Παρασκευή 13 Μαΐου 2016

Ο Γέρων Παΐσιος ο Αγιορείτης






(1924-1994)

Ο Γέροντας Παΐσιος γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας, στις 25 Ιουλίου 1924. Χάρη στην αγία και φωτισμένη παρουσία του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκου, που ήταν ιερεύς του χωριού, τα Φάρασα αποτελούσαν την μικρή εστία Ελληνισμού και Ορθοδοξίας στα βάθη της Μικράς Ασίας. Ο πατέρας του Γέροντος Παϊσίου, Πρόδρομος Εζνεπίδης, ήταν πρόεδρος του χωριού και διακρινόταν για την ευστροφία και την παλληκαριά του, ενώ η μητέρα του, Ευλογία, διακρινόταν για την σύνεση, την υπομονή και την ευλάβειά της. Η γέννησή του συνέπεσε με τις τραγικές ημέρες του ξεριζωμού των Ελλήνων από την γη της Μικράς Ασίας. Λίγες ημέρες πριν από τον ξεριζωμό, ο Άγιος Αρσένιος βάπτισε όλα τα παιδιά του χωριού. Ένα από αυτά ήταν και ο Γέροντας Παΐσιος. Ο Άγιος, προβλέποντας ότι θα γίνει καλόγερος, δεν έδωσαν το όνομα που ήθελα οι γονείς του, αλλά το δικό του όνομα λέγοντας: «Εσείς καλά θέλετε να αφήσετε άνθρωπο στο πόδι του, εγώ δεν θέλω να αφήσω καλόγερο στο πόδι μου;».

Η φυγή των Φαρασιωτών από την πατρογονική γη έγινε στις 14 Αυγούστου του 1924 και μετά από πολλές ταλαιπωρίες έφθασαν στην Ελλάδα. Η οικογένεια του μικρού Αρσενίου εγκαταστάθηκε τελικά στην ακριτική και ορεινή Κόνιτσα της Ηπείρου. Εκεί ο Αρσένιος έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια μέσα σε ένα περιβάλλον που απέπνεε το άρωμα της ανατολίτικης ευλάβειας και ήταν διαποτισμένο από την μνήμη του Αγίου Αρσενίου. Οι γονείς του, και κυρίως ο ψάλτης του Αγίου Πρόδρομος Κορτσινόγλου, διηγούνταν όσα θαυμαστά είχαν ζήσει κοντά στον Άγιο Αρσένιο. Οι θαυμαστές διηγήσεις για την ζωή του Αγίου άναψαν στην παιδική ψυχή του Αρσενίου την επιθυμία να γίνει και αυτός καλόγερος. Επίσης, πολύ τον βοήθησε στο να αγαπήσει την πνευματική ζωή και να αποκτήσει από μικρός αγωνιστικό πνεύμα και η μητέρα του, η οποία αξιοποιώντας απλά καθημερινά γεγονότα, τον δίδαξε την ταπείνωση και του έμαθε να σκέπτεται πνευματικά.

Όταν ο Αρσένιος πήγε σχολείο και έμαθε να διαβάζει, άρχισε να διαβάζει το Ευαγγέλιο και σύντομα Συναξάρια Αγίων. Ό,τι διάβαζε στους βίους των Αγίων προσπαθούσε να το εφαρμόζει, και έτσι όλο και περισσότερο αυξανόταν ο ζήλος του για την ασκητική ζωή. Πολύ συχνά πήγαινε στο εξωκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, που βρισκόταν μέσα στο δάσος και σε μικρή απόσταση από το σπίτι του, και εκεί μελετούσε βίους αγίων, έψαλλε, προσευχόταν και έκανε πολλές μετάνοιες. Αναφερόμενος αργότερα στα χρόνια αυτά έλεγε: «Τα Συναξάρια πολύ με βοήθησαν στην πνευματική ζωή. Από δέκα έως δεκαέξι ετών, δηλαδή μέχρι το 1940 που άρχισε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος, έζησα αμέριμνος την πνευματική ζωή. Πέρασα τα καλύτερά μου χρόνια. Όταν έτρωγα ένα κομμάτι κουλούρα και πήγαινα στο δάσος, στο ξωκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, ώ, ένοιωθα τέτοια χαρά, που δεν ήθελα τίποτε άλλο! Τα καλύτερα φαγητά δεν μπορούσαν να αντικαταστήσουν εκείνη την πνευματική χαρά που ένοιωθα. Πετούσα από την χαρά μου!».

Μετά το Δημοτικό Σχολείο, ο Αρσένιος δεν θέλησε να πάει στο Γυμνάσιο, αλλά προτίμησε να μάθει την τέχνη του ξυλουργού, για να μιμηθεί και σ’ αυτό τον Χριστό. Όταν ήταν δεκαπέντε ετών, κάποιος συμπατριώτης του, προκειμένου να τον αποτρέψει από την ασκητική ζωή, του μίλησε για την θεωρία του Δαρβίνου και προσπάθησε να τον πείσει ότι δεν υπάρχει Θεός. Ζαλισμένος από λογισμούς ο Αρσένιος κατέφυγε στο εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας, όπου για πολλή ώρα έκανε μετάνοιες παρακαλώντας τον Θεό να του φανερωθεί, για να στερεωθεί στην πίστη του. Κάποια στιγμή, κατάκοπος από τις πολλές μετάνοιες, κάθισε να ξεκουραστεί και σκέφθηκε: «Ακόμη κι αν ο Χριστός ήταν απλώς ένας καλός και δίκαιος άνθρωπος, όπως μου είπε ο συμπατριώτης μου, και οι Εβραίοι τον θανάτωσαν από φθόνο, αξίζει και να πεθάνω γι’ Αυτόν». Μόλις έβαλε αυτόν τον φιλότιμο λογισμό, παρουσιάστηκε μέσα σε φως ο Χριστός και του είπε: «Εγώ ειμί η Ανάστασις και η Ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ, κάν αποθάνη, ζήσεται». Τα ίδια λόγια διάβαζε και στο ανοιχτό Ευαγγέλιο που κρατούσε ο Χριστός στο χέρι Του. Ύστερα από το θείο αυτό γεγονός, δυναμωμένος στην πίστη, αύξησε ακόμη περισσότερο τους φιλότιμους αγώνες του.

Τα δύσκολα χρόνια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, καθώς και τα πρώτα χρόνια του Ανταρτοπολέμου, μέχρι τον Φεβρουάριο του 1948, έμεινε στην Κόνιτσα ως προστάτης της οικογενείας του, γιατί τα μεγαλύτερα αδέλφια του είχαν επιστρατευθεί. Εργαζόταν φιλότιμα, με δεξιοτεχνία και σβελτάδα, ενώ με τον νου του έλεγε συχνά την ευχή. Ήταν αφιλοκερδής και διακρινόταν για την ανεξικακία και την ευσπλαχνία του προς όλους.

Κι όταν στην συνέχεια υπηρέτησε σε εμπόλεμη κατάσταση την στρατιωτική του θητεία, διακρίθηκε για το ήθος, την παλληκαριά και την αυτοθυσία του. Για να προφυλάξει συστρατιώτες του, ιδίως οικογενειάρχες, συχνά αναλάμβανε δύσκολες αποστολές. «Καλύτερα, έλεγε, να σκοτωθώ μία φορά εγώ, παρά να σκοτωθεί ο άλλος και ύστερα να με σκοτώνει η συνείδησή μου σε όλη μου την ζωή». Με κίνδυνο της ζωής του και χάρη στην θερμή προσευχή του έσωσε πολλές φορές συναδέλφους του από βέβαιο θάνατο. Ως ασυρματιστής του στρατού έστελνε σήματα και καλούσε ενισχύσεις, και ως ασυρματιστής του Θεού καλούσε με τις προσευχές του την «εξ ύψους δύναμιν».  Κάποτε, ενώ οι αντάρτες τους είχαν περικυκλώσει και οι σφαίρες έπεφταν βροχή, εκείνος όρθιος με τα χέρια σταυρωμένα, προσευχόταν. Άλλοτε, μία σφαίρα σφηνώθηκε στην μικρή Αγία Γραφή που είχε πάνω του και σώθηκε ως εκ θαύματος. Και άλλη φορά, καθώς έβγαινε χωρίς κράνος από πρόχειρο οχύρωμα που παραχώρησε σε συστρατιώτες του, μία σφαίρα του ξύρισε τα μαλλιά, χωρίς να τον τραυματίσει. Όσοι γύρω του αντιλαμβάνονταν τις θαυμαστές επεμβάσεις του Θεού, έλεγαν: «Αυτός ή άγιο έχει ή άγιος είναι»!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου