Ο Γέροντας Παΐσιος φεύγει από το Κελλί του Τιμίου Σταυρού και εγκαθίσταται στο Κελλί της Παναγούδας
Ὕστερα ἀπὸ 10 χρόνια παραμονῆς στὸ
Κελλὶ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὁ ὅσιος Γέροντας ἔβλεπε ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀναζητήσει ἄλλον
τρόπο, γιὰ νὰ συνεχίσει τὴν ἡσυχαστική του ζωή. καθὼς λοιπὸν τὸν ἀπασχολοῦσε τί
ἔπρεπε νὰ κάνει, στὶς 4 Φεβρουαρίου τοῦ 1979 (π. ἡ.), 9 ἡ ὥρα τὸ βράδυ, δὲν
μποροῦσε νὰ ἡσυχάσει καὶ εἶχε δυνατὸ πονοκέφαλο.
Ἔνιωθε σὰν νὰ τοῦ χτυποῦσαν τὸ
κεφάλι μὲ σμίλη. Τὰ μάτια του κόντευαν νὰ βγοῦν ἔξω, ἰδιαίτερα τὸ δεξί.
Σπαρταροῦσε ἀπὸ ἀνυπόφορο πόνο. Εἶπε: «Τέτοιον πόνο δὲν δοκίμασα ποτὲ στὴν
ζωή μου». Οὔτε κἂν τὴν εὐχὴ δὲν μποροῦσε νὰ πῆ. Ἔλεγε μόνο: «Χριστέ
μου, Παναγία μου!» Καὶ ἐνῶ ἦταν σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση, εἶδε ξαφνικὰ ἐπάνω
ἀπὸ τὸν δεξιό του ὦμο νὰ προβάλλει ὁ Φύλακας Ἄγγελός του! Ἦταν σὰν ἕνα παιδάκι
12 ἐτῶν πολὺ χαριτωμένο· ἡ μορφή του ἦταν γλυκειὰ καὶ φεγγοβόλα! Δὲν τοῦ μίλησε
ἀλλὰ μόνον τὸν κοίταζε. Αὐτὸ τὸ βλέμμα ὅμως ἦταν ἀρκετό, γιὰ νὰ διαλύσει τὸν
πόνο, καθὼς καὶ κάθε ἀμφιβολία καὶ στενοχώρια. Ἀμέσως ἔφυγαν ὅλα, ὄχι ἀπὸ τὴν
χαρά, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν θεία Χάρη. Ὅταν διηγήθηκε τὸ γεγονός, εἶπε: «Ἡ χαρὰ δὲν
διώχνει τὸν πόνο· χαίρεσαι, ἀλλὰ συνεχίζεις νὰ πονᾶς. Ἐνῶ ἡ θεία Χάρις!...
Μεγάλη ὑπόθεση! Δὲν περιγράφεται! Ἂν εἶναι ἔτσι, εἶπα, ὄχι μὲ σμίλη, ἀλλὰ μὲ
βαριὰ ἂς μὲ χτυποῦν στὸ κεφάλι! Ἄξιζε νὰ μοῦ σπάσουν τὸ κεφάλι, καὶ μόνο γι’ αὐτό». Ὕστερα
ἀπὸ λίγες ἡμέρες πῆρε τελικὰ τὴν ἀπόφαση νὰ φύγει.
Ὁ Πατὴρ Παΐσιος ἄρχισε νὰ ψάχνει γιὰ
Κελλί, ἀλλὰ δυσκολευόταν νὰ βρῆ. Στὶς 26 Φεβρουαρίου (π. ἡ.) τὸ βράδυ, στὴν ἀγρυπνία
ποὺ ἔκανε, παρακαλοῦσε θερμὰ καὶ μὲ πόνο πολύ: «Ἁγία Εὐφημία, Ἅγιε Ἀρσένιε,
τί θὰ γίνει; Βοηθῆστέ με». Παρακάλεσε καὶ τοὺς Ἁγίους Θεοπάτορες Ἰωακεὶμ
καὶ Ἄννα, στοὺς ὁποίους εἶχε ἰδιαίτερη εὐλάβεια. Καὶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ Ἅγιοι,
πράγματι, τὸν βοήθησαν. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, 27 Φεβρουαρίου, ποὺ ἦταν καὶ ἡ ἡμέρα
τῆς ἐπισκέψεως τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, ἀπὸ τὸ πρωΐ ἔψαχνε χωρὶς ἀποτέλεσμα. Τὸ ἀπόγευμα
κουρασμένος πῆγε στὸ Καρυώτικο Κελλὶ τῆς Ἀναλήψεως, ὅπου ἔμενε ὁ γερο-Ἰωακείμ,
γιὰ νὰ δεῖ δύο ξυλόγλυπτες εἰκόνες τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου, ποὺ εἶχε φτιάξει ὁ ὑποτακτικός
του. Ἐκεῖ, μόλις ἀνέφερε ὅτι ἀναζητοῦσε Κελλί, ὁ γερο-Ἰωακεὶμ τοῦ εἶπε: «Ἡ
Παναγοῦύδα εἶναι γιὰ σένα».
Ἡ «Παναγούδα», ποὺ σημαίνει «Μικρὴ
Παναγία», ἦταν ἕνα ἐγκαταλελειμμένο Καλύβι μὲ ἐκκλησάκι ἀφιερωμένο στὸ
Γενέθλιον τῆς Θεοτόκου. Ἀνῆκει στὴν Μονῆ Κουτλουμουσίου καὶ ἦταν Ἀμπελικιά, ἂν
καὶ στὴν περιοχὴ αὐτὴ δὲν ὑπῆρχε πλέον ἀμπέλι ἀλλὰ δάσος μὲ κυπαρίσσια καὶ πυκνὴ
βλάστηση. Ὡς Ἀμπελικιὰ τυπικῶς δὲν μποροῦσε νὰ παραχωρηθῆ σὲ κελλιώτη μοναχό. Ὅταν
ὅμως τὴν ζήτησε ὁ Πατὴρ Παΐσιος, οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς τὴν ἐνέταξαν στὰ
Κουτλουμουσιανὰ Κελλιὰ καὶ τοῦ τὴν παραχώρησαν.
Στὴν αὐλὴ τῆς Παναγούδας ὑπῆρχε μία
ἐλιὰ κοντὰ στὴν εἴσοδο τοῦ Καλυβιοῦ, ὅπως καὶ στὸν Τίμιο Σταυρό. Ἡ εἴσοδος ὁδηγοῦσε
καὶ ἐδῶ σὲ ἕναν μικρὸ διάδρομο. Δεξιὰ ἦταν τὸ ἐκκλησάκι τῆς Παναγίας καὶ ἀριστερὰ
τὸ κελλὶ ὅπου θὰ ἔμενε ὁ Πατὴρ Παΐσιος. Στὸ βάθος τοῦ διαδρόμου ὑπῆρχαν ἄλλα
δύο κελλιά, τὰ ὁποῖα ὁ Γέροντας χρησιμοποίησε, τὸ ἕνα ὡς ἐργαστήριο καὶ ἀποθήκη
καὶ τὸ ἄλλο ὡς ἀρχονταρίκι. Τὰ κελλιὰ αὐτὰ ἔβγαιναν σὲ μικρὴ ἁπλωταριά, σὲ ἕναν
ἐξώστη δηλαδὴ ποὺ εἶχε τὸ Καλύβι λόγῳ τῆς ὑψομετρικῆς διαφορᾶς, καθὼς βρίσκεται
στὴν κορυφὴ ἑνὸς μικροῦ λόφου.
Ἡ ἁπλότητα καὶ τὸ μικρὸ μέγεθος τῆς
Παναγούδας ἀνέπαυσαν τὸν Ὅσιο. Ἦταν ὅμως κατάλληλη καὶ γιὰ ἕναν ἀκόμη λόγο. Ἀπεῖχε
20 λεπτὰ ἀπὸ τὶς Καρυὲς καὶ βρισκόταν σὲ μικρὴ σχετικὰ ἀπόσταση ἀπὸ τρία
Μοναστήρια· τὴν Μονὴ Κουτλουμουσίου, τὴν Μονὴ Ἰβήρων καὶ τὴν Μονὴ Σταυρονικήτα.
Ἔτσι δὲν θὰ ἔπεφτε μόνο σὲ ἕνα Μοναστήρι τὸ βάρος τῆς φιλοξενίας τῶν ἐπισκεπτῶν
τοῦ Πατρὸς Παϊσίου, ποὺ ὅλο καὶ αὐξάνονταν.
Ὁ Πατὴρ Παΐσιος ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ
ἐγκατασταθεῖ ἀμέσως ἐκεῖ, διότι τὸ Καλύβι ἦταν ἐρειπωμένο καὶ χρειαζόταν πολλὲς
ἐπισκευές. Οἱ πόρτες καὶ τὰ παράθυρά του ἦταν σχεδὸν κατεστραμμένα. Ἡ στέγη του
ἔβαζε νερό, τὸ πάτωμα καὶ τὸ ταβάνι ἦταν σὲ κακὴ κατάσταση, ἐνῶ στὴν πίσω πλευρὰ
ἕνας τοῖχος, ὁ ὁποῖος ἔκλεινε τὴν ἁπλωταριά, ἦταν σχεδὸν γκρεμισμένος. Ἔτσι ὁ Ὅσιος
ἄρχισε καὶ πάλι κοπιαστικὲς χειρωνακτικὲς ἐργασίες.
Ἐπίσκεψη τῶν Ἁγίων Λουκιλλιανοῦ καὶ
Παντελεήμονος.
Ἀφοῦ τακτοποίησε κάπως τὸ Κελλί, ἐγκαταστάθηκε
ἐκεῖ στᾶ τέλη Μαΐου τοῦ 1979. Καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες τοῦ συνέβη τὸ πρῶτο
θαυμαστὸ γεγονός. Ἦταν 2 Ἰουνίου (π. ἡ.), καὶ ἤθελε νὰ δεῖ ποιός Ἅγιος γιόρταζε
τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, γιὰ νὰ κάνει τὸν Ἑσπερινὸ μὲ κομποσχοίνι. Ἐπειδὴ τὰ Μηναῖα,
ποὺ εἶχε φέρει ἀπὸ τὸν Τίμιο Σταυρό, ἦταν ἀκόμη στὰ χαρτοκιβώτια, ἔψαχνε τὰ
γυαλιά του, γιὰ νὰ διαβάσει τὰ μικρὰ γράμματα ἀπὸ ἕνα ἡμερολόγιο τσέπης ποὺ εἶχε
πρόχειρο. Ἀφοῦ ἔψαξε ἀρκετὰ καὶ δὲν τὰ βρῆκε, ἄρχισε τὸν Ἑσπερινό, καὶ στὸν
κομποσχοίνι γιὰ τὸν ἑορταζόμενο Ἅγιο, ἔλεγε: «Ἅγιοι τῆς ἡμέρας,
πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν». Καὶ στὴν νυκτερινή του Ἀκολουθία, ἀφοῦ πάλι ἔψαχνε
ἐπὶ τρία τέταρτα τὰ γυαλιὰ καὶ δὲν τὰ ἔβρισκε, ἄρχισε νὰ ἐπαναλαμβάνει τὸ ἴδιο:«Ἅγιοι
τῆς ἡμέρας, πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν». Ξαφνικά ἐμφανίστηκε μπροστά του ἕνας
λαμπροφόρος Ἀξιωματικός, ὁ ὁποῖος τὸν πλησίασε μὲ καλωσύνη καὶ πατρικὴ στοργή,
μεταδίδοντάς του μία ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση. Ὁ Πατὴρ Παΐσιος πῆρε θάῤῥος καὶ τὸν ῥώτησε:
-Ποῦ ὑπηρετούσατε καὶ πῶς λέγεστε;
-Εἶμαι ὁ Ἅγιος Λουκιλλιανός.
Ὁ Πατὴρ Παΐσιος δὲν ἄκουσε καλὰ καὶ
ῥώτησε:
-Ὁ Ἅγιος Λογγίνος;
-Ὄχι, ὁ Ἅγιος Λουκιλλιανός.
Ἐπειδὴ ὁ Γέροντας δὲν θυμόταν ὅτι ὑπῆρχε
τέτοιος Ἅγιος, τὸν ξαναρώτησε:
-Ὁ Ἅγιος Λουκιανός;
-Ὄχι, ὁ Ἅγιος
Λου-κιλ-λι-α-νός, ἐπανέλαβε ὁ Ἅγιος, προφέροντας τὴν κάθε συλλαβὴ χωριστά.
-Ἔχω καὶ ἐγὼ τραύματα ἀπὸ τὸν
πόλεμο, εἶπε ὁ Ὅσιος.
Καὶ τότε ὁ Ἅγιος Λουκιλλιανὸς
στράφηκε σὲ ἕναν νεαρὸ γιατρὸ μὲ ἄσπρη ἰατρικὴ ποδιὰ ποὺ ἦταν δίπλα του καὶ τοῦ
ζήτησε νὰ ἐξετάσει τὸν Ὅσιο. Ὁ νεαρὸς αὐτὸς γιατρός, ψηλὸς στὸ ἀνάστημα καὶ μὲ ὁλόλευκο
λεπτὸ πρόσωπο, ἦταν ὁ Ἅγιος Παντελεήμων, ὁ προστάτης τῆς Σκήτης Κουτλουμουσίου,
ἡ ὁποία βρίσκεται ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Κελλὶ τῆς Παναγούδας. Ἀφοῦ λοιπὸν τὸν ἐξέτασε,
εἶπε στὸν Ἅγιο Λουκιλλιανὸ τὴν διάγνωση: «Τὰ τραύματά του ἔχουν θεραπευθῆ·
μόνο γιὰ τὸ δίπλωμα θὰ τὰ λάβουμε ὑπ’ ὄψιν μας». Ὅταν οἱ δύο Ἅγιοι ἔφυγαν,
ὁ Ὅσιος ἔνιωθε μεγάλη χαρὰ καὶ διπλὴ ξεκούραση. Ἔψαξε καλύτερα γιὰ τὰ γυαλιά
του καί, ὅταν τὰ βρῆκε, εἶδε στὸ ἡμερολόγιο ὅτι ἦταν ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος
Λουκιλλιανοῦ! Ἔγραψε σὲ ἐπιστολή του: «Εἶναι ζωντανὴ ἡ παρουσία τῶν Ἁγίων.
Καὶ ὅταν ἐμεῖς δὲν τοὺς βρίσκουμε, Ἐκεῖνοι μᾶς βρίσκουν! Ἀκόμη καὶ ὁ Ἅγιος μὲ
χορταίνει μὲ τὴν ἀγάπη του καὶ μὲ εκουράζει ψυχικὰ καὶ σωματικὰ μὲ τὴν
παραδεισένια χαρὰ ποὺ μοῦ ἔδωσε».
Ἐργασίες γιὰ τὴν ἐπισκευὴ τοῦ
Κελλιοῦ.
Ὅλο ἐκεῖνο τὸ καλοκαίρι ὁ Πατὴρ
Παΐσιος ἔκανε τὶς ἀπαραίτητες ἐπισκευές. Πρῶτα-πρώτα ἄρχισε νὰ ἐπισκευάζει τὴν
μισοβουλιαγμένη στέγη. Ἡ ἐργασία ὅμως καθυστεροῦσε πολύ, ἐπειδὴ κάθε τόσο
χρειαζόταν νὰ κατεβαίνει, γιὰ νὰ μιλήσει μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀπὸ τὶς πρῶτες
κιόλας ἡμέρες εἶχαν ἀρχίσει νὰ τὸν ἐπισκέπτονται. Ἕνας μοναχὸς ποὺ τὸν βοηθοῦσε,
τοῦ εἶπε:
-Γέροντα, ἔρχεται χειμώνας, πότε θὰ
τελειώσεις τὴν στέγη; Μήπως νὰ λέμε στοὺς ἀνθρώπους ὅτι εἶσαι ἀπασχολημένος.
-Τί λές, εὐλογημένε; Ἔρχεται ἄλλος ἀπὸ
τὴν Κρήτη, ἄλλος ἀπὸ τὸν Κομοτηνή, νὰ πῆ τὸν πόνο του, καὶ ἐγὼ θὰ φτιάχνω τὴν
σκεπή;
Δούλευε ἀκούραστα κάνοντας ὁ ἴδιος
τὶς πιὸ δύσκολες ἐργασίες καὶ ἀποφεύγοντας νὰ ζητάει βοήθεια.
-Γέροντα, ὅλα μόνος σου θὰ τὰ
κάνεις; Ἐγὼ τί κάνω ἐδῶ;, τοῦ εἶπε ἕνας νέος ποὺ εἶχε πάει νὰ τὸν
βοηθήσει.
-Αὐτὸ εἶναι καλογερική, παιδί
μου, ἀπάντησε ὁ Ὅσιος. Ὁ καλόγερος δὲν περιμένει ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἂν
θέλεις, βοήθησε ὅπου μπορεῖς.
Ὅταν ἐπιδιόρθωνε τὴν στέρνα, ἔπρεπε
κάποιος νὰ μπῆ μέσα, γιὰ νὰ παλαμίσει τὸ τσιμέντο. Ἐπειδὴ τὸ στόμιο τῆς στέρνας
ἦταν στενὸ καὶ δὲν χωροῦσε σκάλα, ὁ Πατὴρ Παΐσιος σκάλισε σὲ ἕνα χοντρὸ ξύλο
«σκαλοπατάκια» καί, πατώντας σ’ αὐτά, κατέβηκε ὁ ἴδιος. Ἔξω ἀπὸ τὴν στέρνα ἦταν
δύο λαϊκοὶ καὶ ἕνας μοναχός, ποὺ ἔφτιαχναν τσιμέντο καὶ τοῦ τὸ κατέβαζαν μὲ ἕνα
κουβαδάκι. Ὅταν ὁ Γέροντας τελείωσε καὶ πῆγε νὰ βγῆ, γλίστρησε καὶ ἔπεσε. Τότε ὁ
μοναχὸς εἶπε:
-Εἴδατε, Γέροντα, ποὺ χρειάζεται νὰ
ἔχετε κοντά σας ἕναν ἄνθρωπο; Ἂν τώρα παθαίνατε κάτι, ποιός θὰ σᾶς βοηθοῦσε;
-Ὅταν δὲν εἶναι κοντά μας ἄνθρωποι,
μᾶς προστατεύουν Ἄγγελοι,ἀπάντησε ἐκεῖνος.
Πρὶν περάσει τὸ καλοκαίρι, εἶχε
τελειώσει τὶς ἀπαραίτητες ἐργασίες στὸ Κελλὶ καὶ ἔφραξε καὶ τὴν γύρω περιοχὴ μὲ
ἕναν πρόχειρο συρμάτινο φράχτη. Καινούργια πράγματα δὲν προμηθεύθηκε. Μόνο γιὰ
τὸ ἐκκλησάκι δέχθηκε νὰ τοῦ δωρίσουν ἕνα παράθυρο καὶ παρήγγειλε σανίδια, γιὰ νὰ
φτιάξει καινούργιο πάτωμα. Οὔτε ἔφτιαξε κάτι ποὺ δὲν ἦταν ἀπολύτως ἀναγκαῖο. Στὰ
σπασμένα τζάμια τῶν παραθύρων ἔβαλε προσωρινὰ μπαλώματα ἀπὸ νάϋλον καὶ τενεκέ.
Τὰ χαλασμένα πατώματα τὰ σκέπασε μὲ ξυλοτέξ. Τὸν μισογκρεμισμένο τοῖχο τῆς ἁπλωταριᾶς
δὲν τὸν ἔχτισε ἀλλὰ τὸν κάλυψε μὲ λαμαρίνες. Εἶπε:«Προτιμῶ νὰ ἀγοράσω κανένα
σταυρουδάκι, γιὰ νὰ δώσε σὲ κανέναν πονεμένο ἢ νὰ βοηθήσω κανένα φτωχὸ παιδάκι,
παρὰ νὰ κάνω ἔξοδα γιὰ τὸν τοῖχο. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὑπάρχει ἀλλοῦ τόση ἀνάγκη,
τὸ βλέπω περιττό· δὲν μὲ βοηθάει αὐτό».
Παρὰ τὸν κόπο τῆς ἡμέρας, κάθε
νύχτα ἀγρυπνοῦσε ἀνάλαφρος, σὰν τὸ πουλὶ ποὺ βρῆκε καινούργια φωλιά. Μία νύχτα ὁ
πνευματικός του ἀσύρματος «ἔπιασε» τὴν προσευχὴ μιᾶς μοναχῆς ποὺ εἶχε
λογισμοὺς καὶ ζητοῦσε τὴν βοήθειά του. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα τῆς ἔγραψε: «Ἐχθὲς
τὸ Σάββατο (21 Ἰουλίου) εἶχα λάβει ἕνα τηλεγράφημά σου. Καλά, ἐγὼ εἶχα μέτωπα
πολλά, ἐσὺ γιατί χανόσουν μὲ μπάνταλα, καὶ δὲν μὲ βοηθοῦσες μὲ τὴν προσευχή».
Κάθε μέρα ἕνα καραβάνι ἀνθρώπων
κατεβαίνει στὴν Παναγούδα.
Οἱ περισσότεροι προσκυνητὲς ποὺ
πήγαιναν τότε στὸ Ἅγιον Ὄρος, εἶχαν προορισμὸ ἦ περνοῦσαν καὶ ἀπὸ τὴν
Παναγούδα. Μέσα στὸ καραβάκι, ποὺ ἔκανε τὴν διαδρομὴ ἀπὸ τὴν Οὐρανούπολη στὴν
Δάφνη, συνηθισμένο θέμα συζήτησης ἦταν «ὁ Γέροντας Παΐσιος». Καί, ὅταν τὸ
λεωφορεῖο ἔφθανε ἀπὸ τὴν Δάφνη στὶς Καρυές, ἀπὸ ὅπου ἔπαιρναν τότε τὰ
διαμονητήρια, οἱ περισσότεροι ἔπαιρναν τὸν δρόμο γιὰ τὴν Παναγούδα. Τὸ θέαμα ἦταν
πρωτόγνωρο καὶ συγκινητικό: Ἕνα καραβάνι ἀνθρώπων κάθε ἡλικίας προχωροῦσε πρὸς
τὴν ἴδια κατεύθυνση.
Κατηφορίζοντας τὸ μονοπάτι –τὸ ὁποῖο
ἀπὸ στενὸ ποὺ ἦταν εἶχε τώρα ἀνοίξει- συναντοῦσαν πινακίδες μὲ βέλη ποὺ ἔδειχναν: «Πρὸς
π. Παΐσιον» καὶ ἄλλες ποὺ ἔγραφαν: «Μὴν ἐνοχλῆτε τὰ ἄλλα Κελλιά».Αὐτὲς
τὶς πινακίδες εἶχε ἀναγκασθῆ νὰ τὶς βάλει ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας, διότι συχνὰ οἱ
προσκυνητές, ἀναζητώντας τὴν Παναγούδα, χτυποῦσαν τὶς πόρτες ἄλλων μοναχῶν,
κάποιοι ἀπὸ τοὺς ὁποίους δυσανασχετοῦσαν καὶ εἶχαν φθάσει νὰ τὸν κακολογήσουν. Ὁ
Ὅσιος στενοχωριόταν ποὺ ἔδινε ἀφορμὲς γιὰ σχόλια, ἀλλὰ πάντα τοὺς δικαιολογοῦσε
καὶ ἔλεγε: «Μὲ καλὸ λογισμὸ τὰ λένε αὐτά, γιὰ νὰ μὴν μὲ ἐνοχλῆ ὁ κόσμος· ἀπὸ ἀγάπη
τὸ κάνουν».
Φθάνοντας οἱ προσκυνητὲς στὴν
Παναγούδα, ἔβρισκαν στὴν πόρτα τοῦ συρμάτινου φράχτη ἕνα πλαστικὸ νῆμα πού, ὅταν
τὸ τραβοῦσαν, χτυποῦσε ἕνα καμπανάκι, τὸ ὁποῖο βρισκόταν στὸ πίσω μέρος τῆς
Καλύβης, στὴν ἁπλωταριά. Ὅσοι εἶχαν ἐπισκεφθῆ τὸν Ὅσιο καὶ στὸν Τίμιο Σταυρό, ἔβλεπαν
στὸν φράχτη καὶ τὴν γνωστὴ πινακίδα ποὺ ἔλεγε: «Γράψτε τί θέλετε, ῥίξτε τὸ
σημείωμα στὸ κουτό, καὶ θὰ σᾶς βοηθήσω περισσότερο μὲ τὴν προσευχή. Ἔτσι θὰ ἔρχω
χρόνο νὰ βοηθήσω περισσότερους πονεμένους». Δίπλα ὑπῆρχε καὶ ἕνα γυάλινο
βάζο μὲ μολύβια καὶ χαρτιά, καθὼς καὶ ἕνα γραμματοκιβώτιο, γιὰ νὰ ῥίχνουν μέσα
τὰ σημειώματα. Σὲ κανέναν ὅμως δὲν ἀρκοῦσε νὰ ἀφήσει ἁπλῶς ἕνα σημείωμα· ὅλοι ἤθελαν
νὰ συναντήσουν τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Ἄλλοι περίμεναν ἐκεῖ καὶ ἄλλοι ἔπαιρναν ἕνα
ἀνηφορικὸ μονοπάτι ποὺ ὑπῆρχε δίπλα στὸν φράχτη καὶ ὁδηγοῦσε σὲ μία δεύτερη
συρμάτινη πόρτα. Ἀπὸ ἐκεῖ ἦταν ὁρατὸ τὸ μπροστινὸ μέρος τῆς Καλύβης, ὁπότε
μποροῦσαν νὰ δοῦν ἂν ἡ πόρτα ἦταν κλεισμένη μὲ λουκέτο καὶ νὰ συμπεράνουν ἂν ὁ
Γέροντας ἦταν μέσα ἢ ἔλειπε. Ἔξω ἀπὸ αὐτὴ τὴν συρμάτινη πόρτα, ἀντὶ γιὰ
καμπανάκι ἦταν κρεμασμένο ἕνα μικρὸ ὑνί, ποὺ χρησίμευε σὰν σήμαντρο, καθὼς καὶ ἕνα
σιδεράκι, γιὰ νὰ τὸ χτυποῦν. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος ἄφηνε συνήθως καὶ λουκούμια μὲ μία
πινακίδα ποὺ ἔγραφε: «Εὐλογία. Νὰ τρῶτε». Εἶχε ἐπίσης φροντίσει νὰ ὑπάρχει
καὶ τρεχούμενο νερό, καὶ μεταλλικὰ ποτήρια.
Ἔξω λοιπὸν ἀπὸ αὐτὲς τὶς δύο πόρτες
τοῦ φράχτη περίμεναν ὅλοι ὑπομονετικά –κάποτε καὶ ὧρες ὁλόκληρες-, ἄλλοι
κρεμασμένοι στὰ σύρματα, ἄλλοι ὄρθιοι, ἄλλοι κρεμαστοί. Κατὰ διαστήματα χτυποῦσαν
καὶ τὸ καμπανάκι ἢ τὸ ὑνί, καὶ τὰ μάτια ὅλων ἦταν στραμμένα μὲ λαχτάρα στὸ
φτωχικὸ Καλύβι, ποὺ ὅμως ἔκρυβε μεγάλο θησαυρό. Οἱ περισσότεροι ἦταν χαρούμενοι
ἐν ὄψει τῆς συνάντησης μὲ τὸν ἅγιο Γέροντα καὶ πολλοὶ διηγοῦντο θαυμαστὰ
γεγονότα ποὺ ἔζησαν οἱ ἴδιοι ἢ ἄκουσαν νὰ λέγονται γι’ αὐτόν. Ἦταν καὶ ἀρκετοὶ
ποὺ ἀδημονοῦσαν πότε ἐπιτέλους θὰ φανῆ ὁ Γέροντας. Καὶ ἂν καθυστεροῦσε πολύ, ἄρχιζαν
νὰ φωνάζουν: «Γέροντα, ἔλα σὲ παρακαλοῦμε, ἔχουμε ἀνάγκη. Ἔχουμε ἀνάγκη,
Γέροντα!».
Κάποιες φορὲς ὁ Θεὸς πληροφοροῦσε τὸν
Ὅσιο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ περίμεναν. Ἔλεγε: «Γιὰ μερικοὺς ποὺ ἔχουν
σοβαρὰ προβλήματα πληροφορεῖ ὁ Θεὸς ἐκ τῶν προτέρων μὲ ἀκρίβεια. Τοὺς ἄλλους τοὺς
καταλαβαίνω ὅταν τοὺς δῶ. Ἂν δῶ ἕναν ἄνθρωπο ἀπὸ μακριά, καταλαβαίνω τί εἶναι.
Εἶναι καὶ μία πεῖρα, εἶναι καὶ λίγη Χάρη. Ὁ Θεὸς ἔδωσε τὸ μυαλό, γιὰ νὰ
καταλαβαίνει κανείς· δίνει καὶ τὸν θεῖο φωτισμὸ γιὰ τὰ σοβαρά».
Μερικὲς φορές, κοιτάζοντας ἀπὸ τὸ
παράθυρο τὴν πόρτα τοῦ φράχτη, ἔλεγε σὲ κάποιον ποὺ τύχαινε νὰ εἶναι μαζί του
μέσα στὸ Καλύβι: «Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἔχει μεγάλο πρόβλημα νὰ τοῦ ἀνοίξουμε».Ἤ:
«Αὐτοὶ δὲν ἔχουν ἀνάγκη, γιὰ θέατρο ἦρθαν». Καὶ ἐννοοῦσε ὅτι εἶχαν ἔρθει, ὄχι
γιὰ πνευματικὴ ὠφέλεια, ἀλλὰ ἀπὸ περιέργεια. Ἤ:«Αὐτὸς ἔκανε τὴν καρδιά του
στάβλο· ὅ,τι καὶ νὰ ποῦμε, τίποτε δὲν θὰ βγῆ. Ἂς πάει στὸ καλό». Ἄλλοτε
λοιπὸν ἄνοιγε ἀμέσως, ἄλλοτε καθυστεροῦσε καὶ ἄλλοτε δὲν ἄνοιγε καθόλου.
Συνήθως ὅμως δὲν περνοῦσε μέρα ποὺ νὰ μὴν ἀνοίξει. Καὶ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἄνοιγε,
δὲν ἔκλεινε τὴν πόρτα του ἕως τὸ βράδυ.
Ἔλεγε: «Ἂν ἤμουν ἱερέας-πνευματικός,
δὲν θὰ μποροῦσα νὰ ἔχω φράχτη γύρω ἀπὸ τὸ Καλύβι μου. Θὰ ἔπρεπε νὰ δέχομαι ὅλους
τοὺς ἀνθρώπους ὅλο τὸ εἰκοσιτετράωρο. Τώρα ὅμως ποὺ εἶμαι μοναχός, μπορῶ καὶ νὰ
κλείνω τὴν πόρτα μου, γιατὶ τὸ ἔργο τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἄλλο· ἡ προσευχή. Ἀλλά, ἅμα
ἀποφασίσω νὰ ἀνοίξω τὴν πόρτα μου, ἔχω τυπικὸ νὰ δίνομαι ὁλόκληρος». Ὑποδεχόταν
τοὺς ἐπισκέπτες μὲ φωτεινὸ χαμόγελο καὶ συνήθως μὲ τὸν χαιρετισμό: «Καλῶς
τὰ παλληκάρια!» Ἡ ἀγάπη του ξεχείλιζε ἀπὸ τὴν ἀρχοντικὴ καρδιά του. Τὴν ἔβλεπε
κανεὶς στὸ λαμπερό του βλέμμα, στὸν τρόπο ποὺ κρατοῦσε τὸ χέρι κάποιου, στὸ
χτύπημα ποὺ τοῦ ἔδινε στὴν πλάτη.«Περάστε καὶ καθῆστε στὶς πολυθρόνες μου», ἔλεγε,
δείχνοντας ἕνα πρόχειρο παγκάκι καὶ μερικὰ κούτσουρα ποὺ ἦταν ἔξω ἀπὸ τὸ Καλύβι
του· αὐτὸ ἦταν τὸ μικρὸ ὑπαίθριο ἀρχονταρίκι του. Ὑπῆρχε καὶ ἕνα μεγαλύτερο, 20
περίπου μέτρα πιὸ πέρα, ὅπου εἶχε τοποθετήσει σὲ σχῆμα γωνίας δύο μεγάλα
παγκάκια ποὺ εἶχε φτιάξει ὁ ἴδιος, καθὼς καὶ πολλὰ κούτσουρα.
Κεράσματα καὶ εὐλογίες τοῦ Γέροντος
Παϊσίου.
Τὸ πρῶτο ποὺ ἔκανε ὁ Ὅσιος Γέροντας
ἦταν νὰ προσφέρει στοὺς ἐπισκέπτες κέρασμα –συνήθως λουκούμια, ἀλλὰ καὶ ὅ,τι ἄλλο
τοῦ ἔφερναν. Εἶχε ἐπίσης ἕνα βαρέλι σὰν δεξαμενὴ μὲ βρυσούλα, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἔβαζε
νερὸ σὲ δύο-τρία μεταλλικὰ κύπελλα καὶ τοὺς κερνοῦσε ὅλους. Ἂν μερικοὶ δίσταζαν
νὰ πιοῦν ἀπὸ τὸ ἴδιο κύπελλο, ἔλεγε:«Κάντε τὸν σταυρό σας καὶ πιεῖτε· βοηθάει ὁ
Χριστός».
Πολλὲς φορές, μαζὶ μὲ τὸ κέρασμα
προσέφερε καὶ κάποια ἰδιαίτερη βοήθεια, σωματικὴ ἢ πνευματική. Κάποτε προσέφερε
ἕνα ῥοδάκινο σὲ κάποιον ἐπισκέπτη ποὺ χρόνια ὑπέφερε ἀπὸ τὸ στομάχι του. Ἐπειδὴ
ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὁ ἄνθρωπος πονοῦσε πολύ, φοβήθηκε νὰ φάει. Τοῦ εἶπε ὁ Ὅσιος:
«Πάρε, εὐλογημένε, καὶ μὴν φοβᾶσα». Ἐκεῖνος ἔκοψε ἕνα μικρὸ κομματάκι, ἀλλὰ ὁ Ὅσιος
τοῦ εἶπε πάλι: «Δὲν σοῦ εἶπα νὰ φᾶς; Δὲν θὰ πονέσεις». Ἔφαγε ὁλόκληρο τὸ ῥοδάκινο,
καὶ ἀπὸ τότε δὲν ξαναπόνεσε.
Ἄλλη φορά, ἐνῶ κερνοῦσε γλυκὰ
τυλιγμένα μὲ ἀλουμινόχαρτο, ἔβαλε ἕνα γλυκὸ στὶς λάσπες καὶ ὕστερα τὸ πρόσφερε
σὲ κάποιον, λέγοντας:«Ἄντε, εὐλογημένε, πάρ’ το νὰ τὸ φᾶς». «Νὰ τὸ φάω, Πάτερ, ἀλλὰ
εἶναι βρώμικο, λερωμένο», ἀπάντησε ἐκεῖνος, νομίζοντας ὅτι ὁ Γέροντας ἀστειεύεται. «Καὶ
ἐσὺ βρώμικα καὶ λερωμένα δὲν ταΐζεις τὸν κόσμο;», τοῦ εἶπε τότε ὁ Γέροντας. Ἐκεῖνος
δὲν κατάλαβε τί ἐννοοῦσε ὁ Ὅσιος ἀλλά, φεύγοντας ἀπὸ τὴν Παναγούδα, ὁ ἐξάδελφός
του ποὺ ἦταν μαζί του τοῦ εἶπε: «Ἐπειδὴ πουλᾶς βρώμικες βιντεοκασέτες, σοῦ
τὸ ἔκανε αὐτὸ ὁ Πατὴρ Παΐσιος. Τὸ κατάλαβες;» Τὴν ἄλλη μέρα ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς
ξαναπῆγε στὸν Ὅσιο προβληματισμένος καὶ συζήτησαν ἀρκετά. Τὸν ῥώτησε: «Τί
νὰ κάνω τώρα;». «Πρῶτα-πρῶτα νὰ ἀφήσεις αὐτὴν τὴ δουλειά, καὶ μετὰ ἔλα νὰ τὰ ποῦμε», τὸν
συμβούλεψε. Γύρισε ὁ ἄνθρωπος στὴν πατρίδα του, ἔκλεισε τὸ κατάστημα ποὺ εἶχε
καὶ ἄρχισε νὰ ψάχνει γιὰ ἐργασία. Ὅταν ξαναπῆγε στὸν Ὅσιο, ἐκεῖνος τοῦ συνέστησε
νὰ ἐξομολογηθῆ, καὶ ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μπῆκε σὲ μία πνευματικὴ σειρά. Στὴν
συνέχεια ἀσχολήθηκε μὲ τὴν προκατασκευὴ ναῶν.
Ὑπῆρξαν φορές, ποὺ οἱ ἐπισκέπτες τοῦ
Ὁσίου ἔζησαν καὶ τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων.
Τὴν Διακαινήσιμο Ἑβδομάδα τοῦ 1980,
ὁ Ὅσιος ἤθελε νὰ προσφέρει σὲ μία παρέα κόκκινα αὐγά. Ἐπειδὴ εἶχε μόνον ἕνα αὐγό,
μπῆκε στὸ κελλί του καὶ παρακάλεσε τὸν Γέροντα Χατζη-Γεώργη, ποὺ τὸ Πάσχα ἔβαφε
κόκκινες πατάτες ἀντὶ αὐγά. Βγῆκε ἔπειτα ἔξω καί, κρατώντας στὸ χέρι του τὸ
μοναδικὸ αὐγό, εἶπε: «Χριστὸς Ἀνέστη, παλληκάρια, ἐλᾶτε νὰ
τσουγκρίσουμε!» Καί, ὢ τοῦ θαύματος, ἐκείνη τὴν στιγμὴ βρέθηκαν ὅλοι νὰ
κρατοῦν ἀπὸ ἕνα κόκκινο αὐγό. Κατάπληκτοι εἶπαν στὸν Ὅσιο τό: «Χριστὸς Ἀνέστη!» καὶ
ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Παναγούδα μὲ καρδιὰ πλημμυρισμένη ἀπὸ ἀναστάσιμη χαρά.
Καὶ τὴν Διακαινήσιμο ἑβδομάδα τοῦ
1992, ἐνῶ ὁ Ὅσιος μιλοῦσε μὲ 30 περίπου ἀνθρώπους, ἄρχισε νὰ κόβει ἕνα ἀτομικὸ
τσουρέκι, ποὺ μόλις κάποιος τοῦ εἶχε φέρει, καὶ νὰ τοὺς δίνει ἀπὸ ἕνα κομμάτι.
Πῆραν ὅλοι, ἀλλὰ τὸ τσουρέκι δὲν τελείωσε.
Ἄλλη φορά, ὁ Ὅσιος δέχθηκε 8 ἐπισκέπτες,
ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ἦταν καὶ δύο μικρὰ παιδιά. Ἐπειδὴ ἔβρεχε, τοὺς πέρασε
μέσα στὸ Καλύβι του. «Δὲν ἔχω τί νὰ σᾶς κεράσω», τοὺς εἶπε. Ἔψαξε ὅμως
καὶ βρῆκε ἕνα κουτί, ποὺ ὅλοι εἶδαν ὅτι εἶχε μέσα δύο κουραμπιέδες. «Θὰ
δώσω πρῶτα στοὺς μικρούς», εἶπε ὁ Ὅσιος καί, κρατώντας τὸ κουτί, πρόσφερε
πρῶτα στὰ παιδιά, καὶ στὴν συνέχεια καὶ στοὺς ὑπόλοιπους ἀπὸ ἕναν κουραμπιέ.
Φθάνοντας στὸν τελευταῖο ἐπισκέπτη, εἶπε:«Ἔμεινε καὶ γιὰ σένα ἕνας». Ὅταν ἔφευγαν
ἀπὸ τὴν Παναγούδα, ὅλοι εἶπαν ὅτι ὁ Πατὴρ Παΐσιος εἶχε κάνει θαῦμα, καὶ οἱ
κουραμπιέδες ἔγιναν ὀχτώ.
Ἀνεξάντλητο ἦταν πολλὲς φορὲς καὶ τὸ
νερό. Σχεδὸν ὅλα τὰ καλοκαίρια, τὸ νερὸ ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὸ βουνὸ ἦταν ἐλάχιστο ἢ
καὶ καθόλου. Ὁ Γέροντας πήγαινε σὲ ἕνα γειτονικὸ Κελλὶ καὶ γέμιζε δύο
μπετονάκια, τὰ ὁποῖα ἄδειαζε μέσα στὰ βαρέλια. Ἐκεῖνο ὅμως τὸ νερὸ ἔφθανε καὶ
γιὰ τοὺς 150 περίπου ἀνθρώπους ποὺ περνοῦσαν κάθε μέρα ἀπὸ ἐκεῖ. Ἔλεγε: «Τόσοι
ἄνθρωποι πίνουν, πλένονται, καὶ τὸ νερὸ δὲν τελειώνει· ἡ στάθμη κατεβαίνει μόνο
4-5 δάχτυλα. Θαῦμα εἶναι».
Συχνὰ τοῦ πήγαιναν εὐλογίες, ἀλλὰ ἐκεῖνος
δὲν κρατοῦσε σχεδὸν τίποτε, παρὰ μόνον κεριὰ καὶ λαμπάδες, ποὺ μέρα-νύχτα ἔκαιγε
γιὰ ὅλον τὸν κόσμο καὶ τὰ ὁποῖα ἤθελε νὰ εἶναι ἀπὸ καθαρὸ μελισσοκέρι. Ἂν ὅμως
τοῦ πήγαιναν φαγητὰ ἢ γλυκά, τὰ πρόσφερε ἀμέσως ὅλα στοὺς ἐπισκέπτες. Μερικοὶ
διαμαρτύρονταν: «Γιὰ σένα τὰ φέραμε, Γέροντα, καὶ ἐσὺ τὰ δίνεις σ’ ἐμᾶς;». «Δὲν
πειράζει, παλληκάρια. Ὅταν δίνει κανεὶς αἰσθάνεται διπλὴ χαρά. Μία γιατὶ δίνει,
καὶ μία γιατὶ χαίρεται ὁ ἄλλος ποὺ παίρνει», τοὺς ἔλεγε. Πολλοὺς τοὺς ἔστελνε νὰ
δώσουν τὶς εὐλογίες τους σὲ ἄλλους μοναχούς. Ἔλεγε: «Βλέπεις στὴν ἀπέναντι
Σκήτη ἐκεῖνο τὸ σπίτι; Ἐκεῖ μένει ἕνα Γεροντάκι. Νὰ πᾶς νὰ τὰ ἀφήσεις στὴν
πόρτα του». Τὶς εὐλογίες ποὺ κάποιοι ἔπέμεναν νὰ τοῦ ἀφήσουν ἢ τὶς ἄφηναν
κρυφά, κάθε βράδυ τὶς τακτοποιοῦσε ἑτοιμάζοντας δέματα, γιὰ νὰ τὰ στείλει σὲ
Γεροντάκια. Μὲ ἀγάπη καὶ διάκριση ξεχώριζε γιὰ τὸν καθένα ὅ,τι θὰ τοῦ ἦταν πιὸ
χρήσιμο καὶ μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία τοὺς τὰ ἔστελνε. Μόλις «ἔφευγαν» αὐτὰ τὰ
πράγματα ἀπὸ τὸ Κελλί του, ἔνιωθε ὅτι ἕνα βάρος εἶχε φύγει ἀπὸ πάνω του. «Ἀκτήμων
μοναχός, ἀετὸς ὑψιπέτης».
Τὰ χρήματα ποὺ πολλοὶ ἤθελαν νὰ τοῦ
ἀφήσουν, δὲν ἤθελε οὔτε νὰ τὰ πιάσει στὰ χέρια του. Κάποτε ἕνας ἐφοπλιστής, ποὺ
τὸ παιδάκι του ἀνέῤῥωσε ἀπὸ δύσκολη ἀσθένεια, ἐπέμενε νὰ τοῦ δώσει πολλὰ
χρήματα ὡς εὐχαριστία γιὰ τὶς προσευχές του. Τοῦ ἔλεγε: «Πάρ’ τα νὰ
διορθώσεις τὸ Καλυβάκι σου». «Τὸ Καλυβάκι μου εἶναι παλάτι. Γιατί νὰ τὸ
διορθώσω;» ἀπάντησε. Ἀπὸ τὰ χρήματα ποὺ τοῦ ἄφηναν κρυφά κρατοῦσε στὴν ἄκρη
λίγα, μήπως χρειασθῆ νὰ βοηθήσει κάποιον ποὺ θὰ εἶχε ἐπείγουσα ἀνάγκη. Τὰ ὑπόλοιπα
τὰ ἔδινε ἐλεημοσύνη, χωρὶς νὰ ἐξετάζει ἂν ὁ ἄλλος εἶχε πραγματικὴ ἀνάγκη.
Ἦταν πρόθυμος νὰ δώσει ἀκόμη καὶ τὰ
πιὸ ἀπαραίτητα πράγματά του. Μία φορὰ πῆγε στὴν Παναγούδα ὁ γερο-Βικέντιος, ἕνα
γεροντάκι ποὺ γύριζε μὲ ἕνα τσουβάλι στὶς Καρυὲς καὶ μάζευε διάφορα πράγματα ἀπὸ
τοὺς Πατέρες, γιὰ νὰ τὰ μοιράζει ἔπειτα σὲ φτωχούς. Ἄρχισε λοιπὸν ὁ
γερο-Βικέντιος νὰ ζητάει: «Ἔχεις ἀδιάβροχο;». «Ἔχω», εἶπε ὁ Πατὴρ
Παΐσιος καὶ τοῦ τὸ ἔδωσε. «Ἔχεις 500 δραχμές;». «Ἔχω», τοῦ εἶπε καὶ
τοῦ ἔδωσε 1.300. «Ἔχεις τὸ ἕνα, ἔχεις τὸ ἄλλο;», ῥωτοῦσε ὁ
γερο-Βικέντιος, καὶ σὲ ὅλα ὁ Ὅσιος ἔλεγε: «Ἔχω». Ἔτσι τοῦ ἔδωσε ὅλα
σχεδὸν τὰ πράγματα ποὺ καὶ ὁ ἴδιος χρειαζόταν. Ἔλεγε μετά: «Ἢ σὲ μεγάλη ἀνάγκη
εἶναι ὁ γερο-Βικέντιος ἢ ὁ Θεὸς τὸν στέλνει, γιὰ νὰ δοῦμε ἂν ἡ καρδιά μας εἶναι
δεμένη μὲ κάτι ὑλικό, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ἀπαραίτητο».
Μὲ τὸ νὰ μὴν κρατάει τίποτε καὶ νὰ
δίνει συνέχεια, ὁ Ὅσιος ἔφθανε νὰ στερῆται καὶ βασικὰ πράγματα. Ἀλλὰ καὶ συχνὰ
οἱ εὐλογίες ἔφθαναν ὡς δῶρα Θεοῦ, τὴν ὥρα ἀκριβῶς ποὺ τὶς εἶχε ἀνάγκη. Ἔδινε,
γιὰ παράδειγμα, σὲ κάποιον τὶς λαμπάδες ποὺ εἶχε καί, πρὶν περάσουν λίγες ὧρες,
κάποιος ἄλλος τοῦ ἔφερνε ἄλλες. Τοῦ τελείωναν τὰ κεριὰ καί, πρὶν βραδιάσει, ἔβρισκε
ἔξω ἀπὸ τὸ Καλύβι κεριά. Κάποια φορὰ ποὺ τοῦ χρειάσθηκαν ἀρκετὰ χρήματα, ἄνοιξε
ἕνα κουτὶ μὲ λουκούμια, γιὰ νὰ κεράσει, καὶ βρῆκε μέσα ἕναν φάκελο μὲ ὅσα
χρήματα χρειαζόταν. Ἔφεραν οἱ ξυλοκόποι τὰ ξύλα, τὰ τακτοποίησαν, τοὺς κέρασε
καὶ περίμεναν νὰ πληρωθοῦν. Πρὶν προλάβει νὰ τοὺς πῆ ὅτι κάτι ἔκτακτο εἶχε συμβῆ
καὶ γι’ αὐτὸ δὲν εἶχε χρήματα, ἦρθε κάποιος μὲ ἕναν φάκελο στὸ χέρι καὶ τοῦ εἶπε: «Γέροντα,
αὐτὸς ὁ φάκελος εἶναι γιὰ σᾶς». Τὸν ἄνοιξε, καὶ εἶχε μέσα ὅσα χρήματα
χρειαζόταν γιὰ τὰ ξύλα.
Στοὺς περισσότερους ἐπισκέπτες, καθὼς
τοὺς ξεπροβόδιζε, ἔδινε καὶ εὐλογίες. Στὴν ἀρχὴ ἔδινε ἀπὸ τὰ εἰκονάκια ποὺ ἔφτιαχνε·
ἀργότερα ποὺ ὁ κόσμος αὐξήθηκε, ἔδινε κομποσχοίνια, τὰ ὁποῖα ὀνόμαζε «ὅπλα
κατὰ τοῦ διαβόλου». Πολλὰ τὰ ἔφτιαχνε ὁ ἴδιος, πλέκοντας πολλὲς φορὲς καὶ
τὴν ὥρα ποὺ συζητοῦσε μὲ ἐπισκέπτες. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐπαρκοῦσσαν, ἀγόραζε καὶ ἀπὸ
φτωχοὺς μοναχούς. Κάποιοι γνωστοί του μοναχοὶ τοῦ ἔδιναν ἀπὸ τὸ ἐργόχειρό τους,
γιὰ νὰ ἔχει νὰ μοιράζει, ἂν καὶ ὁ Ὅσιος δὲν ἀναπαυόταν νὰ δίνει εὐλογίες ἀπὸ τὸν
κόπο τῶν ἄλλων.
Πολλοὶ ἐπισκέπτες ξεκινοῦσαν νὰ
φύγουν ἔχοντας ξεχάσει τὶς παραγγελίες γνωστών τους. Μερικὲς φορὲς ὅμως τοὺς ἔπιανε
τὸ«πνευματικὸ ῥαντὰρ» τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ. Ἕνας νέος ξέχασε ὅτι μία
γνωστή του εἶχε ζητήσει νὰ τῆς φέρει ἕνα κομποσχοίνι ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Πατρὸς
Παϊσίου. Καθὼς λοιπὸν ἔφευγε, τὸν τράβηξε ὁ Ὅσιος πρὸς τὰ πίσω καὶ τοῦ ἔδωσε
δύο κομποσχοίνια. «Γέροντα, νὰ πάρω τὸ ἕνα»,τοῦ εἶπε ὁ νέος. «Πάρε καὶ
τὸ ἄλλο, μήπως τὸ θέλει καμμία γνωστή σου», εἶπε ὁ Ὅσιος χαμογελώντας.
Σὲ κάποιους ὑπενθύμιζε νὰ τοῦ
δώσουν τὰ χαρτιὰ μὲ τὰ ὀνόματα ἢ τοὺς φακέλους μὲ τὰ γράμματα, ποὺ εἶχαν μαζί
τους. Ἔλεγε: «Ποῦ πᾶς ἐσύ; Κάτι ξέχασες νὰ μοῦ δώσεις». Τοὺς φακέλους ποὺ
περιεῖχαν καὶ χρήματα τοὺς ἄνοιγε καὶ ἐπέστρεφε τὰ χρήματα. «Γίνεται
προσευχὴ μὲ χρήματα;», μονολογοῦσε. Σὲ κάποιον εἶπε: «Πὲς στὴν τάδε ὅτι
δὲν χρειάζονται χρήματα, γιὰ νὰ κάνουμε προσευχή».
Ἐκείνους ποὺ ζητοῦσαν νὰ τοῦ
μιλήσουν ἰδιαιτέρως, τοὺς δεχόταν ὑπαιθρίως, πλάϊ στὸ Καλύβι του, καὶ πολὺ
σπάνια μέσα στὸ ἐκκλησάκι, γιὰ νὰ μὴν ἀφήνουν ἐκεῖ χρήματα. Συνήθως τοὺς ἄκουγε
ὄρθιος, γιὰ νὰ εἶναι πιὸ σύντομοι, διότι πολλοὶ τοῦ ἔλεγαν: «Νὰ σὲ ἀπασχολήσω,
Γέροντα, γιὰ 5 λεπτά», καὶ τὸν κρατοῦσαν μία ὥρα. Ἐκεῖνος ὅμως, ἀκόμη καὶ ἄῤῥωστος
νὰ ἦταν, πρόσεχε νὰ μὴν κάνει τὴν παραμικρὴ κίνηση ποὺ θὰ φανέρωνε ὅτι
κουράσθηκε ἢ ὅτι πονοῦσε.
Αποσπάσματα (που αναφέρονται στη
ζωή του Οσίου Παϊσίου στο Άγιο Όρος) από το βιβλίο:
Το Ησυχαστήριο της Σουρωτής βιογραφεί τον Όσιο Παΐσιο |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου