"Παιδί μου, στην κόλαση θα πάνε και οι τεμπέληδες, όχι μόνο οι αμαρτωλοί"
Ο Γέροντας παπα-Τύχων την λέξη «ευλόγησον»
την χρησιμοποιούσε πάντα και με τις πολλές καλογερικές έννοιες, όπως το
«ευλογείτε» ή «ευλόγησον»,
όταν ζητούσε ταπεινά την ευλογία του άλλου, και μετά θα έδινε και αυτός την ευλογία του με την ευχή «Ο Κύριος να σε ευλόγηση».
Μετά από τον συνηθισμένο χαιρετισμό οδηγούσε τους επισκέπτες στο Ναό και έψαλλαν μαζί το Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου και το Άξιον εστίν και...
εάν ήταν καλός καιρός, έβγαιναν έξω, κάτω από την ελιά, και καθόταν μαζί τους πέντε λεπτά, μετά σηκωνόταν με χαρά και έλεγε:
- Εγώ τώρα κεράσματα.
Έβγαζε νερό από την στέρνα και γέμιζε ένα κύπελλο για τον επισκέπτη, έβαζε και στο δικό του τενεκάκι (κονσερβοκούτι, πού το χρησιμοποιούσε και για μπρίκι) και έψαχνε μετά να βρή κανένα λουκούμι, άλλοτε κατάξηρο και άλλοτε μυρμηγκοφαγωμένο, το όποιο, επειδή ήταν ευλογία του Παπα-Τύχωνα, δεν προξενούσε αηδία.
Αφού τα ετοίμαζε, έκανε τον Σταυρό του ο Γέροντας, έπαιρνε το νερό και έλεγε: «Πρώτα εγώ. Ευλογείτε!» και περίμενε να του πή ο επισκέπτης την ευχή «Ο Κύριος να σε ευλόγηση», αλλιώς δεν έπινε νερό. Μετά θα έδινε και αυτός την ευχή του.
Την ευχή από τους άλλους την αισθανόταν ως ανάγκη, όχι μόνο από τους Ιερωμένους ή Μοναχούς αλλά ακόμη και από τους λαϊκούς, μικρούς και μεγάλους στην ηλικία.
Μετά από το κέρασμα περίμενε να ιδή εάν έχουν κανένα θέμα. Όταν έβλεπε ότι είναι αργόσχολος άνθρωπος και ήρθε μόνο για να πέραση την ώρα του, τότε του έλεγε:
- Παιδί μου, στην κόλαση θα πάνε και οι τεμπέληδες, όχι μόνο οι αμαρτωλοί.
Εάν παρέμενε και δεν έφευγε, τον άφηνε ο Γέροντας και έμπαινε στο Ναό και προσευχόταν, και έτσι ο επισκέπτης αναγκαζόταν να φύγη. Όταν πάλι ήθελε να εκμεταλλευθή κανείς την απλότητα του Γέροντα, για να εξυπηρέτηση τον άλφα ή βήτα σκοπό του, το καταλάβαινε με την θεία του φώτιση και του έλεγε:
- Παιδί μου, εγώ Ελληνικά δεν ξέρω. Πήγαινε σε κανέναν Έλληνα, για να συνεννοηθής καλά.
Φυσικά, δεν λυπόταν ποτέ τον κόπο ούτε τον χρόνο, όταν έβλεπε πνευματικά ενδιαφέροντα στους ανθρώπους. Ενώ με το στόμα συμβούλευε, με την καρδιά και τον νου προσευχόταν.
Η προσευχή του ήταν πια αυτοενέργητη, καρδιακή. Οι άνθρωποι, πού τον πλησίαζαν, το αισθάνονταν αυτό, γιατί έφευγαν πολύ δυναμωμένοι. Και ο Γέροντας τους ευλογούσε μέχρι να κρυφτούν πια.
όταν ζητούσε ταπεινά την ευλογία του άλλου, και μετά θα έδινε και αυτός την ευλογία του με την ευχή «Ο Κύριος να σε ευλόγηση».
Μετά από τον συνηθισμένο χαιρετισμό οδηγούσε τους επισκέπτες στο Ναό και έψαλλαν μαζί το Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου και το Άξιον εστίν και...
εάν ήταν καλός καιρός, έβγαιναν έξω, κάτω από την ελιά, και καθόταν μαζί τους πέντε λεπτά, μετά σηκωνόταν με χαρά και έλεγε:
- Εγώ τώρα κεράσματα.
Έβγαζε νερό από την στέρνα και γέμιζε ένα κύπελλο για τον επισκέπτη, έβαζε και στο δικό του τενεκάκι (κονσερβοκούτι, πού το χρησιμοποιούσε και για μπρίκι) και έψαχνε μετά να βρή κανένα λουκούμι, άλλοτε κατάξηρο και άλλοτε μυρμηγκοφαγωμένο, το όποιο, επειδή ήταν ευλογία του Παπα-Τύχωνα, δεν προξενούσε αηδία.
Αφού τα ετοίμαζε, έκανε τον Σταυρό του ο Γέροντας, έπαιρνε το νερό και έλεγε: «Πρώτα εγώ. Ευλογείτε!» και περίμενε να του πή ο επισκέπτης την ευχή «Ο Κύριος να σε ευλόγηση», αλλιώς δεν έπινε νερό. Μετά θα έδινε και αυτός την ευχή του.
Την ευχή από τους άλλους την αισθανόταν ως ανάγκη, όχι μόνο από τους Ιερωμένους ή Μοναχούς αλλά ακόμη και από τους λαϊκούς, μικρούς και μεγάλους στην ηλικία.
Μετά από το κέρασμα περίμενε να ιδή εάν έχουν κανένα θέμα. Όταν έβλεπε ότι είναι αργόσχολος άνθρωπος και ήρθε μόνο για να πέραση την ώρα του, τότε του έλεγε:
- Παιδί μου, στην κόλαση θα πάνε και οι τεμπέληδες, όχι μόνο οι αμαρτωλοί.
Εάν παρέμενε και δεν έφευγε, τον άφηνε ο Γέροντας και έμπαινε στο Ναό και προσευχόταν, και έτσι ο επισκέπτης αναγκαζόταν να φύγη. Όταν πάλι ήθελε να εκμεταλλευθή κανείς την απλότητα του Γέροντα, για να εξυπηρέτηση τον άλφα ή βήτα σκοπό του, το καταλάβαινε με την θεία του φώτιση και του έλεγε:
- Παιδί μου, εγώ Ελληνικά δεν ξέρω. Πήγαινε σε κανέναν Έλληνα, για να συνεννοηθής καλά.
Φυσικά, δεν λυπόταν ποτέ τον κόπο ούτε τον χρόνο, όταν έβλεπε πνευματικά ενδιαφέροντα στους ανθρώπους. Ενώ με το στόμα συμβούλευε, με την καρδιά και τον νου προσευχόταν.
Η προσευχή του ήταν πια αυτοενέργητη, καρδιακή. Οι άνθρωποι, πού τον πλησίαζαν, το αισθάνονταν αυτό, γιατί έφευγαν πολύ δυναμωμένοι. Και ο Γέροντας τους ευλογούσε μέχρι να κρυφτούν πια.
http://perivolipanagias.blogspot.gr/2016/08/blog-post_925.html
Γέρων Παΐσιος: «Οι περισσότεροι νέοι έχουν επηρεασθεί από το κοσμικό πνεύμα και έχουν πάθει ζημιά»
Οι
περισσότεροι άνθρωποι σήμερα δεν γεύτηκαν την χαρά της θυσίας και δεν αγαπούν
τον κόπο. Μπήκε η τεμπελιά, το βόλεμα, η πολλή άνεση. Έλλειψε το φιλότιμο, η
θυσία. Θεωρούν κατόρθωμα, όταν καταφέρνουν χωρίς κόπο να πετύχουν κάτι, όταν
βολεύονται. Δεν χαίρονται, όταν δεν βολεύονται. Ενώ, αν αντιμετώπιζαν τα πράγματα
πνευματικά, θα έπρεπε τότε να χαίρονται, γιατί του δίνεται ευκαιρία για αγώνα.
Όλοι
τώρα, μικροί-μεγάλοι, κοιτάζουν την ευκολία. Οι πνευματικοί άνθρωποι κοιτάζουν πώς
να αγιάσουν με λιγότερο κόπο. Οι κοσμικοί πώς να βγάλουν περισσότερα χρήματα,
χωρίς να δουλεύουν. Οι νέοι πώς να περνούν τις εξετάσεις, χωρίς να διαβάζουν.
πώς να πάρουν πτυχίο, χωρίς να φεύγουν από την καφετέρια. Και αν είναι δυνατόν,
να τηλεφωνούν από την καφετέρια, για να τους δώσουν τα αποτελέσματα ! Ναι, εκεί
φθάνουν ! Έρχονται πολλά παιδιά στο καλύβι και μου λένε : «Ο Θεός μπορεί να με
βοηθήσει». «Διάβασε, του λέω, και κάνε και προσευχή». «Γιατί, μου λέει, δεν
μπορεί ο Θεός να με βοηθήσει»; Δηλαδή, την τεμπελιά του να ευλογήσει ο Θεός ;
Δεν γίνεται αυτό. Αν το παιδί διαβάζει, αλλά δεν τα πιάνει, τότε θα τον βοηθήσει
ο Θεός. Είναι μερικά παιδιά που δεν θυμούνται ή δεν καταλαβαίνουν, αλλά καταβάλλουν
προσπάθεια. Αυτά θα τα βοηθήσει ο Θεός να γίνουν τετραπέρατα.
[……………]
Οι περισσότεροι νέοι έχουν επηρεασθεί από
το κοσμικό πνεύμα και έχουν πάθει ζημιά. Έμαθαν να τους ενδιαφέρει μόνο ο εαυτός
τους. δεν σκέφτονται καθόλου τον πλησίον αλλά μόνον τον εαυτό τους.
Και όσο τους βοηθάς, τόπο πιο πολύ χουζούρι κάνουν.
Βλέπω
κάτι νερόβραστα παιδιά σήμερα. Να κρίνουν το ένα, να βαριούνται το άλλο, ενώ η
καρδιά ούτε κουράζεται ούτε γερνάει ποτέ. Να γίνουν καλόγεροι, βαριούνται. Να
παντρευτούν, φοβούνται [……………..].
Οι
νέοι σήμερα μοιάζουν με καινούργιες μηχανές που τα λάδια τους είναι παγωμένα.
Πρέπει να ζεσταθούν τα λάδια, για να πάρουν μπρος οι μηχανές. αλλιώς
δεν γίνεται. Έρχονται στο καλύβι ταλαίπωρα παιδιά – δεν είναι ένα και δύο – και
με ρωτούν : «Τί να κάνω, Πάτερ; Πώς να περάσω την ώρα μου ; Με πιάνει πλήξη». «Να
βρεις μια δουλειά, βρέ παιδί». «Έχω, λεφτά, μου λέει. Τί να την κάνω την δουλειά»;
Μα ο Απόστολος Παύλος λέει : «ει τις ου θέλει εργάζεσθαι μηδέ εσθιέτω». Πρέπει
να δουλέψεις, για να φας, και ας έχεις χρήματα. Η δουλειά βοηθάει τον άνθρωπο
να ξεπαγώσουν τα λάδια της μηχανής του. Είναι δημιουργία. Δίνει χαρά και παίρνει
το άγχος, την πλήξη. Έτσι, βρέ παλληκάρι. να βρεις μια δουλειά που
να σου αρέσει έστω και λίγο, και να ξεκινήσεις. Για δοκίμασε, να δεις!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου