Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

Πάντως, βλέπω πῶς οἰκονομάει ὁ Θεός, ὥστε τοὐλάχιστον ἕνας ἀπὸ κάθε οἰκογένεια νὰ ἔχη πίστη, εὐλάβεια, γιὰ νὰ βοηθιοῦνται καὶ οἱ ὑπόλοιποι!
Γνώριζα στὴν Κόνιτσα μιὰ οἰκογένεια ποὺ ὅλοι ἦταν ἀδιάφοροι πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Μόνο μιὰ κόρη ξεχώριζε. Μόλις ἄκουγε τὴν καμπάνα, πετοῦσε τὴν ποδιά, ἄφηνε ὅλες τὶς δουλειὲς στὴν μέση καὶ πήγαινε στὴν ἐκκλησία. Ἀκόμη καὶ ὅταν ἦρθαν οἱ Γερμανοὶ καὶ χτυποῦσε ὁ νεωκόρος τὴν καμπάνα, γιὰ νὰ φύγη ὁ κόσμος ἀπὸ τὰ σπίτια, αὐτὴ πῆγε στὴν ἐκκλησία γιὰ ἑσπερινό! Ἦταν καὶ πολὺ πονόψυχη, ἐνῶ οἱ γονεῖς της πολὺ τσιγγούνηδες.
Ὁ πατέρας της, ἀντὶνὰ φάη φαγητό, ἔπαιρνε καὶ ἔτρωγε ἕνα ξεροκόμματο ποὺ τὸ βουτοῦσε στὸ νερό. Ἡ δὲ μάνα της ἦταν πολὺ σφιχτή! Ἂν καὶ τὰ παιδιά της εἶχαν μεγάλες θέσεις καὶ περιουσία, ἐκείνη ἔψαχνε νὰ βρῆ κανένα ἀναμμένο καρβουνάκι στὸ τζάκι καὶ μὲ τὸ θειαφοκέρι ἔπαιρνε ἀπὸ αὐτὸ φωτιά, γιὰ νὰ μὴ χαλάση ἕνα σπίρτο! Γιὰ καφέμπρικο εἶχε ἕνα τενεκεδάκι ἀπὸ κονσέρβα! Ὅταν ἤμουν στὴν Μονὴ Στομίου, ἐπειδὴ ἡ μάνα της μὲ ἀγαποῦσε, ἂν ἤθελε ἡ κόρη νὰ πάρη κάτι ἀπὸ τὸ σπίτι τους γιὰ κανέναν φτωχὸ καὶ δυσκολευόταν νὰ τὸ βγάλη κρυφά, τῆς ἔλεγε: «Μητέρα, ὁ καλόγερος τὸ θέλει αὐτό». «Δῶσ ̓ το, δῶσ ̓ το», τῆς ἔλεγε ἐκείνη. Μόνο γιὰ τὸν καλόγερο ἡ μάνα της δὲν ἀντιδροῦσε. Ἀλλὰ καὶ τότε στὴν Κατοχὴ ἡ κόρη ἀθόρυβα βοηθοῦσε τοὺς φτωχούς. Ἔβγαζε μὲ τρόπο σιτάρι ἀπὸ τὴν ἀποθήκη τους, τὸ φορτωνόταν,τὸ πήγαινε στὸν μύλο, τὸ ἄλεθε καὶ μοίραζε τὸ ἀλεύρι στὶς φτωχὲς οἰκογένειες. Τὴν ἔπιασε μιὰ φορὰ ἡ μάνα της καὶ τί εἶχε τραβήξει! Τότε ἔταξε: «Θεέ μου, βοήθησέ με νὰ βρῶ μιὰ δουλειὰ καὶ θὰ δίνω ὅλον τὸν μισθό μου ἐλεημοσύνη». Τὴν ἄλλη μέρα τὴν ζήτησαν σὲκάποιο ἵδρυμα. Ὤ, χαρὰ ποὺ εἶχε! Καὶ κράτησε τὸ τάμα της· οὔτε ἕνα ζευγάρι κάλτσες δὲν ἀγόρασε ἀπὸ τὸν μισθό της γιὰ τὸν ἑαυτό της· ὅλα τὰ ἔδινε ἐλεημοσύνη. Πόσοι τώρα λένε: «Θεὸς σχωρέσοι· ν ̓ ἁγιάσουν τὰ κόκκαλα τῶν γονέων σου!». Γι ̓ αὐτὸ ὁ Θεὸς οἰκονόμησε μετὰ καὶ τὴν μάνα της.

Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Δ’ «Οἰκογενειακή Ζωή» -82-

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου