Ο
Κύριος μας διαβεβαίωσε ότι «τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω
Θεώ εστίν». Δηλαδή, εκείνα που είναι αδύνατο να γίνουν με την ασθενική
δύναμη και λογική του ανθρώπου, αυτά είναι κατορθωτά και δυνατά από το
Θεό. Πράγματι, ποιος θα περίμενε από έναν άνθρωπο που πέρασε σχεδόν όλη
του τη ζωή μέσα στην ειδωλολατρία, της οποίας, μάλιστα, ήταν και ιερέας,
να γίνει χριστιανός; Κι όμως. Αυτό συνέβη με το γέροντα ιερέα ειδωλολάτρη Λουκιλλιανό, που έζησε στα χρόνια του βασιλιά Αυρηλιανού το 270 μ.Χ..
Όταν
άκουσε για πρώτη φορά χριστιανικό κήρυγμα στην πατρίδα του Νικομήδεια, η
θεία χάρη δημιούργησε μέσα του πραγματικό σεισμό. Γκρεμίστηκαν σαν
χάρτινοι πύργοι οι ειδωλολατρικές του πεποιθήσεις, που τόσο βαθειά ήταν
ριζωμένες στην ψυχή του. Τα γεροντικά του μάτια άνοιξαν και με νεανική
ζωηρότητα διακήρυξε την πίστη του στο Χριστό. Προσπάθησε, μάλιστα , να
φέρει με το κήρυγμα του και άλλες ψυχές σ’ Αυτόν. Το γεγονός αυτό
καταγγέλθηκε στον κόμη Σιλβανό. Με θάρρος ο Λουκιλλιανός ομολόγησε
μπροστά του το Χριστό. Τότε ο κόμης, πιεζόμενος και από τους
ειδωλολάτρες ιερείς, που θεώρησαν το Λουκιλλιανό λιποτάκτη της θρησκείας
τους, διέταξε και τον βασάνισαν. Έπειτα τον έριξαν στη φωτιά για να
καεί, αλλά δυνατή βροχή έσβησε τη φωτιά. Τότε τον έστειλαν στο Βυζάντιο,
όπου ο Λουκιλλιανός αξιώθηκε να μαρτυρήσει με σταυρικό θάνατο. Στη
φυλακή μέσα ο Άγιος Λουκιλλιανός βρήκε τέσσερα παιδιά, που για τον ίδιο
λόγο ήταν φυλακισμένα και κατόπιν αποκεφαλίστηκαν. Μετά τον θάνατο και
του Αγίου, η παρθένος Παύλη, πήρε τα ιερά του λείψανα και τα ενταφίασε.
Τότε όμως, συνελήφθη και αυτή, βασανίζεται σκληρά και στο τέλος
αποκεφαλίζεται.
Απολυτίκιον. Ήχος α΄. Χορός Αγγελικός.
Ως άστρον φαεινόν, εκ νυκτός της απάτης,
ω Λουκιλλιανέ, ευσεβώς αναλάμψας, νομίμως ηγώνισαι, και τον δόλιον
έκτεινας, όθεν πρέσβευε, συν τη θεόφρονι Παύλη, και τοις τέσσαρσι Παισί
Χριστώ, Αθλοφόρε, υπέρ των ψυχών ημών.
Πηγή: www.synaxaristis.googlepages.com
«Το 1979 ο Γέροντας Παϊσιος μετακόμισε
από τον Τίμιο Σταυρό στο κουτλουμουσιανό κελί της Παναγούδας. Ήταν 3
Ιουνίου και ο Γέροντας λόγω της μετακόμισης δεν είχε βγάλει από τα
κιβώτια τα εκκλησιαστικά βιβλία και δεν ήξερε ακριβώς την ημερομηνία
ούτε φυσικά και τον εορταζόμενο άγιο. Έκανε τις ακολουθίες με
κομποσχοίνι και όταν άρχισε να εύχεται και για τον άγιο της ημέρας, τον
απασχόλησε ο λογισμός ποιος ήταν αυτός ο άγιος. Τότε εμφανίστηκαν μέσα
στο εκκλησάκι δύο άγιοι, ο ένας μπροστά και ο άλλος από πίσω. Ο δεύτερος
ήταν ο άγιος Παντελεήμων, τον οποίο αναγνώρισε ο Γέροντας. Ο πρώτος
όμως τού ήταν άγνωστος. Από την απορία τον έβγαλε ο ίδιος ο άγιος που
τού είπε: «Γέροντα, είμαι ο Λουκιλιανός.» Ο Γέροντας δεν πρόσεξε καλά το
όνομα και ρώτησε: «Πώς; Λουκιανός;». «Όχι, Γέροντα. Είμαι ο
Λουκιλιανός.» Και αμέσως οι δύο άγιοι εξαφανίστηκαν. Ο Γέροντας
εντυπωσιάστηκε και βρήκε το μηναίο του Ιουνίου για να βεβαιωθεί αν
γιόρταζε ο άγιος Λουκιλιανός. Πράγματι ήταν η μνήμη του.»
Από το βιβλίο του π. Διονυσίου Τάτση, «Ο ασκητής της Παναγούδας», έκδοση β΄, Ιανουάριος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου