Γέροντα,
εκείνος ο μοναχός που αναφέρει ο Ευεργετινός ότι δέκα χρόνια έπεφτε σε
κάποια αμαρτία κάθε μέρα, αλλά και κάθε μέρα μετανοούσε3, πώς σώθηκε;
– Εκείνος ήταν κατά κάποιον τρόπο κυριευμένος, αιχμαλωτισμένος από την αμαρτία.
Δεν είχε κακή διάθεση, αλλά δεν είχε βοηθηθή, σπρώχτηκε στο κακό, γι᾿ αυτό δικαιούτο την θεία βοήθεια. Πάλευε, πονούσε, είχε μετάνοια ειλικρινή, και ο Θεός τελικά τον έσωσε. Βλέπεις, ένας μπορεί να έχη καλή διάθεση· αν όμως δεν βοηθηθή από μικρός και παρασυρθή στο κακό, είναι δύσκολο μετά να σηκωθή. Κάνει μια προσπάθεια, πάλι πέφτει, πάλι σηκώνεται· παλεύει δηλαδή. Ο Θεός αυτόν τον άνθρωπο δεν θα τον αφήση, γιατί ο καημένος κάνει την μικρή του προσπάθεια, ζητάει και την θεία βοήθεια και δεν αμαρτάνει εν ψυχρώ.
Κάποιος λ.χ. ξεκινάει να πάη κάπου, χωρίς να έχη σκοπό να αμαρτήση, αλλά πηγαίνοντας του συμβαίνει ένας πειρασμός και πέφτει σε κάποια αμαρτία. Μετανοεί, κάνει μια προσπάθεια, του στήνουν πάλι μια παγίδα καί, ενώ δεν έχει διάθεση να κάνη κάτι κακό, ο καημένος ξαναπέφτει και πάλι μετανοεί.
Αυτός έχει ελαφρυντικά, γιατί δεν θέλει να κάνη το κακό, αλλά παρασύρεται στο κακό και ύστερα μετανοεί.
Όποιος όμως λέει: «γιά να πετύχω εκείνο, πρέπει να κάνω αυτήν την αδικία· για να πετύχω το άλλο, πρέπει να κάνω εκείνη την πονηριά» κ.λπ., αυτός αμαρτάνει εσκεμμένως και εν γνώσει του.
Καταστρώνει δηλαδή το αμαρτωλό του σχέδιο και βάζει πρόγραμμα με τον διάβολο τί αμαρτία θα κάνη. Αυτό είναι πολύ κακό, επειδή είναι προμελετημένο.
Δεν είναι ότι πέφτει σε πειρασμό, αλλά ξεκινάει να κάνη κάτι μαζί με τον πειρασμό. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν πρόκειται ποτέ να βοηθηθή, γιατί δεν δικαιούται την θεία βοήθεια, και τελικά πεθαίνει αμετανόητος.
– Εκείνος ήταν κατά κάποιον τρόπο κυριευμένος, αιχμαλωτισμένος από την αμαρτία.
Δεν είχε κακή διάθεση, αλλά δεν είχε βοηθηθή, σπρώχτηκε στο κακό, γι᾿ αυτό δικαιούτο την θεία βοήθεια. Πάλευε, πονούσε, είχε μετάνοια ειλικρινή, και ο Θεός τελικά τον έσωσε. Βλέπεις, ένας μπορεί να έχη καλή διάθεση· αν όμως δεν βοηθηθή από μικρός και παρασυρθή στο κακό, είναι δύσκολο μετά να σηκωθή. Κάνει μια προσπάθεια, πάλι πέφτει, πάλι σηκώνεται· παλεύει δηλαδή. Ο Θεός αυτόν τον άνθρωπο δεν θα τον αφήση, γιατί ο καημένος κάνει την μικρή του προσπάθεια, ζητάει και την θεία βοήθεια και δεν αμαρτάνει εν ψυχρώ.
Κάποιος λ.χ. ξεκινάει να πάη κάπου, χωρίς να έχη σκοπό να αμαρτήση, αλλά πηγαίνοντας του συμβαίνει ένας πειρασμός και πέφτει σε κάποια αμαρτία. Μετανοεί, κάνει μια προσπάθεια, του στήνουν πάλι μια παγίδα καί, ενώ δεν έχει διάθεση να κάνη κάτι κακό, ο καημένος ξαναπέφτει και πάλι μετανοεί.
Αυτός έχει ελαφρυντικά, γιατί δεν θέλει να κάνη το κακό, αλλά παρασύρεται στο κακό και ύστερα μετανοεί.
Όποιος όμως λέει: «γιά να πετύχω εκείνο, πρέπει να κάνω αυτήν την αδικία· για να πετύχω το άλλο, πρέπει να κάνω εκείνη την πονηριά» κ.λπ., αυτός αμαρτάνει εσκεμμένως και εν γνώσει του.
Καταστρώνει δηλαδή το αμαρτωλό του σχέδιο και βάζει πρόγραμμα με τον διάβολο τί αμαρτία θα κάνη. Αυτό είναι πολύ κακό, επειδή είναι προμελετημένο.
Δεν είναι ότι πέφτει σε πειρασμό, αλλά ξεκινάει να κάνη κάτι μαζί με τον πειρασμό. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν πρόκειται ποτέ να βοηθηθή, γιατί δεν δικαιούται την θεία βοήθεια, και τελικά πεθαίνει αμετανόητος.
Αγ. Παϊσίου Αγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Γ’ «Πνευματικός Αγώνας» ‐ 69 ‐
3 Βλ. Ευεργετινός, τόμος Α´, Υπόθεσις Α´, σ. 34 κ.ε.
3 Βλ. Ευεργετινός, τόμος Α´, Υπόθεσις Α´, σ. 34 κ.ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου