Όπου βλέπω θησαυρισμένη γνώση και παραγκωνισμένη πίστη, την πίστη θέλω να ενισχύσω,
γι᾿ αυτό και λέω μερικά γεγονότα πίστεως.
Όταν ήμουν μικρός, στην Κόνιτσα,
διάβαζα πολλούς βίους Αγίων και έδινα και στα άλλα παιδιά να διαβάσουν ή τα μάζευα και διαβάζαμε μαζί. Θαύμαζα την μεγάλη άσκηση και τις νηστείες που έκαναν οι Άγιοι και προσπαθούσα να κάνω και εγώ ό,τι έκαναν εκείνοι. Από την νηστεία ο λαιμός μου είχε γίνει σαν το κοτσάνι από το κεράσι. Τα παιδιά με πείραζαν. «Θα πέση το κεφάλι σου!», μου έλεγαν. Τί τραβούσα! Τέλος πάντων. Από την άλλη, ο μεγάλος μου αδελφός, επειδή αρρώσταινα από τις νηστείες και φοβόταν μήπως δεν τελειώσω το σχολείο, μου έπαιρνε τα Συναξαράκια των Αγίων που διάβαζα. Μετά τα έκρυβα στο δάσος, στο εξωκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, και πήγαινα εκεί κρυφά και διάβαζα. Μια μέρα κάποιος γείτονας, ονόματι Κώστας, είπε στον αδελφό μου: «Θα τον κάνω εγώ να αλλάξη μυαλό, να πετάξη αυτά τα βιβλία που διαβάζει και να αφήση και τις νηστείες και τις προσευχές». Με βρήκε λοιπόν
– ήμουν περίπου δεκαπέντε χρονών τότε
– και άρχισε να μου λέη την θεωρία του Δαρβίνου.
Έλεγε‐έλεγε, ώσπου με ζάλισε. Έτσι όπως ήμουν ζαλισμένος, πήγα κατ᾿ ευθείαν στο δάσος, στο εξωκλήσι της Αγίας Βαρβάρας. Μπήκα μέσα και άρχισα να παρακαλώ τον Χριστό. «Χριστέ μου, αν υπάρχης, να μου παρουσιασθής», έλεγα και έκανα συνέχεια για πολλή ώρα μετάνοιες. Ήταν καλοκαίρι. Ο ιδρώτας έτρεχε, είχα γίνει μούσκεμα· είχα αποκάμει τελείως. Αλλά ούτε είδα ούτε άκουσα τίποτε. Ούτε ο Θεός να με οικονομήση λίγο, έστω με ένα μικρό σημείο, κάποιον κρότο, κάποια σκιά· παιδί ήμουν στο κάτω‐κάτω. Και αν το έβλεπε κανείς ανθρωπίνως ή με την λογική, θα έλεγε: «Κρίμα, Θεέ μου, το ταλαίπωρο!
Από έντεκα χρονών ανέβαινε στα βράχια, έκανε τέτοια άσκηση, και τώρα περνάει μια κρίση. Το ζάλισε ο άλλος με κάτι ανόητες θεωρίες. Μέσα στο σπίτι έχει δυσκολίες από τον αδελφό του. Έφυγε στο δάσος, για να Σού ζητήση βοήθεια...».
Όμως τίποτε‐τίποτε‐τίποτε!
Αποκαμωμένος από τις πολλές μετάνοιες κάθησα λίγο κάτω.
Τότε σκέφθηκα:
«Καλά, όταν ρώτησα τον Κώστα τί γνώμη έχει εκείνος για τον Χριστό, τί μου είπε; ʺΉταν ο πιο καλός, ο πιο δίκαιος άνθρωπος, μου είχε πεί, καί, επειδή κήρυττε δικαιοσύνη, θίχτηκαν τα συμφέροντα των Φαρισαίων και Τον σταύρωσαν από φθόνοʺ».
Τότε είπα: «Αφού ο Χριστός ήταν τόσο καλός άνθρωπος, τόσο δίκαιος, και δεν είχε παρουσιασθή ποτέ άλλος όμοιός Του, και οι άλλοι από φθόνο και κακία Τον θανάτωσαν, αξίζει γι᾿ Αυτόν τον άνθρωπο να κάνω περισσότερα από όσα έκανα, ακόμη και να πεθάνω».
Μόλις το αντιμετώπισα έτσι, παρουσιάσθηκε ο Χριστός μέσα σε πολύ φως
– έλαμψε το εκκλησάκι
– και μου είπε: «Εγώ ειμι η Ανάστασις και η ζωή, ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται»2.
Τα λόγια αυτά διάβαζα και στο ανοιχτό Ευαγγέλιο, το οποίο κρατούσε στο ένα χέρι.
Μου έκανε τέτοια αλλοίωση εσωτερική, που έλεγα συνέχεια:
«Έλα τώρα εδώ, Κώστα, να τα πούμε, αν υπάρχη ή δεν υπάρχη Θεός».
Βλέπεις, ο Χριστός, για να παρουσιασθή, περίμενε την δική μου φιλότιμη αντιμετώπιση. Και αν από ένα παιδί ζητά την φιλότιμη αντιμετώπιση, πόσο μάλλον από έναν μεγάλο;
Αγ. Παϊσίου Αγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Β’ «Πνευματική Αφύπνιση» ‐ 146 ‐
2 Ιω. 11, 25‐26.
γι᾿ αυτό και λέω μερικά γεγονότα πίστεως.
Όταν ήμουν μικρός, στην Κόνιτσα,
διάβαζα πολλούς βίους Αγίων και έδινα και στα άλλα παιδιά να διαβάσουν ή τα μάζευα και διαβάζαμε μαζί. Θαύμαζα την μεγάλη άσκηση και τις νηστείες που έκαναν οι Άγιοι και προσπαθούσα να κάνω και εγώ ό,τι έκαναν εκείνοι. Από την νηστεία ο λαιμός μου είχε γίνει σαν το κοτσάνι από το κεράσι. Τα παιδιά με πείραζαν. «Θα πέση το κεφάλι σου!», μου έλεγαν. Τί τραβούσα! Τέλος πάντων. Από την άλλη, ο μεγάλος μου αδελφός, επειδή αρρώσταινα από τις νηστείες και φοβόταν μήπως δεν τελειώσω το σχολείο, μου έπαιρνε τα Συναξαράκια των Αγίων που διάβαζα. Μετά τα έκρυβα στο δάσος, στο εξωκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, και πήγαινα εκεί κρυφά και διάβαζα. Μια μέρα κάποιος γείτονας, ονόματι Κώστας, είπε στον αδελφό μου: «Θα τον κάνω εγώ να αλλάξη μυαλό, να πετάξη αυτά τα βιβλία που διαβάζει και να αφήση και τις νηστείες και τις προσευχές». Με βρήκε λοιπόν
– ήμουν περίπου δεκαπέντε χρονών τότε
– και άρχισε να μου λέη την θεωρία του Δαρβίνου.
Έλεγε‐έλεγε, ώσπου με ζάλισε. Έτσι όπως ήμουν ζαλισμένος, πήγα κατ᾿ ευθείαν στο δάσος, στο εξωκλήσι της Αγίας Βαρβάρας. Μπήκα μέσα και άρχισα να παρακαλώ τον Χριστό. «Χριστέ μου, αν υπάρχης, να μου παρουσιασθής», έλεγα και έκανα συνέχεια για πολλή ώρα μετάνοιες. Ήταν καλοκαίρι. Ο ιδρώτας έτρεχε, είχα γίνει μούσκεμα· είχα αποκάμει τελείως. Αλλά ούτε είδα ούτε άκουσα τίποτε. Ούτε ο Θεός να με οικονομήση λίγο, έστω με ένα μικρό σημείο, κάποιον κρότο, κάποια σκιά· παιδί ήμουν στο κάτω‐κάτω. Και αν το έβλεπε κανείς ανθρωπίνως ή με την λογική, θα έλεγε: «Κρίμα, Θεέ μου, το ταλαίπωρο!
Από έντεκα χρονών ανέβαινε στα βράχια, έκανε τέτοια άσκηση, και τώρα περνάει μια κρίση. Το ζάλισε ο άλλος με κάτι ανόητες θεωρίες. Μέσα στο σπίτι έχει δυσκολίες από τον αδελφό του. Έφυγε στο δάσος, για να Σού ζητήση βοήθεια...».
Όμως τίποτε‐τίποτε‐τίποτε!
Αποκαμωμένος από τις πολλές μετάνοιες κάθησα λίγο κάτω.
Τότε σκέφθηκα:
«Καλά, όταν ρώτησα τον Κώστα τί γνώμη έχει εκείνος για τον Χριστό, τί μου είπε; ʺΉταν ο πιο καλός, ο πιο δίκαιος άνθρωπος, μου είχε πεί, καί, επειδή κήρυττε δικαιοσύνη, θίχτηκαν τα συμφέροντα των Φαρισαίων και Τον σταύρωσαν από φθόνοʺ».
Τότε είπα: «Αφού ο Χριστός ήταν τόσο καλός άνθρωπος, τόσο δίκαιος, και δεν είχε παρουσιασθή ποτέ άλλος όμοιός Του, και οι άλλοι από φθόνο και κακία Τον θανάτωσαν, αξίζει γι᾿ Αυτόν τον άνθρωπο να κάνω περισσότερα από όσα έκανα, ακόμη και να πεθάνω».
Μόλις το αντιμετώπισα έτσι, παρουσιάσθηκε ο Χριστός μέσα σε πολύ φως
– έλαμψε το εκκλησάκι
– και μου είπε: «Εγώ ειμι η Ανάστασις και η ζωή, ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται»2.
Τα λόγια αυτά διάβαζα και στο ανοιχτό Ευαγγέλιο, το οποίο κρατούσε στο ένα χέρι.
Μου έκανε τέτοια αλλοίωση εσωτερική, που έλεγα συνέχεια:
«Έλα τώρα εδώ, Κώστα, να τα πούμε, αν υπάρχη ή δεν υπάρχη Θεός».
Βλέπεις, ο Χριστός, για να παρουσιασθή, περίμενε την δική μου φιλότιμη αντιμετώπιση. Και αν από ένα παιδί ζητά την φιλότιμη αντιμετώπιση, πόσο μάλλον από έναν μεγάλο;
Αγ. Παϊσίου Αγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Β’ «Πνευματική Αφύπνιση» ‐ 146 ‐
2 Ιω. 11, 25‐26.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου