Καί άν, Γέροντα, καταλάβη, τό λάθος του καί ζητήση συγγνώμη;
– Αν τό καταλάβη, εντάξει, μπορούμε νά συνεννοηθούμε. Διαφορετικά, άν δέν βοηθιέται άπό τό φιλότιμο μου, δέν βρίσκω ανταπόκριση, καί δέν έχω συγγένεια μαζί του. Όταν ό άλλος έχη ευλάβεια, ταπείνωση, δέν έχη αναίδεια, κι εσύ κινείσαι άπλά. Έγώ εξ αρχής φέρομαι σέ όλους μέ άνεση καί απλότητα. Δέν φέρομαι περιορισμένα, δήθεν γιά νά μή δώσω θάρρος στον άλλον καί τόν βλάψω. Δίνομαι ολόκληρος, γιά νά βοηθηθή, νά άναπτυχθή μέσα σ’ ένα κλίμα αγάπης, καί σιγά-σιγά του λέω τά κουσούρια του. Τόν θεωρώ αδελφό μου, πατέρα μου, παππού μου, ανάλογα μέ τήν ηλικία του. Κάνω λιακάδα, γιά νά βγουν όλα τά φίδια, οί σκορπιοί, τά σκαθάρια – τά πάθη -, καί ύστερα τόν βοηθάω νά τά σκοτώση. Άν όμως δώ ότι δέν τό εκτιμάει αυτό καί δέν βοηθιέται άπό τήν συμπεριφορά μου, άλλά εκμεταλλεύεται τήν απλότητα μου καί τήν αληθινή αγάπη μου καί αρχίζει νά φέρεται μέ αναίδεια, τραβιέμαι σιγά-σιγά, γιά νά μή γίνη περισσότερο αναιδής. Άλλά στήν αρχή δίνομαι ολόκληρος, γι’ αυτό μετά έχω αναπαυμένη τήν συνείδηση μου. Μιά φορά στήν Μονή Στομίου είχα πάρει ένα παιδί, γιά νά τό βοηθήσω, νά του μάθω καί τήν τέχνη του μαραγκού. Του φερόμουν μέ πολλή καλωσύνη, τόν είχα σάν αδελφό. Έβλεπα όμως
μερικά πράγματα πού δέν μέ άνέπαυαν. Μιά φορά τόν ρωτάω: Τί ώρα είναι;. Μέ τά μυαλά τά δικά σου πάει τό ρολόι!, μου λέει. Έ, τότε είπα: Δέν συμφέρει νά συνεχίσω έτσι. Θά συμμαζέψω σιγά-σιγά «τά μυαλά μου», γιατί δέν ωφελείται. Κανονικά αυτός, αν ήταν φιλότιμος, έτσι όπως του φερόμουν, έπρεπε νά διαλυθή. Άλλά είδα ότι δέν μέ χωρούσε, δέν μέ καταλάβαινε. Ύστερα μόνος του έφυγε δέν τόν έδιωξα. Βλέπεις, ή ανοχή, ή αγάπη κάνουν τόν αναιδή πιο αναιδή και τόν φιλότιμο πιό φιλότιμο.
– Αν τό καταλάβη, εντάξει, μπορούμε νά συνεννοηθούμε. Διαφορετικά, άν δέν βοηθιέται άπό τό φιλότιμο μου, δέν βρίσκω ανταπόκριση, καί δέν έχω συγγένεια μαζί του. Όταν ό άλλος έχη ευλάβεια, ταπείνωση, δέν έχη αναίδεια, κι εσύ κινείσαι άπλά. Έγώ εξ αρχής φέρομαι σέ όλους μέ άνεση καί απλότητα. Δέν φέρομαι περιορισμένα, δήθεν γιά νά μή δώσω θάρρος στον άλλον καί τόν βλάψω. Δίνομαι ολόκληρος, γιά νά βοηθηθή, νά άναπτυχθή μέσα σ’ ένα κλίμα αγάπης, καί σιγά-σιγά του λέω τά κουσούρια του. Τόν θεωρώ αδελφό μου, πατέρα μου, παππού μου, ανάλογα μέ τήν ηλικία του. Κάνω λιακάδα, γιά νά βγουν όλα τά φίδια, οί σκορπιοί, τά σκαθάρια – τά πάθη -, καί ύστερα τόν βοηθάω νά τά σκοτώση. Άν όμως δώ ότι δέν τό εκτιμάει αυτό καί δέν βοηθιέται άπό τήν συμπεριφορά μου, άλλά εκμεταλλεύεται τήν απλότητα μου καί τήν αληθινή αγάπη μου καί αρχίζει νά φέρεται μέ αναίδεια, τραβιέμαι σιγά-σιγά, γιά νά μή γίνη περισσότερο αναιδής. Άλλά στήν αρχή δίνομαι ολόκληρος, γι’ αυτό μετά έχω αναπαυμένη τήν συνείδηση μου. Μιά φορά στήν Μονή Στομίου είχα πάρει ένα παιδί, γιά νά τό βοηθήσω, νά του μάθω καί τήν τέχνη του μαραγκού. Του φερόμουν μέ πολλή καλωσύνη, τόν είχα σάν αδελφό. Έβλεπα όμως
μερικά πράγματα πού δέν μέ άνέπαυαν. Μιά φορά τόν ρωτάω: Τί ώρα είναι;. Μέ τά μυαλά τά δικά σου πάει τό ρολόι!, μου λέει. Έ, τότε είπα: Δέν συμφέρει νά συνεχίσω έτσι. Θά συμμαζέψω σιγά-σιγά «τά μυαλά μου», γιατί δέν ωφελείται. Κανονικά αυτός, αν ήταν φιλότιμος, έτσι όπως του φερόμουν, έπρεπε νά διαλυθή. Άλλά είδα ότι δέν μέ χωρούσε, δέν μέ καταλάβαινε. Ύστερα μόνος του έφυγε δέν τόν έδιωξα. Βλέπεις, ή ανοχή, ή αγάπη κάνουν τόν αναιδή πιο αναιδή και τόν φιλότιμο πιό φιλότιμο.
(ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ – ΛΟΓΟΙ Γ’- ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου