Οι
γονείς του, Πρόδρομος και Ευλαμπία Εζνεπίδη, ήταν πολύ ευσεβείς, ενώ ο
Αρσένιος είχε άλλα 8 αδέλφια. Ο Αρσένιος από τη βρεφική κιόλας ηλικία,
δέχτηκε την ευλογία από το Θεό να βαπτισθεί από έναν Άγιο που ζούσε στην περιοχή του, τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη.
Ο
Άγιος Αρσένιος προβλέποντας τον μελλοντικό αγιασμένο βίο του παιδιού,
ζήτησε από την νονά του να το βαφτίσει Αρσένιο λέγοντας χαρακτηριστικά
ότι ήθελε να αφήσει και αυτός καλόγερο στο πόδι του, δηλαδή που να
έχει το όνομά του. Πέντε εβδομάδες μετά τη βάπτιση του μικρού τότε
Αρσένιου, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη, μαζί με τα
καραβάνια των προσφύγων, έφτασε στον Άγιο Γεώργιο στον Πειραιά και στη συνέχεια πήγε στην Κέρκυρα, όπου και τακτοποιήθηκε προσωρινά στο Κάστρο.
Στην
Κέρκυρα η οικογένειά του έμεινε ενάμιση χρόνο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε
στην Ηγουμενίτσα και κατέληξε στην Κόνιτσα. Εκεί ο Αρσένιος τελείωσε το
δημοτικό σχολείο και πήρε το απολυτήριο του.
Από μικρός συνεχώς είχε
μαζί του ένα χαρτί, στο οποίο σημείωνε τα θαύματα του Αγίου Αρσενίου.
Έδειχνε ιδιαίτερη κλίση προς τον μοναχισμό και διακαώς επιθυμούσε να
μονάσει.
Ο μικρός Αρσένιος ζούσε έχοντας μεγάλη αγάπη στο Χριστό
και την Παναγία μας και είχε πολύ μεγάλο πόθο να γίνει μοναχός. Πολύ του
άρεσε να πηγαίνει στο δάσος όπου, κρατώντας έναν ξύλινο σταυρό, που
είχε φτιάξει μόνος του, προσευχόταν. Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι
να υπηρετήσει στο στρατό ο Αρσένιος δούλεψε σαν ξυλουργός.
Όταν
του παραγγελλόταν να κατασκευάσει κάποιο φέρετρο, ο ίδιος,
συμμεριζόμενος την θλίψη της οικογένειας, αλλά και τη φτώχεια της
εποχής, δεν ζητούσε χρήματα. Το 1945 και σε ηλικία 21 ετών ο Αρσένιος
κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε σαν ασυρματιστής κατά τον ελληνικό
εμφύλιο. Όσο καιρό δεν ήταν ασυρματιστής, ζητούσε να πολεμά στην πρώτη
γραμμή, προκειμένου κάποιοι οικογενειάρχες, να μην βλαφτούν. Το μεγαλύτερο όμως διάστημα της θητείας του το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή.
Γι'
αυτό και πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Γέροντα τον αναφέρουν
ως «Ασυρματιστή του Θεού». Μάλιστα, ο Γέροντας φέροντας ως παράδειγμα
την κατά τη στρατιωτική του θητεία αυτή ιδιότητα,απάντησε σε κάποιον
που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι
"ασυρματιστές του Θεού", εννοώντας την γοερή τους προσευχή και την
έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Απολύθηκε από το στρατό το
1949. Ο πατέρας Παΐσιος πρώτη φορά εισήλθε στο Άγιο Όρος για να μονάσει
αμέσως μετά την απόλυσή του από το στρατό.
Όμως επέστρεψε στα
κοσμικά για ένα χρόνο ακόμα, προκειμένου να αποκαταστήσει τις αδελφές
του, έτσι το 1950 πήγε στο Άγιο Όρος. Η πρώτη μονή στην οποία
κατευθύνθηκε και παρέμεινε για ένα βράδυ ήταν η Μονή Αγίου Ιωάννου
του Θεολόγου στις Καρυές. Εν συνεχεία κατέλυσε στη σκήτη του Αγίου
Παντελεήμονος, στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου. Εκεί θα γνωρίσει τον
πατέρα Κύριλλο που ήταν ηγούμενος στη μονή και θα τον ακολουθήσει
πιστά. Το 1954 κατευθύνθηκε στη Μονή Εσφιγμένου. Εκεί τελέσθηκε η τελετή
της «ρασοευχής» και πήρε το πρώτο όνομά του που ήταν Αβέρκιος.
Και
εκεί αμέσως ξεχώρισε για την εργατικότητά του, τη μεγάλη αγάπη και
κατανόηση που έδειχνε για τους «αδελφούς» του, την πιστή υπακοή στο
γέροντά του, την ταπεινοφροσύνη του, αφού θεωρούσε εαυτόν κατώτερο
όλων των μοναχών στην πράξη. Προσευχόταν έντονα και διάβαζε διαρκώς,
ιδιαίτερα τον Αββά Ισαάκ. Την ίδια χρονιά έφυγε από τη μονή Εσφιγμένου
και κατευθύνθηκε προς την Μονή Φιλοθέου, που ήταν ιδιόρρυθμο
μοναστήρι. Η συνάντησή του όμως με τον Γέροντα Συμεών θα είναι
καταλυτική για την πορεία και διαμόρφωση του μοναχικού χαρακτήρα του
Παϊσίου. Μετά από δύο χρόνια, το 1956, χειροθετήθηκε «Σταυροφόρος» και πήρε το «Μικρό Σχήμα».
Τότε
ήταν τελικά που ονομάστηκε και «Παΐσιος», χάρη στο Μητροπολίτη
Καισαρείας Παΐσιο τον Β’ ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του. Ο Γέρων
Αυγουστίνος αυτήν την περίοδο απέκτησε στενή σχέση με τον Παΐσιο. Το
1958, ύστερα από «εσωτερική πληροφόρηση», πήγε στο Στόμιο Κονίτσης. Εκεί
πραγματοποίησε έργο το οποίο αφορούσε στους ετερόδοξους αλλά
περιελάμβανε και τη βοήθεια των βασανισμένων και φτωχών Ελλήνων, είτε
με φιλανθρωπίες, είτε παρηγορώντας τους και στηρίζοντάς τους
ψυχολογικά, με αιχμή το λόγο του Ευαγγελίου. Επί 4 έτη έμεινε στην Ιερά
Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο, όπου αγαπήθηκε πολύ από τον
λαό της περιοχής για την προσφορά και τον μετριοπαθή χαρακτήρα του. Από
εκεί πήγε στο Όρος Σινά στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης.
Ο Γέροντας εργαζόταν ως ξυλουργός και ότι κέρδιζε το έδινε σε φιλανθρωπίες.
Το
1964 επέστρεψε στο Άγιο Όρος, από όπου δεν ξαναέφυγε ποτέ. Η σκήτη η
οποία τον φιλοξένησε ήταν η Ιβήρων. Στο διάστημα που παρέμεινε εκεί, και
συγκεκριμένα το 1966, ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Νοσοκομείο
Παπανικολάου λόγω βρογχιεκτασιών. Μετά την επέμβαση για την αφαίρεσή
τους και λόγω της χρήσης ισχυρών αντιβιοτικών ο γέροντας έπαθε Κολίτιδα
(φλεγμονή του εντέρου), η οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά
προβλήματα. Παρά την αντίθεση των γιατρών, ο γέροντας συνέχισε τη σκληρή
ασκητική ζωή και τις χειρωνακτικές εργασίες κάτι που επιδείνωσε και
άλλο την κατάσταση της υγείας του. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει
και να επιστρέψει στο Άγιο Όρος φιλοξενήθηκε στην Μονή Αγίου Ιωάννη του
Θεολόγου, στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μετακινήθηκε στα Κατουνάκια, και συγκεκριμένα στο Λαυρεωτικό κελί του Υπάτου.
Από τότε άρχισε να δέχεται πολλές επισκέψεις.
Ήδη
το όνομά του είχε αρχίσει να γίνεται αρκετά γνωστό μακριά από το Όρος
και κάθε λογής βασανισμένοι άνθρωποι οδηγούνταν σε αυτόν, μαθαίνοντας
για ένα χαρισματικό μοναχό που ονομάζεται Παΐσιος.
Το επόμενο έτος
μεταφέρεται στη Μονή Σταυρονικήτα. Βοηθάει σημαντικά σε χειρωνακτικές
εργασίες, συνεισφέροντας στην ανακαίνιση του μοναστηριού. Συχνά μάλιστα
βοηθάει ως ψάλτης στη Σκήτη Τιμίου Προδρόμου το Γέροντα Τύχωνα ο
οποίος πολλές φορές έβλεπε την ώρα της Θείας Λειτουργίας, όπως ο ίδιος
ομολογούσε, τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ να δοξολογούν το Θεό. Οι δύο
γέροντες ανέπτυξαν δυνατή φιλία η οποία τερματίσθηκε με την κοίμηση του Γέροντα Τύχωνα το 1968.
Ο
Παΐσιος έμεινε στο κελί του Γέροντα Τύχωνα για ένδεκα έτη μετά την
κοίμησή του, πράγμα που ήταν επιθυμία του φίλου του λίγο πριν πεθάνει.
Το 1979 αποχώρησε από την σκήτη του Τιμίου Προδρόμου και κατευθύνθηκε
προς την Μονή Κουτλουμουσίου. Εκεί εισχώρησε στη μοναχική αδελφότητα ως
εξαρτηματικός (μοναχός ο οποίος μένει έξω από την μονή). Η Παναγούδα
ήταν μια σκήτη εγκαταλελειμμένη και ο Παΐσιος εργάστηκε σκληρά για να
δημιουργήσει ένα κελί όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του.
Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον
επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και
ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην
ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπόλοιπους μοναχούς. Όλη την ημέρα, από την ανατολή
μέχρι την δύση, συμβουλεύει, παρηγορεί, διώχνει κάθε στεναχώρια,
γεμίζει τις ψυχές με πίστη, ελπίδα και αγάπη για τον Θεό, ενώ τις νύχτες
διαβάζει επιστολές που κατά δεκάδες του έστελναν καθημερινά και προσεύχεται στον Θεό επί ώρες για τους ανθρώπους που του ζητούν βοήθεια.
Όπως
έλεγε ο γέροντας στεναχωριόταν πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε
μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές. Παρά το βεβαρημένο
πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να
ξεκουράζεται ελάχιστες ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε όμως να δέχεται και
να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει
«σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία. Σε
όλη αυτήν την καθημερινή κούραση του γέροντος Παϊσίου έρχονται να
προστεθούν και τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν από το 1966.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του οι πόνοι από τις διάφορες αρρώστιες
και κυρίως από τον καρκίνο που του είχε διαγνωσθεί λίγα χρόνια πριν,
γίνονταν όλο και περισσότεροι. Παρ' όλα αυτά όμως αυτός ήταν ήρεμος και
υπέμενε χωρίς να διαμαρτύρεται καθόλου. Μετά το 1993 άρχισε να
παρουσιάζει αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί. Τον
Νοέμβριο του ίδιου έτους ο Παΐσιος βγαίνει για τελευταία φορά από το
Όρος και πηγαίνει στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου).
Εκεί
μένει για λίγες μέρες και ενώ ετοιμάζεται να φύγει ασθενεί και
μεταφέρεται στο Θεαγένειο, όπου του γίνεται διάγνωση για όγκο στο παχύ
έντερο. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 ο γέροντας χειρουργείται.
Παρότι η
ασθένεια δεν σταμάτησε (παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο
ήπαρ), ο γέροντας ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιο
Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον
ανάγκασαν να παραμείνει. Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του
ανακοινώνουν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το
πολύ.
Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει
φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του.
Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) ο γέροντας κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του.
Τελικά ο Γέροντας Παΐσιος «κοιμήθηκε» την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 και ώρα 11:00.
Ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Έκτοτε, κάθε χρόνο στις 11
προς 12 Ιουλίου, στην επέτειο κοιμήσεως του Γέροντος, τελείται αγρυπνία
στο Ιερό Ησυχαστήριο, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών. Η φήμη του Γέροντα
Παΐσιου του Αγιορείτη ως Αγίου μεταξύ των
ορθοδόξων πιστών είναι
μεγάλη, λόγω της προσωπικότητάς, της πνευματικότητας και των χαρισμάτων
που σύμφωνα με πλήθος από μαρτυρίες διέθετε. Για τους λόγους αυτούς, ο
σεβασμιότατος Επίσκοπος Μαραθώνος κύριος Μελίτων Καβατσικλής, έχει προτείνει την κατάταξη του στα δίπτυχα της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως Αγίου.
Πηγή:xristianos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου