Μια
φορά ένιωθα στην προσευχή μια αγαλλίαση. Ώρες στεκόμουν όρθιος και δεν
ένιωθα καθόλου κούραση. Όσο προσευχόμουν, ένιωθα μια γλυκιά ξεκούραση,
κάτι που δεν μπορώ να το εκφράσω. Ύστερα μου πέρασε ένας λογισμός
ανθρώπινος: Επειδή μου λείπουν δυο πλευρά και εύκολα κρυώνω, σκέφθηκα,
για να μην χάσω αυτήν την κατάσταση και να προχωρήσω όσο πάει, να πάρω
ένα σάλι, να τυλιχθώ, μήπως αργότερα κρυώσω. Μόλις δέχθηκα αυτόν τον
λογισμό, αμέσως σωριάστηκα κάτω. Έμεινα πεσμένος κάτω μισή
ώρα περίπου και μετά μπόρεσα να σηκωθώ να πάω στο κελλί να ξαπλώσω.
Προηγουμένως, όσο προχωρούσα στην προσευχή, ένιωθα σαν ένα πούπουλο, ένα
ελάφρωμα, μια αγαλλίαση, που δεν εκφράζεται. Μόλις όμως δέχθηκα αυτόν
τον λογισμό, σωριάσθηκα κάτω. Αν έφερνα έναν υπερήφανο λογισμό και
έλεγα λ.χ. «ζήτημα είναι, αν υπάρχουν δύο-τρεις σε τέτοια κατάσταση»,
τότε είναι που θα πάθαινα ζημιά. Σκέφθηκα ανθρώπινα, όπως σκέφτεται ο
κουτσός να πάρη τα δεκανίκια του, όχι δαιμονικά. Ήταν ένας φυσικός
λογισμός, αλλά και πάλι είδες τι έπαθα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου