Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου
Ἔχουμε, Γέροντα, καὶ στὴν ἐποχή μας τέτοια περιστατικά;
–Ναί, βέβαια. Θυμᾶμαι κάποιο γεγονὸς ποὺ συνέβη, ὅταν ἤμουν στὴν Μονὴ Φιλοθέου. Κάποιος μοναχός, ὅταν ἦταν στὸν κόσμο, εἶχε κάψει ἕναν Τοῦρκο στὸν φοῦρνο, ἐπειδὴ εἶχε σφάξει τὸν πατέρατου.
Μετὰ μετανόησε, ἦρθε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἔγινε μοναχὸς καὶ εἶχε βάλει μιὰ καλὴ σειρά. Μέρα-νύχτα ὅμως παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ ἐπιτρέψη νὰ καῆ καὶ ὁ ἴδιος. Μιὰ φορὰ ἔπιασε πυρκαγιὰ στὸ Μοναστήρι.
Ἐγὼ τότε ἤμουν δοχειάρης. Ἑτοίμασα δοχεῖα μὲ νερὸ καὶ τρέξαμε ὅλοι καὶ σβήσαμε τὴν φωτιά. Τελικὰ αὐτὸν τὸν μοναχὸ τὸν βρήκαμε καμένο. Θὰ μοῦ μείνη ἀλησμόνητη ἡ σκηνή... Τί εἶχε γίνει; Αὐτὸς τότε ἦταν ὀγδόντα πέντε χρονῶν καὶ τὸν διακονοῦσε ἕνας μοναχὸς ποὺ ἦταν ἑβδομῆντα πέντε. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα, γιὰ νὰ τὸν ἀνακουφίση λίγο ἀπὸ τοὺς πόνους τῶν ρευματισμῶν, τοῦ ἔτριψε τὰ πόδια του μὲ πετρέλαιο καὶ τὸν κουκούλωσε κοντὰ στὸ τζάκι.
Πετάχθηκε ὅμως μιὰ σκανδαλήθρα ἀπὸ τὰ ξύλα τῆς καστανιᾶς, πῆρε φωτιά, κάηκε ἐκεῖνος καὶ ἔπιασε φωτιὰ καὶ ὅλο τὸ μοναστήρι. Ἐγὼ στενοχωρήθηκα πολὺ γιὰ τὸ γεγονός· δὲν μποροῦσα νὰ ἡσυχάσω! Ὕστερα μοῦ εἶπε ὁ Πνευματικός: «Μὴ στενοχωριέσαι· αὐτὸς ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ καῆ, γιὰ νὰ ἐξιλεωθῆ· αὐτὸ ἦταν δῶρο Θεοῦ».
–Ναί, βέβαια. Θυμᾶμαι κάποιο γεγονὸς ποὺ συνέβη, ὅταν ἤμουν στὴν Μονὴ Φιλοθέου. Κάποιος μοναχός, ὅταν ἦταν στὸν κόσμο, εἶχε κάψει ἕναν Τοῦρκο στὸν φοῦρνο, ἐπειδὴ εἶχε σφάξει τὸν πατέρατου.
Μετὰ μετανόησε, ἦρθε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἔγινε μοναχὸς καὶ εἶχε βάλει μιὰ καλὴ σειρά. Μέρα-νύχτα ὅμως παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ ἐπιτρέψη νὰ καῆ καὶ ὁ ἴδιος. Μιὰ φορὰ ἔπιασε πυρκαγιὰ στὸ Μοναστήρι.
Ἐγὼ τότε ἤμουν δοχειάρης. Ἑτοίμασα δοχεῖα μὲ νερὸ καὶ τρέξαμε ὅλοι καὶ σβήσαμε τὴν φωτιά. Τελικὰ αὐτὸν τὸν μοναχὸ τὸν βρήκαμε καμένο. Θὰ μοῦ μείνη ἀλησμόνητη ἡ σκηνή... Τί εἶχε γίνει; Αὐτὸς τότε ἦταν ὀγδόντα πέντε χρονῶν καὶ τὸν διακονοῦσε ἕνας μοναχὸς ποὺ ἦταν ἑβδομῆντα πέντε. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα, γιὰ νὰ τὸν ἀνακουφίση λίγο ἀπὸ τοὺς πόνους τῶν ρευματισμῶν, τοῦ ἔτριψε τὰ πόδια του μὲ πετρέλαιο καὶ τὸν κουκούλωσε κοντὰ στὸ τζάκι.
Πετάχθηκε ὅμως μιὰ σκανδαλήθρα ἀπὸ τὰ ξύλα τῆς καστανιᾶς, πῆρε φωτιά, κάηκε ἐκεῖνος καὶ ἔπιασε φωτιὰ καὶ ὅλο τὸ μοναστήρι. Ἐγὼ στενοχωρήθηκα πολὺ γιὰ τὸ γεγονός· δὲν μποροῦσα νὰ ἡσυχάσω! Ὕστερα μοῦ εἶπε ὁ Πνευματικός: «Μὴ στενοχωριέσαι· αὐτὸς ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ καῆ, γιὰ νὰ ἐξιλεωθῆ· αὐτὸ ἦταν δῶρο Θεοῦ».
Αγ. Παϊσίου Αγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Γ’«Πνευματικός Αγώνας» ‐ 86 ‐
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου