὰ ποὺ ὅλα τὰ βλέπεις συνήθως ἀριστερά, καθὼς ἐπίσης καὶ ἀπὸ κανέναν καλὸ λογισμὸ γιὰ τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ μὴν ἁμαρτάνης μὲ τὶς κρίσεις σου. Ἂν βάζης δύο ἐρωτηματικά, εἶναι πιὸ καλά. Ἂν βάζης τρία, εἶναι ἀκόμη καλύτερα. Ἔτσι κι ἐσὺ εἰρηνεύεις καὶ ὠφελεῖσαι, ἀλλὰ καὶ τὸν ἄλλον ὠφελεῖς. Ἀλλιῶς, μὲ τὸν ἀριστερὸ λογισμὸ νευριάζεις, ταράζεσαι καὶ στενοχωριέσαι, ὁπότε βλάπτεσαι πνευματικά. Ὅταν ἀντιμετωπίζης ὅ,τι βλέπεις μὲ καλοὺς λογισμούς, μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ θὰ δῆς ὅτι ὅλα ἦταν πράγματι ἔτσι, ὅπως τὰ εἶδες μὲ καλοὺς λογισμούς. Θὰ σοῦ πῶ ἕνα περιστατικό, γιὰ νὰ δῆς τί κάνει ὁ ἀριστερὸς λογισμός. Μιὰ μέρα ἦρθε στὸ Καλύβι ἕνας μοναχὸς καὶ μοῦ λέει: «Ὁ Γερο-Χαράλαμπος εἶναι μάγος· ἔκανε μαγικά». «Τί λές, μωρὲ χαμένε; Δὲν ντρέπεσαι;», τοῦ λέω. «Ναί, μοῦ λέει, τὸν εἶδα μιὰ νύχτα μὲ φεγγάρι ποὺ ἔκανε "μ, μ, μμμ..." καὶ ἔχυνε μὲ μιὰ νταμιτζάνα κάτι μέσα στὰ κλαδιά». Πάω μιὰ μέρα καὶ βρίσκω τὸν Γερο-Χαράλαμπο. «Τί γίνεται, Γερο-Χαράλαμπε; τοῦ λέω. Πῶς τὰ περνᾶς; Τί κάνεις; Κάποιος σὲ εἶδε ποὺ ἔρριχνες ἐκεῖ μέσα στὰ βάτα κάτι μὲ μιὰ νταμιτζάνα καὶ ἔκανες "μ, μ, μμμ..."». «Ἦταν κάτι κρίνα μέσα στὰ ρουμάνια, μοῦ λέει, καὶ πῆγα νὰ τὰ ποτίσω. Ἔλεγα "Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε!" καὶ ἔρριχνα λίγο νερὸ στὸ ἕνα κρίνο· "Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε!" καὶ ἔρριχνα λίγο νερὸ στὸ ἄλλο... Γέμιζα πάλι τὴν νταμιτζάνα, ξαναέρριχνα». Βλέπεις; Καὶ ὁ ἄλλος τὸν πέρασε γιὰ μάγο!Βλέπω, μερικοὶ κοσμικοὶ τί καλοὺς λογισμοὺς ποὺ ἔχουν! Ἐνῶ ἄλλοι, οἱ καημένοι, πόσο βασανίζονται μὲ πράγματα ποὺ οὔτε κἂν ὑπάρχουν, ἀλλὰ οὔτε καὶ ὁ πειρασμὸς θὰ μποροῦσε νὰ τὰ σκεφθῆ!
Μιὰ φορά, ὅταν ἔβρεξε μετὰ ἀπὸ μεγάλη ἀνομβρία, ἔνιωσα τέτοια εὐγνωμοσύνη στὸν Θεό, ποὺ καθόμουν μέσα στὸ Καλύβι καὶ ἔλεγα συνέχεια: «Σ ̓ εὐχαριστῶ ἑκατομμύρια-δισεκατομμύρια φορές, Θεέ μου». Ἔξω, χωρὶς νὰ τὸ ξέρω, ἦταν ἕνας κοσμικὸς καὶ μὲ ἄκουσε. Ὅταν μὲ εἶδε μετά, μοῦ εἶπε: «Πάτερ, σκανδαλίσθηκα. Ἄκουσα νὰ λὲς "ἑκατομμύρια-δισεκατομμύρια" καὶ εἶπα "τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λέει ὁ πατὴρ Παΐσιος;"». Τί νὰ τοῦ ἔλεγα; Ἐγὼ ἐννοοῦσα εὐχαριστίες στὸν Θεὸ γιὰ τὴν βροχή, καὶ αὐτὸς νόμιζε ὅτι μετροῦσα χρήματα. Καὶ ἂν ἦταν κανένας ἄλλος, θὰ μποροῦσε νὰ ἔρθη νὰ μὲ ληστέψη τὸ βράδυ, νὰ μοῦ δώση καὶ ἕνα γερὸ ξύλο, καὶ τελικὰ δὲν θὰ ἔβρισκε τίποτε. Μιὰ ἄλλη φορὰ εἶχε ἔρθει κάποιος ποὺ εἶχε ἄρρωστο παιδί. Τὸν πῆρα νὰ τὸν δῶ μέσα στὸ ἐκκλησάκι.
Ὅταν ἄκουσα τὸ πρόβλημά του, τοῦ εἶπα, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσω: «Κάτι πρέπει νὰ κάνης κι ἐσύ, γιὰ νὰ βοηθηθῆ τὸ παιδί σου. Μετάνοιες δὲν κάνεις, νηστεία δὲν κάνεις, χρήματα δὲν ἔχεις, γιὰ νὰ κάνης ἐλεημοσύνες, πὲς στὸν Θεό: "Θεέ μου, δὲν ἔχω κανένα καλὸ νὰ θυσιάσω γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ παιδιοῦ μου, θὰ προσπαθήσω τοὐλάχιστον νὰ κόψω τὸ τσιγάρο"». Ὁ καημένος συγκινήθηκε καὶ μοῦ ὑποσχέθηκε πὼς θὰ τὸ κάνη. Πῆγα νὰ τοῦ ἀνοίξω τὴν πόρτα, γιὰ νὰ φύγη, καὶ ἐκεῖνος ἄφησε τὸ τσακμάκι καὶ τὰ τσιγάρα μέσα στὸ ἐκκλησάκι, κάτω ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ.
Ἐγὼ δὲν τὸ πρόσεξα. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸν μπῆκε ἕνας νεαρὸς στὸ ἐκκλησάκι, κάτι ἤθελε νὰ μοῦ πῆ, καὶ ὕστερα βγῆκε ἔξω καὶ κάπνιζε.
Τοῦ λέω: «Παλληκάρι, δὲν κάνει νὰ καπνίζης ἐδῶ. Πήγαινε λίγο πιὸ πέρα».
«Μέσα στὴν ἐκκλησία ἐπιτρέπεται νὰ καπνίζης;», μοῦ λέει. Αὐτὸς εἶχε δεῖ τὸ πακέτο μὲ τὸ τσακμάκι ποὺ εἶχε ἀφήσει ὁ πατέρας τοῦ ἄρρωστου παιδιοῦ καὶ ἔβαλε λογισμὸ ὅτι καπνίζω. Τὸν ἄφησα νὰ φύγη μὲ τὸν λογισμό του. Καλά, καὶ ἂν κάπνιζα, καὶ μέσα στὴν ἐκκλησία θὰ κάπνιζα;
Βλέπετε τί εἶναι ὁ λογισμός;

Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Γ’ «Πνευματικὸς Ἀγώνας»-36-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου