Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018

Μερικοὶ ἄνθρωποι ἔρχονται καὶ μοῦλένε: «Κάνε με καλά· ἔμαθα ὅτι μπορεῖς νὰ μὲ βοηθήσης».
Θέλουν ὅμως νὰ βοηθηθοῦν, χωρὶς οἱ ἴδιοι νὰ καταβάλουν καθόλου προσπάθεια. Λὲς λ.χ. στὸν ἄλλον: «μὴν τρῶς γλυκά, κάνε αὐτὴν τὴν θυσία, γιὰ νὰ σὲ βοηθήση ὁ Θεός», καὶ σοῦ λένε: «Γιατί; δὲν μπορεῖ νὰ μὲ κάνη καλὰ ὁ Θεός;». Δὲν κάνουν μιὰ θυσία γιὰ τὸν ἑαυτό τους, πόσο μᾶλλον νὰ θυσιασθοῦν γιὰ τὸν ἄλλον. Ἄλλος δὲν τρώει γλυκά, γιὰ νὰ βοηθήση ὁ Χριστὸς ὅσους πάσχουν ἀπὸ ζάχαρο, ἢ δὲν κοιμᾶται, γιὰ νὰ δώση λίγο ὕπνο ὁ Χριστὸς σ ̓ αὐτοὺς ποὺ πάσχουν ἀπὸ ἀϋπνίες. Ἔτσι συγγενεύει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεό.
Τότε ὁ Θεὸς δίνει τὴν Χάρη Του. Ἐγώ, ὅταν μοῦ λέη κάποιος πὼς δὲν μπορεῖ νὰ προσευχηθῆ γιὰ κάποιον δικό του ποὺ εἶναι ἄρρωστος, τοῦ λέω νὰ κάνη καὶ αὐτὸς μιὰ θυσία γιὰ τὸν ἄρρωστο. Συνήθως τοῦ λέω νὰ κάνη κάτι ποὺ θὰ εἶναι καλὸ καὶ γιὰ τὴν δική του ὑγεία.Ἦρθε κάποτε ἀπὸ τὴν Γερμανία στὸ Καλύβι ἕνας πατέρας, ποὺ τὸ κοριτσάκι του εἶχε ἀρχίσει νὰ παραλύη.
Οἱ γιατροὶ τὸ εἶχαν ξεγράψει. Ἦταν ὁ καημένος τελείως ἀπελπισμένος. «Κάνε κι ἐσὺ μιὰ θυσία, τοῦ εἶπα, γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ παιδιοῦ σου. Νὰ κάνης μετάνοιες, δὲν μπορεῖς· νὰ προσευχηθῆς, δὲν μπορεῖς, ἐντάξει. Πόσα τσιγάρα καπνίζεις τὴν ἡμέρα;». «Τεσσεράμισι κουτιά», μοῦ λέει. «Νὰ καπνίζης ἕνα κουτί, τοῦ λέω, καὶ τὰ χρήματα ποὺ θὰ ἔδινες γιὰ τὰ ὑπόλοιπα νὰ τὰ δίνης σὲ κανέναν φτωχό». «Νὰ γίνη, Πάτερ, καλὰ τὸ παιδί, μοῦ λέει, καὶ ἐγὼ θὰ τὸ κόψω τὸ τσιγάρο». «Ἔ, τότε δὲν θὰ ἔχη ἀξία· τώρα πρέπει νὰ τὸ κόψης· πέταξε τὸ τσιγάρο, τοῦ λέω. Δὲν ἀγαπᾶς τὸ παιδί σου;». «Ἐγὼ δὲν ἀγαπῶ τὸ παιδί μου; Ἀπὸ τὸν πέμπτο ὄροφο πετιέμαι κάτω γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ μου», μοῦ λέει. «Ἐγὼ δὲν σοῦ λέω νὰ πεταχτῆς ἀπὸ τὸν πέμπτο ὄροφο κάτω, ἀλλὰ νὰ πετάξης τὸ τσιγάρο.
Ἂν κάνης μιὰ παλαβωμάρα καὶ πεταχτῆς ἀπὸ τὸν πέμπτο ὄροφο κάτω, θὰ ἀφήσης τὸ παιδί σου στὸν δρόμο κι ἐσὺ θὰ χάσης τὴν ψυχή σου. Ἐγὼ σοῦ λέω νὰ κάνης κάτι εὔκολο. Νά, πέταξε τώρα τὰ τσιγάρα!». Μὲ κανέναν τρόπο δὲν ἤθελε νὰ τὰ πετάξη. Καὶ τελικὰ ἔφυγε ἔτσι καὶ ἔκλαιγε! Πῶς νὰ βοηθηθῆ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος; Ἐνῶ ὅσοι ἀκοῦν βοηθιοῦνται.
Μιὰ ἄλλη μέρα ἦρθε ἕνας ποὺ ἀγκομαχοῦσε ἀπὸ τὴν πεζοπορία. Κατάλαβα ὅτι κάπνιζε πολὺ καὶ τοῦ εἶπα: «Βρὲ εὐλογημένε, γιατί καπνίζεις τόσο; Θὰ πάθης κακό». Μόλις ξελαχάνιασε καὶ μπόρεσε νὰ μιλήση, μοῦ εἶπε: «Ἡ γυναίκα μου εἶναι πολὺ ἄρρωστη καὶ κινδυνεύει νὰ πεθάνη. Σὲ παρακαλῶ, κάνε μιὰ προσευχὴ νὰ γίνη κανένα θαῦμα. Οἱ γιατροὶ σήκωσαν τὰ χέρια». «Τὴν ἀγαπᾶς τὴν γυναίκα σου;», τὸν ρωτάω. «Τὴν ἀγαπῶ», μοῦ λέει. «Τότε γιατί δὲν κάνεις κι ἐσὺ κάτι, γιὰ νὰ τὴν βοηθήσης; Αὐτὴ ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε, οἱ γιατροὶ ἔκαναν ὅ,τι μποροῦσαν, καὶ τώρα ἔρχεσαι ἐδῶ, γιὰ νὰ μοῦ πῆς νὰ κάνω κάτι καὶ ἐγώ, νὰ προσευχηθῶ, γιὰ νὰ βοηθήση ὁ Θεός. Ἐσὺ ὅμως τί ἔκανες, γιὰ νὰ βοηθηθῆ ἡ γυναίκα σου;». «Τί μπορῶ νὰ κάνω ἐγώ, Γέροντα;», μὲ ρωτάει
. «Ἂν σταματήσης τὸ κάπνισμα, τοῦ λέω, ἡ γυναίκα σου θὰ γίνη καλά». Σκέφθηκα ὅτι, ἂν ὁ Θεὸς δῆ ὅτι δὲν συμφέρει πνευματικὰ στὴν γυναίκα του νὰ γίνη καλά, τοὐλάχιστον θὰ γλιτώση αὐτὸς ἀπὸ τὸ κακὸ ποὺ κάνει τὸ τσιγάρο. Ὕστερα ἀπὸ ἕναν μήνα ἦρθε χαρούμενος νὰ μὲ εὐχαριστήση. «Γέροντα, σταμάτησα τὸ κάπνισμα, μοῦ εἶπε, καὶ ἡ γυναίκα μου ἔγινε καλά». Μετὰ ἀπὸ ἕνα διάστημα ξαναῆρθε ἀναστατωμένος νὰ μοῦ πῆ ὅτι ξανάρχισε κρυφὰ νὰ καπνίζη καὶ ἡ γυναίκα του ἔπεσε πάλι βαριὰ ἄρρωστη. «Τὸ φάρμακο τώρα τὸ ξέρεις, τοῦ εἶπα. Κόψε τὸ τσιγάρο».

Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Δ’ «Οἰκογενειακή Ζωή» -123-




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου