Παρασκευή 9 Αυγούστου 2024

 Από μερικά παλληκάρια κρατήθηκε το Έθνος!

Όσιος Παΐσιος Αγιορείτης (1924-1994).

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

Όσο ξεχνάμε τον εαυτό μας, τόσο μας θυμάται ο Θεός

Όποιος έχει θυσία και πίστη στον Θεό, δεν υπολογίζει τον εαυτό του.

Ο άνθρωπος, όταν δεν καλλιεργήση το πνεύμα της θυσίας, σκέφτεται μόνον τον εαυτό του και θέλει όλοι να θυσιάζωνται γι ̓ αυτόν.

Αλλά όποιος σκέφτεται μόνον τον εαυτό του, αυτός απομονώνεται και από τους ανθρώπους, απομονώνεται και από τον Θεό – διπλή απομόνωση -, οπότε δεν δέχεται θεία Χάρη. Αυτός είναι άχρηστος άνθρωπος.

Και να δήτε, αυτόν που σκέφτεται συνέχεια τον εαυτό του, τις δυσκολίες του κ.λπ., καιανθρωπίνως κανείς δεν θα του συμπαρασταθή σε μια ανάγκη. Καλά, θεϊκή συμπαράσταση δεν θα έχη, αλλά δεν θα έχη και ανθρώπινη. Μετά θα προσπαθή από εδώ-από εκεί να βοηθηθή. Θα βασανίζεται δηλαδή, για να βοηθηθή από ανθρώπους, αλλά βοήθεια δεν θα βρίσκη.

Αντίθετα, όποιος δεν σκέφτεται τον εαυτό του, αλλά σκέφτεται συνέχεια τους άλλους, με την καλή έννοια, αυτόν τον σκέφτεται συνέχεια ο Θεός, και μετά τον σκέφτονται και οι άλλοι. Όσο ξεχνάει τον εαυτό του, τόσο τον θυμάται ο Θεός.

Να, μια ψυχή φιλότιμη μέσα σε ένα Κοινόβιο θυσιάζεται, δίνεται κ.λπ. Αυτό, νομίζετε, δεν έχει πέσει στην αντίληψη των άλλων; Μπορεί να μην την σκεφθούν οι άλλοι αυτήν την ψυχή που δίνεται ολόκληρη και δεν σκέφτεται τον εαυτό της; Μπορεί να μην την σκεφθή ο Θεός; Μεγάλη υπόθεση! Εδώ βλέπει κανείς την ευλογία του Θεού, πώς εργάζεται ο Θεός.

Στις δυσκολίες δίνει εξετάσεις ο άνθρωπος. Εκεί φαίνεται αν έχη πραγματική αγάπη, θυσία.

Και όταν λέμε ότι ένας έχει θυσία, εννοούμε ότι την ώρα του κινδύνου δεν υπολογίζει τον εαυτό του και σκέφτεται τους άλλους. Βλέπεις, και η παροιμία λέει «ο καλός φίλος στην ανάγκη φαίνεται».

Θεός φυλάξοι, αν λ.χ. τώρα έπεφταν βόμβες, θα φαινόταν ποιος σκέφτεται τον άλλον και ποιος σκέφτεται τον εαυτό του. Όποιος όμως έχει μάθει να σκέφτεται μόνον τον εαυτό του, σε μια δυσκολία πάλι τον εαυτό του θα σκέφτεται, και ο Θεός δεν θα τον σκέφτεται αυτόν τον άνθρωπο. Όταν από τώρα δεν σκέφτεται κανείς τον εαυτό του αλλά σκέφτεται τους άλλους, και στον κίνδυνο τους άλλους θα σκεφθή. Τότε ξεκαθαρίζουν ποιοι έχουν πραγματικά θυσία και ποιοί είναι φίλαυτοι.

Αν δεν αρχίση κανείς να κάνη από τώρα καμιά θυσία, να θυσιάση μια επιθυμία, έναν εγωισμό, πως θα φθάση να θυσιάση την ζωή του σε μια δύσκολη στιγμή; Αν τώρα σκέφτεται τον κόπο και κοιτάη να μην κοπιάση λίγο παραπάνω από έναν άλλο σε μια δουλειά, πως θα φθάση στην κατάσταση να τρέχη να σκοτωθή αυτός, για να μη σκοτωθή ο άλλος;

Αν τώρα για μικρά πράγματα σκέφτεται τον εαυτό του, τότε που θα κινδυνεύη η ζωή του, πως θα σκεφθή τον άλλον; Τότε θα είναι πιο δύσκολα. Αν έρθουν δύσκολα χρόνια και έχη λ.χ. ο διπλανός του πυρετό και τον δη να πέση στον δρόμο, θα τον αφήση και θα φύγη. Θα πη: «Να πάω να ξαπλώσω, μην πέσω και εγώ».

Στον πόλεμο παλεύει η ζωή η δική σου με την ζωή του άλλου. Λεβεντιά είναι να τρέχη ο ένας να γλυτώση τον άλλον.

Όταν δεν υπάρχη θυσία, ο καθένας πάει να γλυτώση τον εαυτό του. Και είναι παρατηρημένο· όποιος πάει στον πόλεμο να ξεφύγη, τον βρίσκει εκεί η οβίδα. Πάει δήθεν να γλυτώση και σπάζει τα μούτρα του.

Γι ̓ αυτό να μην κοιτάζη κανείς να ξεφύγη, και ιδίως όταν αυτό είναι εις βάρος των
άλλων.

Θυμάμαι ένα περιστατικό από τον Αλβανικό πόλεμο. Ένας στρατιώτης είχε μια πλάκα, για να προστατεύη το κεφάλι του. Εν τω μεταξύ χρειάσθηκε να πάη λίγο πιο πέρα και την ακούμπησε κάτω. Πάει αμέσως ο διπλανός του και την παίρνει. Σου λέει: «Ευκαιρία είναι, θα την πάρω εγώ τώρα». Την ίδια στιγμή, τακ, πέφτει ο όλμος επάνω του, τον διέλυσε.

Αυτός έβλεπε τα πυρά που έπεφταν και πήρε την πλάκα, για να γλυτώση· δεν υπολόγισε τον άλλον που θα γύριζε πάλι. Σκέφθηκε μόνον τον εαυτό του και δικαιολόγησε κάπως και την πράξη του: «Αφού πήγε λίγο πιο πέρα ο άλλος, μπορώ να την πάρω την πλάκα». Ναι, έφυγε, αλλά η πλάκα ήταν δική του.

Ένας άλλος, όσο συνεχιζόταν ο πόλεμος, προσπαθούσε να γλυτώση. Κανέναν δεν υπολόγιζε. Οι άλλοι βοηθούσαν, αυτός καθόταν στο σπίτι του. Κοίταζε μέχρι την τελευταία ώρα που δυσκόλεψαν τα πράγματα να ξεφύγη. Αργότερα, όταν είχαν έρθει οι Άγγλοι, πήγε στο στρατόπεδο, παρουσιάσθηκε στον Ζέρβα και, επειδή είχε και αμερικανική υπηκοότητα, βρήκε ευκαιρία και έφυγε για την Αμερική. Μόλις όμως έφθασε εκεί, πέθανε!

Η γυναίκα του η καημένη έλεγε: «Πήγε να ξεφύγη από τον Θεό!». Αυτός πέθανε, ενώ άλλοι που πήγαν και στον πόλεμο έζησαν.

 

Όσοι πεθαίνουν παλληκαρίσια, δεν πεθαίνουν
Θυμάμαι, στον στρατό το σύνολο είχε έναν κοινό σκοπό. Προσπαθούσα εγώ, αλλά η θυσία υπήρχε και στους άλλους, άσχετα αν πίστευαν η όχι στην άλλη ζωή.

«Γιατί να σκοτωθή ο άλλος; είναι οικογενειάρχης», έλεγαν, και πήγαιναν αυτοί σε μια επικίνδυνη επιχείρηση. Η θυσία που έκαναν αυτοί είχε μεγαλύτερη αξία από την θυσία που έκανε ένας πιστός. Ο πιστός πίστευε στην θεία δικαιοσύνη, στην θεία ανταπόδοση, ενώ αυτοί δεν γνώριζαν ότι δεν πάει χαμένη η θυσία που έκαναν και ότι θα έχουν να λάβουν γιʹ αυτήν στην άλλη ζωή.

Στην Κατοχή, τότε με τον Δαβάκη, οι Ιταλοί είχαν κάνει συλλήψεις νέων αξιωματικών, τους έβαλαν σε ένα καράβι και τους βούλιαξαν.

Ύστερα, τους πρώτους που έπιασαν, τους βασάνισαν, για να μαρτυρήσουν ποιοι έχουν όπλα. Εκεί να δήτε κοσμικοί άνθρωποι τι θυσία έκαναν! Στην Κόνιτσα, κοντά στο σπίτι μας, εκεί που έχτισαν τώρα τον Ναό του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, πρώτα ήταν τζαμί. Τους έκλειναν μέσα στο τζαμί και τους έδερναν όλη την νύχτα με βούρδουλα που είχε επάνω κολτσίδες όλο αγκάθια η με καλώδια γδαρμένα· έβγαιναν έξω τα σύρματα, έδεναν και στην άκρη μολύβια και μʹ αυτά τους χτυπούσαν· και αυτό το ατσαλένιο σύρμα πήγαινε και έγδερνε το δέρμα. Για να μην ακούγωνται οι φωνές, τραγουδούσαν ή έβαζαν μουσική. Από ̓δω βγήκε το «ξύλο μετά μουσικής».

Τους κρεμούσαν και ανάποδα και έβγαζαν οι καημένοι αίμα από το στόμα, αλλά δεν μιλούσαν, γιατί σκέφτονταν: «Αν μαρτυρήσουμε εμείς – ήξεραν ποιοι είχαν ντουφέκια -, ύστερα θα χτυπούν τον καθέναν, για να μαρτυρήση».

Γιʹ αυτό οι πρώτοι είπαν: «Ας πεθάνουμε εμείς, για να τους αποδείξουμε ότι δεν έχουν οι άλλοι ντουφέκια».

Και ήταν μερικοί που για μια οκά ή για πέντε οκάδες αλεύρι έλεγαν ότι ο τάδε π.χ. έχει δύο ντουφέκια. Πεινούσε ο κόσμος και πρόδιδαν τους άλλους.

Οπότε και μερικοί Ιταλοί από ένα τάγμα που ήταν νόθα παιδιά και ήταν βάρβαροι με όλα τα κόμπλεξ που είχαν, έβγαζαν το άχτι τους. Έπαιρναν τα μικρά παιδιά, τα έβαζαν τα καημένα γυμνά πάνω στην μασίνα που έκαιγε και τα πατούσαν να καούν. Τα έκαιγαν, για να μαρτυρήσουν οι γονείς που έχουν το ντουφέκι. «Δεν έχω, δεν έχω», έλεγαν οι μεγάλοι και εκείνοι έκαιγαν τα παιδάκια. Θέλω να πω, εκείνοι προτίμησαν να πεθάνουν, αν και ήταν κοσμικοί άνθρωποι, για να μη φάνε και οι άλλοι ξύλο η για να μην τους σκοτώσουν. Με αυτόν τον τρόπο έσωσαν πολύ κόσμο. Έτσι από μερικά παλληκάρια κρατήθηκε το Έθνος!

Όσοι πεθαίνουν παλληκαρίσια, δεν πεθαίνουν. Αν δεν υπάρχη ηρωισμός, δεν γίνεται τίποτε. Και να ξέρετε, ο πιστός είναι και γενναίος. Ο Μακρυγιάννης ο καημένος τι τράβηξε! Και σε τι χρόνια!

 

«Κάπνισαν τα μάτια μου», λέει κάπου, Γέροντα.
– Ναι, κάπνισαν τα μάτια του. Από την ένταση και την αγωνία που είχε, ήταν σαν να έβγαζαν υδρατμούς τα μάτια του. Βρέθηκε σ ̓ εκείνη την κατάσταση και από πόνο και αγάπη θυσιαζόταν συνέχεια. Δεν σκέφθηκε, δεν υπολόγισε ποτέ τον εαυτό του. Δεν φοβήθηκε μην τον σκοτώσουν, όταν αγωνιζόταν για την πατρίδα.

Ο Μακρυγιάννης ζούσε πνευματικές καταστάσεις. Αν γινόταν καλόγερος, πιστεύω ότι από τον Άγιο Αντώνιο δεν θα είχε μεγάλη διαφορά. Τρεις χιλιάδες μετάνοιες έκανε και είχε και τραύματα και πληγές. Άνοιγαν οι πληγές του, έβγαιναν τα έντερά του, όταν έκανε μετάνοιες, και τα έβαζε μέσα. Τρεις δικές μου μετάνοιες κάνουν μία δική του. Έβρεχε το πάτωμα με τα δάκρυά του. Εμείς, αν ήμασταν στην θέση του, θα πηγαίναμε στο νοσοκομείο να μας υπηρετούν. Θα μας κρίνουν οι κοσμικοί!

 

 

Απόσπασμα από το βιβλίο του Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου (νυν Αγίου Παϊσίου) «Πνευματική Αφύπνιση», Λόγοι β’, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστή Ιωάννη Θεολόγου», Σουρωτή Θεσσαλονίκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου