(Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία)
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης κ.κ. Ἀνδρέα, υἱκῶς ἐκ μέσης καρδίας σᾶς εὐχαριστῶ καί σᾶς εὐγνωμονῶ πού μέ τήν εὐλογία σας σήμερα παρευρίσκομαι ἀνάμεσά σας ὡς ὁμιλητής μέ θέμα «Ἡ προσωπικότης τοῦ Γέροντος Παϊσίου».
Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, σεβαστοί μου πατέρες καί ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί
Ὅσοι ἐγνωρίσαμε τόν Γέροντα Παΐσιο, ἄλλοι προσωπικά, ἄλλοι ἀπό τά βιβλία, ἄλλοι ἀπό διηγήσεις ἄλλων, διαπιστώνομε ὅτι ὁ Γέροντας Παΐσιος εἶχε ἀφιερώσει ὅλο του τό εἶναι στόν Θεό. Ἐφήρμοζε κατά γράμμα τό λεγόμενο «δέν ἔδωσε στόν Θεό τίποτε, ἐκεῖνος πού δέν τά ἔδωσε ὅλα». Καί ὁ Γέροντας Παΐσιος ὄντως τά ἔδωσε ὅλα γιά τόν Θεό. Ἡ πνευματική του προσφορά ἀνά τούς αἰῶνας θά εἶναι μεγίστη καί ἀνυπολόγιστη. Παρά τίς προσωπικές του δοκιμασίες, πειρασμούς, ἀδικίες, συκοφαντίες κλπ., ἡ ὁλοκληρωτική του ἀγάπη καί ἡ ἀφοσίωσί του παρέμειναν ἀναλλοίωτες τόσον ὡς πρός τόν Θεό, ὅσο καί ὡς πρός τούς ἀνθρώπους. Ἦτο βιαστής τῆς φύσεώς του, εἶχε νῆψι, προσευχή, ἄσκησι καί γνήσιο πατερικό καί μοναχικό φρόνημα.
Ὅποιος τόν ἐπεσκέπτετο καί συνωμιλοῦσε μαζί του ἤ ἀκόμη καί μόνον νά ἔβλεπε ἐν σιωπῇ τήν μορφή του, ἔνοιωθε ὅτι ἀνέπνεε καθαρό ὀξυγόνο καί ἀνεζωογονεῖτο. Ὁ Γέροντας ἦτο πιστός στήν Παράδοσι καί πονοῦσε, ἀγωνιοῦσε καί προσηύχετο διακαῶς γιά τήν διατήρησι τῆς αὐθεντικότητας καί μοναδικότητας τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Δέν δεχόταν μέ τίποτε τήν ἀλλοίωσι τῆς παραδόσεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀπό τό κοσμικό φρόνημα, τίς ποικίλες ἐπιδράσεις, κλπ. Ἔλεγε: «Ἄν παραμείνωμε ἀσκητές, νηπτικοί, γνήσιοι μοναχοί, καί ἀφήσωμε νά χαθῆ ἡ φυσική κατάστασις τοῦ τόπου καί νά ἀλλοιωθῆ, αὐτό θά εἶναι πτῶσις γιά ὅλους μας. Ἄν πάλι διατηρήσωμε τά κτίρια, τά κειμήλια, κλπ. καί χάσωμε τήν μοναχική μας ἰδιότητα καί ἐκκοσμικευθοῦμε, τότε θά εἴμαστε σάν ξεναγοί σέ ἀξιοθέατα. Οὔτε τό ἕνα, οὔτε τό ἄλλο πρέπει νά ἐπιτρέψωμε. Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας μας, ἔλεγε, πρέπει νά μείνη καί νά διατηρηθῆ ἀναλλοίωτο καί τά ἄνθη του, οἱ μοναχοί του, νά εὐωδιάζουν πάντοτε μέ τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Βλέπομε ὅτι ὁ Γέροντας ἦταν ἕνας γνήσιος παραδοσιακός Ἁγιορείτης μοναχός.
Ἔλεγε: «Δέν ἔχω ὑποτακτικό – μέ τήν στενή ἔννοια – γιατί εἶμαι ὑποτακτικός ὅλου τοῦ κόσμου. Χρέος μου καί καθῆκον μου εἶναι νά προσεύχωμαι γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Δέν εἶμαι ἄνεργος. Τό ἐπάγγελμά μου εἶναι νά φτιάχνω τούς λογισμούς τῶν ἀνθρώπων».
Βλέπομε τί πνεῦμα διακονίας, ἀγάπης καί πόνο εἶχε ὁ Γέροντας γιά τούς ἀνθρώπους.
Τόν ἐρώτησε κάποιος μοναχός: «Γέροντα, νά πάω σέ κοινόβιο ἤ νά μείνω μόνος μου σέ κελλί;».
Ἀπήντησε ὁ Γέροντας: «Ὑπάρχουν τά πουλιά τοῦ κλουβιοῦ καί τά πουλιά τοῦ κλαδιοῦ». Οἱ μοναχοί τοῦ κοινοβίου καί οἱ κελλιῶτες μοναχοί. «Μή διαλέξης μόνος σου τό κλουβί ἤ τό κλαδί, γιατί θά μείνης χωρίς φτερά». Χωρίς δηλαδή πνευματικά φτερά. «Γιατί τό πουλί χωρίς φτερά ἔχει πνευματικό μαρασμό. Βρές διακριτικό, ἔμπειρο πνευματικό ὁδηγό γιά νά σοῦ πῆ σέ ποιά πνευματική ράτσα-εἶδος ἀνήκεις. Κάνε ὑπακοή καί τότε διπλᾶ καί τριπλᾶ πνευματικά φτερά θά ἀποκτήσης. Διότι, μόνον σέ ὅ,τι γίνεται μέ ὑπακοή καί εὐλογία ἔρχεται ἡ Χάρις καί ἡ πνευματική προκοπή. Ἄν πάρωμε ἄδεια ἀπό τήν »σημαία», δηλαδή ἄν βάζωμε »μετάνοια» μόνο στόν δικό μας λογισμό καί κάνωμε ὑπακοή στόν ἑαυτό μας, τότε χάνομε καί ὅ,τι στοιχειῶδες ἔχομε ἀποκτήσει».
Βλέπομε τήν σοφία, τήν Χάρι, τήν διάκρισι σέ κάθε συμβουλή καί τήν βοήθεια πού προσέφερε ὁ Γέροντας.
Κάποτε ἕνας προσκυνητής πηγαίνοντας πρός τήν Παναγούδα ἔπεσε σέ ἕνα βαθύ ρέμα κοντά σέ ἕνα Κελλί. Ὁ Γέροντας τοῦ Κελλιοῦ αὐτοῦ τοῦ παρέσχε τίς πρῶτες βοήθειες καί ὁ προσκυνητής λόγῳ τοῦ σοβαροῦ χτυπήματος δέν πῆγε τελικά στόν Γέροντα Παΐσιο. Μετά ἀπό λίγο ὁ Γέροντας Παΐσιος ἐφώναξε ἀπό τήν Παναγούδα στόν Γέροντα τοῦ ἐν λόγῳ Κελλιοῦ, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο στήν ἁπλωταριά τοῦ Κελλιοῦ του, πού ἀπεῖχε περίπου τριακόσια μέ τετρακόσια μέτρα ἀπό τήν Παναγούδα καί εἶπε: «Ἔ, πάτερ τάδε…..». Καί ἀπήντησε ὁ μοναχός: «Εὐλόγησον Γέροντα, θέλετε κάτι;». «Τίποτε, τό »τηλέφωνο» δοκίμασα», εἶπε ὁ Γέροντας Παΐσιος.
Βλέπομε πῶς ὁ Γέροντας ἤξερε νά κρύβη τήν ἀρετή του καί πόσο διακριτικά καί μέ τί σοφία καί χάρι περνοῦσε τά μηνύματα τῆς ἀγάπης του, τῆς προσευχῆς του, τῆς ἔγνοιας του, τῆς μέριμνάς του, κλπ.
Σέ κάποιον δόκιμο μοναχό πού τόν ἐπισκέφθηκε στήν Παναγούδα ὁ Γέροντας εἶπε: «Πάρε ἕνα λουκούμι». Ὁ δόκιμος μοναχός, ἐνῶ ἦταν ἕτοιμος νά ἁπλώση τό χέρι του, κάτι τόν ἐμπόδισε καί δέν πῆρε τό λουκούμι. Καί ἔνοιωσε ἐκείνην τήν στιγμή μία ἐσωτερική γλυκύτητα. Ὁ Γέροντας σέ λίγο πάλι τοῦ λέγει: «Πᾶρε καί δεύτερο λουκούμι», ἐνῶ ὁ δόκιμος δέν εἶχε πάρει οὔτε κἄν τό πρῶτο. Ἀλλά καί πάλι, πρίν ἀκόμη ἁπλώση τό χέρι του, κάτι τόν ἐμπόδισε, δέν πῆρε λουκούμι καί ἔνοιωσε γιά δεύτερη φορά τήν ἴδια ἐσωτερική γλυκύτητα.
Μετά ἀπό καιρό, ὅταν ὁ δόκιμος μοναχός αὐτός ἐπισκέφθηκε πάλι τόν Γέροντα, ὁ Γέροντας, ὅπως συνήθιζε σέ ὅλους, τοῦ λέγει αὐθόρμητα: «Ἔλα εὐλογημένε νά σέ κεράσω πρῶτα κανένα λουκούμι». Καί τότε ἐκεῖνος τοῦ λέγει: «Γέροντα, θέλω ἀπό τά ἄλλα τά λουκούμια…», ἐννοῶντας τήν ἐσωτερική γλυκύτητα. Καί ὁ Γέροντας τοῦ ἀπήντησε χωρίς νά ζητήση διευκρινίσεις: «Ἀπό τά ἄλλα τά λουκούμια, θά δοῦμε…». Βλέπομε τί κομψότητα, λεπτότητα καί διορατικότητα διέκριναν τόν ἅγιο Γέροντα.
Μία φορά, σέ μία ἀγρυπνία, ἔψαλλε κάποιος Γέροντας τό «πᾶσα πνοή» σέ ἀργό (παπαδικό) ὕφος. Ἀλλά ἐπειδή ἐξέφυγε ἀπό τό μουσικό κείμενο, ἔβαλε καί δικά του αὐτοσχέδια μουσικά στοιχεῖα, μέ ἀποτέλεσμα νά τό κάνη πιό πολύπλοκο καί διαφορετικό ἀπό τό μουσικό κείμενο. Καί τότε τοῦ λέγει μέ ἀγάπη ὁ Γερο-Παΐσιος: « Ἔ, πάτερ, σ᾽ αὐτό τό «πᾶσα πνοή» πολλές πνοές ἔβαλες μέσα σήμερα».
Ἐδῶ βλέπομε πῶς μέ λεπτό χιοῦμορ καί λογοπαίγνια ἔδινε συμβουλές.
Ἔλεγε ὁ ἅγιος Γέροντας: «Νά ἔχωμε μετάνοια καί στόχος μας νά εἶναι ὁ Παράδεισος. Ἀπέκδυσι τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ χρειάζεται καί ὄχι ἀπέκδυσι τοῦ ρουχισμοῦ, ὅπως συμβαίνει στίς ἡμέρες μας», ἐννοῶντας τήν ἄσχημη ἐνδυμασία. Ἔλεγε ἐπίσης: «Ὅλοι εἴμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά πόσα ἀπό τά παιδιά Του βρίσκονται στό σπίτι τοῦ Πατέρα τους;».
Βλέπομε πόσο πολύ ἐνδιαφερόταν ὁ Γέροντας νά ἔχωμε μετάνοια καί νά μή χάσωμε τόν Παράδεισο.
Ἔλεγε: «Μέ τόσες ἀγρυπνίες καί ξενύχτια, πού κάνομε, εἴμαστε κατά Θεόν ἀλῆτες».
Εἶπε κάποτε, παραμονή τῆς ἑορτῆς τῆς Ἁγίας Ἄννης: « Πρέπει νά κάνωμε μία ἀγρυπνία σήμερα. Γιορτάζει ἡ Γιαγιά μας, ἀφοῦ Μάνα ἔχομε τήν Παναγία μας».
Εἶπε σέ κάποιον, ὁ ὁποῖος εἶχε τρεῖς κόρες μοναχές: «Τί ἀνάγκη ἔχεις ἐσύ; Ἔχεις συμπεθεριάσει μέ τήν Παναγία μας».
Ἔλεγε: «Ὁ μοναχός δέν πρέπει νά χρησιμοποιῆ καθρέφτη. Νά καλύψη τόν καθρέφτη μέ τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί ἐκεῖ νά καθρεφτίζεται γιά νά βλέπη, νά συναισθάνεται καί νά ἐμπεδώνη τί ἀσχήμια πνευματική ἔχει. Σέ κανέναν ἄλλον καθρέφτη δέν πρόκειται νά δοῦμε καθαρά τόν πραγματικό μας ἑαυτό».
Βλέπομε πῶς προσπαθοῦσε μέ κάθε τρόπο νά βοηθήση τούς ἀνθρώπους νά θεραπευθοῦν.
Ἔλεγε μέ πόνο: «Μέ ἀδελφό καί πατέρα τόν Χριστό καί μάνα τήν Παναγία, εἴμαστε ὅλοι γνήσια πνευματικά ἀδέλφια». Δέν ὑπάρχει χῶρος ἀνάμεσά μας γιά ἑτεροθαλῆ καί ἑτερόδοξα «ἀδέλφια»». Καί ἀπό τήν συνάφεια τῶν λόγων του ἐννοοῦσε τούς ἑτεροδόξους, ὅτι ἐάν δέν ἐπιστρέψουν στήν Ὀρθοδοξία, δέν μποροῦν νά θεωρηθοῦν ἐν Χριστῷ ἀδελφοί.
Βλέπομε ἐδῶ πόσο πονοῦσε γιά τήν Ὀρθοδοξία καί πόσο ἐνδιαφερόταν γιά ὅ,τι ἀφοροῦσε τά ἐκκλησιολογικά θέματα καί κατέθετε τήν γνώμη του.
Κάποτε πού εἶχε πολλούς ἐπισκέπτες, γιά νά τούς ἀναπαύση, ἔμεινε μαζί τους γιά πολλές ὧρες. Μετά ἔκανε προσευχή γιά τά προβλήματά τους, καθυστερῶντας τόν προσωπικό του καλογερικό κανόνα, καί ἔφθασε νά κάνη τόν ἑσπερινό τῆς προηγουμένης ἡμέρας, ὅταν ἀνέτελε ὁ ἥλιος. Καί ἔλεγε ἐπ᾽ αὐτοῦ: «Ὁ ἥλιος ἀνέτελε καί ἐγώ ἔψαλλα »φῶς ἱλαρόν»!». Ἐδῶ βλέπομε τί ἀγάπη εἶχε ὁ Γέροντας γιά τούς ἀνθρώπους καί δέν ὑπολόγιζε κούρασι, χάσιμο χρόνου, τήν ὑγεία του, κλπ., ἀλλά συγχρόνως ὅτι δέν παρέλειπε οὔτε στό ἐλάχιστο τό προσωπικό του καλογερικό τυπικό καί κανόνα.
Ἔλεγε γιά τό Πηδάλιο: «Τό λένε »πηδάλιο», διότι μποροῦμε, ὅταν πρέπη, νά τό στρίβωμε ἐλαφρῶς. Ἀλλά, ποτέ δέν ἀλλοιώνομε, ἀλλάζομε καί οἰκονομοῦμε τά ἀνοικονόμητα. Π.χ., γιά τά κωλύμματα τῆς ἱερωσύνης, μέ πόνο καί θλῖψι ἔλεγε πρός ἐπισκόπους καί ἐνδιαφερομένους: «Μά, γιατί τέτοια ἐγκλήματα; Ἀφοῦ εἶναι ἁπλᾶ τά πράγματα. Οἱ συγκεκριμένοι, ἅγιοι μποροῦν νά γίνουν. Ἱερεῖς, ὄχι».
Κάποιος καθηγητής Πανεπιστημίου τῆς Θεολογίας εἶπε στόν Γέροντα Παΐσιο: »Γέροντα, στήν ἐποχή πού ζοῦμε (τέλη τοῦ 20οῦ αἰῶνα), εἶναι δυνατόν νά πιστεύωμε ὅτι ὑπάρχουν δαίμονες; Ἀστεῖα πράγματα! Οἱ δαίμονες δέν εἶναι παρά ἡ προσωποποίησις τοῦ κακοῦ». Καί ὁ Γέροντας Παΐσιος εἶπε: «Μά, τί λές εὐλογημένε; Ἐμεῖς ἐδῶ βλέπομε δωρεάν σινεμά μέ δαίμονες».
Κάποτε ἔστειλε γράμμα σέ κάποιες μοναχές καί τίς προέτρεψε νά φύγουν ἀπό τήν Γερόντισσά τους, ἡ ὁποία ἦταν πλανεμένη καί ἐκινδύνευαν. Οἱ μοναχές τοῦ ἀπήντησαν: «Γέροντα, ἐκτός τῶν ἄλλων, ἡ ἡγουμένη εἶναι καί εὐειδής», δηλαδή ἔχει ὡραία μορφή. Καί ἀπήντησε ὁ Γέροντας: «Εὐειδής εἶναι; Τώρα κατάλαβα γιατί δέν μποροῦμε νά συνεννοηθοῦμε. Γιατί λείπουν »βίδες» σέ ὅλες σας».
Ὅταν τόν ἐπισκέφθηκαν κάποιοι συμφοιτητές μου, ὁ Γέροντας τούς εἶπε: «Τό πᾶν εἶναι νά μή χωλαίνουμε πνευματικά». Καί ὅταν ἕνας ἐξ αὐτῶν τόν ἐρώτησε: »Γέροντα, γιά ἐμᾶς προσωπικά τό λέτε;», ὁ Γέροντας ἀπήντησε: «Ἐξαιροῦνται οἱ παρόντες, ἐκτός ἀπό αὐτούς πού βρίσκονται ἐδῶ». Καί στήν ἴδια παρέα, ὅταν ὁ Γέροντας ἀντιλήφθηκε ὅτι δέν καταλάβαιναν τίποτε, οὔτε τά ἁπλᾶ, σέ κάποια στιγμή, θέλοντας νά τούς πειράξη, τούς εἶπε: «Ἐπειδή ἐσεῖς εἶστε τοῦ Πολυτεχνείου καί πιάνετε πουλιά στόν ἀέρα, τά εὐκόλως ἐννοούμενα παραλείπονται, ἐκτός ἀπό αὐτά πού δέν καταλαβαίνετε…».
Κάποτε, πού γινόταν ντόρος γιά κάποιον Γέροντα, γιά τόν ὁποῖον διέδιδαν ὡρισμένα πνευματικά του παιδιά ὅτι εἶχε διόρασι, προόρασι, νοερά προσευχή, κλπ., καί ὁ Γέροντας ἐκεῖνος τά δεχόταν, ὁ Γέροντας Παΐσιος τόν ἐκάλεσε στήν Παναγούδα καί τόν συμβούλευσε λέγοντάς του: «Τήν ἀρετή σου μή τήν βγάζης στό σφυρί, γιατί ἄν συνεχίσης ἔτσι ἀπό αὐτόν τόν ντόρο τελικά μόνο κουρνιαχτός θά μείνη».
Ἔλεγε γιά κάποιον ἱεροκήρυκα, ὅτι «ἔκαιγε μαζούτ ἀντί νά καίη κηροζίνη. Κούφιος θόρυβος, χωρίς ἔργο». Καί γιά κάποιον ἄλλον ἱεροκήρυκα ἔλεγε, ὅτι «κάνει πολύ ὡραῖο, ἀλλά ἀρνητικό κήρυγμα».
Ἕνας μοναχός πῆγε, παραμονή τῆς κουρᾶς του, νά πάρη εὐχή ἀπό τόν Γέροντα Παΐσιο καί τόν ἐρώτησε: »Γέροντα, τί ἔχετε νά μοῦ πῆτε; Αὔριο γίνομαι μοναχός». Ὁ Γέροντας τοῦ ἀπήντησε: «Ἀνέβα στόν πύργο, στό Κουτλουμοῦσι, καί πές: » Ἔχε γειά καϋμένε κόσμε»!». Τί σοφό καί ἁγιασμένο χιοῦμορ εἶχε ὁ ἅγιος Γέροντας!
Σέ γυναῖκα πού τοῦ εἶπε: »Γέροντα, βάλε τηλέφωνο, γιά νά μποροῦμε νά σέ βρίσκωμε γιά προσευχή σέ δύσκολες στιγμές, κλπ.», τῆς εἶπε ὁ Γέροντας: «Εὐλογημένη, τί τό θέλεις τό τηλέφωνο; Στεῖλε τηλεγράφημα καί θά τό πάρω».
Σέ ἄλλη γυναῖκα πού τοῦ εἶπε «Γέροντα, μέ ἀκοῦς, ὅταν βρίσκεσαι στό Ἅγιο Ὄρος καί σοῦ μιλάω καί σέ παρακαλῶ στήν προσευχή μου;», ὁ Γέροντας Παΐσιος τῆς ἀπήντησε: « Ἔ, τί, γιά κουφό μέ πέρασες;».
Ἔχουν λεχθῆ καί ἔχουν γραφῆ καί εἶναι γνωστά πάρα πολλά ἀπό ὅσα εἶπε ὁ Γέροντας σέ πάρα πολλούς ἀνθρώπους πού τόν ἐγνώρισαν. Ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ εἰς τήν ἀγάπη σας νά ἀναφέρω κάποια ἐλάχιστα προσωπικά μου περιστατικά, πού ἐπιτρέπεται νά λεχθοῦν καί ἔχουν σχέσι μέ τόν Γέροντα:
Ἤμουν δόκιμος καί κατά τήν ἀγρυπνία τῆς Ἀναστάσεως στό Κελλί τοῦ Γέροντά μου, παπα-Ἰσαάκ τοῦ Λιβανέζου, ψάλλαμε ὅλοι μας ἀπό κάτι. Ὅταν ὅμως ἔψαλλε ὁ γερο-Παΐσιος, ἔψαλλε τόσο συγκινητικά καί καρδιακά πού μᾶς ἔδινε τήν αἴσθησι ὅτι ὄντως ἐβίωνε τό »ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι…». Καί κατά τήν τελετή τῆς Ἀναστάσεως, στόν ἐξωτερικό χῶρο τοῦ Κελλιοῦ, ὅταν ψάλλαμε ὅλοι μαζί τά «Χριστός Ἀνέστη», κελαϊδοῦσαν τά πουλιά καί μέ ρώτησε χαμηλόφωνα: «Τί λένε τά πουλάκια;». Ἐγώ ἀπήντησα: «Ποῦ νά ξέρω Γέροντα;». Καί ἐκεῖνος εἶπε: «Εὐλογημένε, ψάλλουν τό Χριστός Ἀνέστη, κι ἐσύ κάθεσαι μουγγός καί δέν ἀπαντᾶς »Ἀληθῶς Ἀνέστη»;».
Ὅταν μέ ἔστειλε στόν παπα-Ἰσαάκ γιά νά δοκιμάσω ὡς ὑποτακτικός, μέ ξεπροβόδισε περπατῶντας μαζί μου σχεδόν μέχρι τήν μισή ἀπόστασι ἀπό τήν Παναγούδα ἕως τό κελλί τοῦ παπα-Ἰσαάκ στήν Καψάλα. Καί ἐνῶ ἐγνώριζε ὅτι ὁ παπα-Ἰσαάκ ἦτο ἔμπειρος, σοφός, ἀσκητής, ὄντως γνήσιος Γέροντας – ἐξ ἄλλου ὁ π. Παΐσιος τόν εἶχε κάνει μεγαλόσχημο -, μοῦ εἶπε: «Νά ξέρης, ὅτι τά ἔντερα μέ τήν κοιλιά μας πολλές φορές μαλλώνουν καί γι᾽αὐτό γουργουλίζει ἡ κοιλιά. Δέν εἶναι εὔκολο νά συνεννοηθῆ ἕνας Ἕλληνας μέ ἕναν Λιβανέζο, ἀλλά ἄν μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ κάνης ὑπομονή, θά ἔχης «ἐνδοσυνεννόησι»».
Φυσικά ὁ Παπα-Ἰσαάκ μιλοῦσε ἄπταιστα Ἑλληνικά, ἀκόμη καί ἀρχαῖα. Ποῦ νά καταλάβω ὅμως ἐγώ τότε – ἤμουν στό τέλος τοῦ τρίτου ἔτους τοῦ Πολυτεχνείου, εἴκοσι δύο χρονῶν περίπου -, ποῦ νά καταλάβω, ὅτι ὁ Γέροντας δέν ἐννοοῦσε τήν γλῶσσα. Ἐννοοῦσε, ὅτι δέν εἶναι εὔκολη ἡ ὑπακοή. Δέν θέλει ὀρθολογισμό, κοσμική λογική, κλπ. καί ὅτι θέλει ἀγῶνα καί ὅλα τά ὑπόλοιπα, τά ὁποῖα εἶδα στήν πρᾶξι ὡς δόκιμος ἐν καιρῷ καί τότε θυμήθηκα καί ἐννόησα τά σοφά καί ἅγια λόγια τοῦ Γέροντος.
Τόν ρώτησα κάποτε: « Γέροντα, ἐμένα μέ ξέρουν ὅλοι οἱ Ἅγιοι;». Καί μοῦ ἀπήντησε: «Εὐλογημένε, νά τούς δώσης διεύθυνσι καί τηλέφωνο, γιά νά σέ βρίσκουν. Οἱ ἀριθμοί ἀπό τά τηλέφωνα εἶναι οἱ κόμποι τοῦ κομποσχοινιοῦ».
Κάποτε μοῦ εἶπε: «Πρέπει νά εἴμαστε προσεκτικοί καί νά ἀσπαζώμαστε μόνο τό φρόνημα ἀπό κάθε σωστό Γέροντα καί νά μή δεχώμαστε ὅ,τι διαδίδεται, γιατί ζοῦμε στήν ἐποχή τῆς παραπληροφόρησης». «Τί ἐννοεῖτε Γέροντα;». Καί ἀπήντησε: «Τό πόσες σάλτσες, παρασάλτσες, παραπληροφορίες καί παρατράγουδα ἄκουσα στήν ζωή μου, δέν εἶναι τίποτα μπροστά σέ ὅλα αὐτά, πού θά κυκλοφορήσουν μετά τήν κοίμησί μου. Ἔλεγαν καί θά λένε διάφορα, ὅτι τά εἶπε δῆθεν ὁ Παΐσιος, ἀλλά τούς τά ὑπαγορεύει ὁ ἑαυτός τους ὁ Πλανή – σιος. Ὅ,τι ὅμως ἔχω πῆ ἐγώ ὁ χαμένος, τό τί ἀκριβῶς ἐννοοῦσα, μόνο ὁ Χριστός γνωρίζει καί κάποια οὔτε ἐγώ ὁ ἴδιος τά καταλαβαίνω».
Βλέπομε τό πῶς ὁ Γέροντας ἤξερε νά καλύπτη καί νά κρύβη τήν ὁποιαδήποτε ἀρετή καί τίς ἐμπειρίες του…
Γιά ἕνα σοβαρό θέμα πού συνέβη καί γιά τό ὁποῖο μόνο τά ἀκόλουθα ἐπιτρέπεται νά σᾶς ἀναφέρω, ὁ Γέροντας στό θέμα αὐτό βρέθηκε στήν μέση χωρίς νά εὐθύνεται καί πέρασε μία πολύ μεγάλη στενοχώρια, πίκρα, θλῖψι καί πόνο. Καί μετά ἀπό πολλά χρόνια ἀπό τότε πού συνέβη τό γεγονός αὐτό, σέ σχετική συζήτησι τόν ἐρώτησα: «Γέροντα, πῶς ἀντέξατε τότε;». Καί μοῦ ἀπήντησε: «Ἔκανα παιδί μου τήν καρδιά μου κιμᾶ».
Βλέπομε τί θυσιαστική ἀγάπη εἶχε ὁ Γέροντας. Γενικά, ὅ,τι ἔκανε ὁ Γέροντας πάντοτε τό ἔκανε ἤ γιά νά βγῆ μεγάλο καλό ἤ γιά νά ἀποφευχθῆ μεγαλύτερο κακό. Ἄλλες φορές πάλι τά ἔπαιρνε ἐπάνω του μόνο καί μόνο ἀπό ἀγάπη.
Μέ ἐντολή τοῦ Γέροντός μου π. Ἰσαάκ τοῦ Λιβανέζου πῆγα στήν Παναγούδα, γιά νά πῶ στόν Γέροντα Παΐσιο ὅτι εἶχα τήν ἐπιθυμία νά γίνω ἱερέας. Καί μόλις πῆρα τήν εὐχή του, πρίν τοῦ πῶ ὁ,τιδήποτε, μοῦ εἶπε: «Θέλεις νά γίνης παπᾶς; Μέ τήν εὐχή μου».
Τοῦ εἶπα κάποτε: «Γέροντα, προσευχηθῆτε νά βάλω μυαλό». Καί μοῦ ἀπήντησε: «Μυαλό ἔχομε ὅλοι, ἀκόμη καί τά ζῶα. Νοῦς χρειάζεται».
Κάποτε, τοῦ εἶπα: «Γέροντα, νά προσέχετε τήν ὑγεία σας. Σᾶς ἔχει ἀνάγκη ὁ κόσμος. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού ἔρχονται στό Ἅγιον Ὄρος ἐπιθυμοῦν καί λένε νά γνωρίσωμε τόν Γέροντα Παΐσιο». Καί ἀπήντησε: «Ἐγώ εὔχομαι νά γνωρίσουν ὅλοι στήν πνευματική τους ζωή τό παν-ίσιο».
Ἔλεγε γιά τόν μακαριστό Μητροπολίτη σας Σεβαστιανό: «Ἐπίσκοποι εἶναι πολλοί, ἀλλά Σεβαστιανός κανένας». Παρεπιπτόντως, τό ἴδιο ἔλεγε καί γιά τόν Γέροντα Παρθένιο, τόν νῦν ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Παύλου, Ἁγίου Ὄρους: «Ἡγούμενοι ὑπάρχουν πολλοί, Παρθένιος κανένας».
Μεγάλη Σαρακοστή τοῦ 1994. Τελευταία Μεγάλη Σαρακοστή καί τελευταῖο Πάσχα τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Γέροντος Παϊσίου.
Εἶχα τήν εὐλογία καί τιμή νά κληθῶ στήν Σουρωτή, γιά νά τελέσω κάποιες ἀκολουθίες τῆς Σαρακοστῆς, ἐπίσης καί ὅλες τίς ἀκολουθίες ἀπό τήν Λειτουργία τῆς Μεγάλη Πέμπτης ἕως καί τήν Δευτέρα τοῦ Πάσχα. Λόγῳ τῆς ἀσθενείας τοῦ Γέροντος, κάποιες ἀκολουθίες-Λειτουργίες ἔγιναν κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, παρουσίᾳ μόνον τοῦ Γέροντος, τῆς ἀδελφότητος καί τῆς ἀναξιότητος μου.
Σέ εὐχέλαιο τῆς Σαρακοστῆς, ὅταν τόν ἔχρισα, ἐπειδή ὁ Γέροντας ἦτο μοναχός καί δέν εἶχε ἱερωσύνη, ἔσκυψε νά μοῦ ἀσπασθῆ τό χέρι καί νά πάρη τήν εὐχή μου. Ἐγώ μπροστά στόν σεβάσμιο Γέροντα, ἀπό ντροπή καί δέος, τράβηξα τό χέρι μου, καί ἔσκυψα νά πάρω ἐγώ τήν εὐχή του. Τότε τσουγκρίσανε τά κεφάλια μας καί μέ ἀσπάσθηκε στό κεφάλι. Ὅταν τήν ἄλλη ἡμέρα τόν ἐρώτησα: »Γέροντα, σᾶς πόνεσα;», μοῦ ἀπήντησε: «Ὄχι, εὐλογημένε, δέν τό κατάλαβες ἀπό τόν κρότο;». Καί ἐγώ τοῦ ἀπήντησα αὐθόρμητα: «Κατάλαβα ὅτι τό δικό σας κεφάλι ἦταν γεμᾶτο μέ σοφία καί Χάρι, ἐνῶ τό δικό μου ἄδειο καί κούφιο».
Ὅταν τόν ἐκοινώνησα τήν τελευταία Μεγάλη Πέμπτη, ἐπίσης καί τό τελευταῖο Πάσχα τῆς ζωῆς του στήν Ἀνάστασι, δέν θά ξεχάσω ποτέ μέ τί εὐλάβεια καί εἰρήνη ἐκοινωνοῦσε, παρά τό ὅτι εἶχε φρικτούς πόνους καί εἶχε μείνει σχεδόν μία σκιά ἀπό τήν ἀσθένεια.
Στήν τελευταία συνάντησί μας τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, ἐκτός τῶν ἄλλων, μοῦ εἶπε νά μή στέλνω κόσμο στό Παλαιό Ἡμερολόγιο, ἀλλά νά στέλνω καί νά ὁδηγῶ τόν κόσμο στόν Παλαιό τῶν Ἡμερῶν.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀναμεσά μας ἐδῶ σήμερα ὑπάρχουν ἀρκετοί πού ἐγνώρισαν τόν Γέροντα Παΐσιο, ὅπως καί πάρα πολλοί ἄνθρωποι πού τόν ἐγνώρισαν καί δέν εὑρίσκονται ἐδῶ. Πιστεύω ὅτι ὅλοι συμφωνοῦμε, ὅτι τήν προσωπικότητα τοῦ Γέροντος Παϊσίου τήν συνθέτουν ἀρετές καί προτερήματα. Ὅπως ἐξυπνάδα, σοφία, εὐστροφία, ὀξυδέρκεια, διορατικότητα, ἁπλότητα, ἐτυμολογία, σοφό χιοῦμορ, σύνεσι, ταπείνωσι, διάκρισι, θυσιαστική ἀγάπη, ἐμπειρία, διόρασι, προόρασι, νῆψι, ἄσκησι, προσευχή, ἁγιότητα.
Ὅλοι γνωρίζομε ὅτι εἶναι ἕνας μεγάλος Ἅγιος καί εἶναι σκέπη γενικά γιά ὅλην τήν οἰκουμένη καί εἰδικά γιά τήν εὐλογημένη Κόνιτσα. Τήν εὐλογημένη Κόνιτσα, πού ἐκτός ἀπό τήν εὐχή τοῦ μακαριστοῦ σεπτοῦ ἐπισκόπου κυροῦ Σεβαστιανοῦ τήν σκεπάζει καί ἡ εὐχή τοῦ Γέροντος Παϊσίου. Εἶναι ἐπίσης μία εὐλογία πού ὑπάρχει ἐδῶ καί τό κατά σάρκα DNA τοῦ Γέροντος Παϊσίου, δηλαδή οἱ κατά σάρκα συγγενεῖς του πού κατοικοῦν ἐδῶ.
Νά ζήσης εὐλογημένη Κόνιτσα, ἀνάμεσα σέ ὅλες τίς πόλεις!
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, σᾶς ζητῶ συγγνώμη ἄν σᾶς ἐκούρασα. Τό νά πῶ ὅτι θά εἶμαι ἀναπολόγητος ἐπειδή ἐγνώρισα καί συνωμίλησα γιά ὧρες μέ τόν Γέροντα Παΐσιο ἴσως θεωρηθῆ ὑπερβολή, ταπεινολογία, κλπ. Ἐγώ ὅμως τό ἐννοῶ. Θά εἶμαι ἀναπολόγητος.
Τήν εὐχή τοῦ Γέροντα νά ἔχωμε.
Σᾶς εὐχαριστῶ.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
(Ὁμιλία στό Δημαρχεῖο Κονίτσης στά πλαίσια τῶν ἐκδηλώσεων γιά τά εἴκοσι χρόνια ἀπό τήν κοίμησι τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου
13/07/2014)
Πηγή:agiotokos-kappadokia.gr
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης κ.κ. Ἀνδρέα, υἱκῶς ἐκ μέσης καρδίας σᾶς εὐχαριστῶ καί σᾶς εὐγνωμονῶ πού μέ τήν εὐλογία σας σήμερα παρευρίσκομαι ἀνάμεσά σας ὡς ὁμιλητής μέ θέμα «Ἡ προσωπικότης τοῦ Γέροντος Παϊσίου».
Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, σεβαστοί μου πατέρες καί ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί
Ὅσοι ἐγνωρίσαμε τόν Γέροντα Παΐσιο, ἄλλοι προσωπικά, ἄλλοι ἀπό τά βιβλία, ἄλλοι ἀπό διηγήσεις ἄλλων, διαπιστώνομε ὅτι ὁ Γέροντας Παΐσιος εἶχε ἀφιερώσει ὅλο του τό εἶναι στόν Θεό. Ἐφήρμοζε κατά γράμμα τό λεγόμενο «δέν ἔδωσε στόν Θεό τίποτε, ἐκεῖνος πού δέν τά ἔδωσε ὅλα». Καί ὁ Γέροντας Παΐσιος ὄντως τά ἔδωσε ὅλα γιά τόν Θεό. Ἡ πνευματική του προσφορά ἀνά τούς αἰῶνας θά εἶναι μεγίστη καί ἀνυπολόγιστη. Παρά τίς προσωπικές του δοκιμασίες, πειρασμούς, ἀδικίες, συκοφαντίες κλπ., ἡ ὁλοκληρωτική του ἀγάπη καί ἡ ἀφοσίωσί του παρέμειναν ἀναλλοίωτες τόσον ὡς πρός τόν Θεό, ὅσο καί ὡς πρός τούς ἀνθρώπους. Ἦτο βιαστής τῆς φύσεώς του, εἶχε νῆψι, προσευχή, ἄσκησι καί γνήσιο πατερικό καί μοναχικό φρόνημα.
Ὅποιος τόν ἐπεσκέπτετο καί συνωμιλοῦσε μαζί του ἤ ἀκόμη καί μόνον νά ἔβλεπε ἐν σιωπῇ τήν μορφή του, ἔνοιωθε ὅτι ἀνέπνεε καθαρό ὀξυγόνο καί ἀνεζωογονεῖτο. Ὁ Γέροντας ἦτο πιστός στήν Παράδοσι καί πονοῦσε, ἀγωνιοῦσε καί προσηύχετο διακαῶς γιά τήν διατήρησι τῆς αὐθεντικότητας καί μοναδικότητας τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Δέν δεχόταν μέ τίποτε τήν ἀλλοίωσι τῆς παραδόσεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀπό τό κοσμικό φρόνημα, τίς ποικίλες ἐπιδράσεις, κλπ. Ἔλεγε: «Ἄν παραμείνωμε ἀσκητές, νηπτικοί, γνήσιοι μοναχοί, καί ἀφήσωμε νά χαθῆ ἡ φυσική κατάστασις τοῦ τόπου καί νά ἀλλοιωθῆ, αὐτό θά εἶναι πτῶσις γιά ὅλους μας. Ἄν πάλι διατηρήσωμε τά κτίρια, τά κειμήλια, κλπ. καί χάσωμε τήν μοναχική μας ἰδιότητα καί ἐκκοσμικευθοῦμε, τότε θά εἴμαστε σάν ξεναγοί σέ ἀξιοθέατα. Οὔτε τό ἕνα, οὔτε τό ἄλλο πρέπει νά ἐπιτρέψωμε. Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας μας, ἔλεγε, πρέπει νά μείνη καί νά διατηρηθῆ ἀναλλοίωτο καί τά ἄνθη του, οἱ μοναχοί του, νά εὐωδιάζουν πάντοτε μέ τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Βλέπομε ὅτι ὁ Γέροντας ἦταν ἕνας γνήσιος παραδοσιακός Ἁγιορείτης μοναχός.
Ἔλεγε: «Δέν ἔχω ὑποτακτικό – μέ τήν στενή ἔννοια – γιατί εἶμαι ὑποτακτικός ὅλου τοῦ κόσμου. Χρέος μου καί καθῆκον μου εἶναι νά προσεύχωμαι γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Δέν εἶμαι ἄνεργος. Τό ἐπάγγελμά μου εἶναι νά φτιάχνω τούς λογισμούς τῶν ἀνθρώπων».
Βλέπομε τί πνεῦμα διακονίας, ἀγάπης καί πόνο εἶχε ὁ Γέροντας γιά τούς ἀνθρώπους.
Τόν ἐρώτησε κάποιος μοναχός: «Γέροντα, νά πάω σέ κοινόβιο ἤ νά μείνω μόνος μου σέ κελλί;».
Ἀπήντησε ὁ Γέροντας: «Ὑπάρχουν τά πουλιά τοῦ κλουβιοῦ καί τά πουλιά τοῦ κλαδιοῦ». Οἱ μοναχοί τοῦ κοινοβίου καί οἱ κελλιῶτες μοναχοί. «Μή διαλέξης μόνος σου τό κλουβί ἤ τό κλαδί, γιατί θά μείνης χωρίς φτερά». Χωρίς δηλαδή πνευματικά φτερά. «Γιατί τό πουλί χωρίς φτερά ἔχει πνευματικό μαρασμό. Βρές διακριτικό, ἔμπειρο πνευματικό ὁδηγό γιά νά σοῦ πῆ σέ ποιά πνευματική ράτσα-εἶδος ἀνήκεις. Κάνε ὑπακοή καί τότε διπλᾶ καί τριπλᾶ πνευματικά φτερά θά ἀποκτήσης. Διότι, μόνον σέ ὅ,τι γίνεται μέ ὑπακοή καί εὐλογία ἔρχεται ἡ Χάρις καί ἡ πνευματική προκοπή. Ἄν πάρωμε ἄδεια ἀπό τήν »σημαία», δηλαδή ἄν βάζωμε »μετάνοια» μόνο στόν δικό μας λογισμό καί κάνωμε ὑπακοή στόν ἑαυτό μας, τότε χάνομε καί ὅ,τι στοιχειῶδες ἔχομε ἀποκτήσει».
Βλέπομε τήν σοφία, τήν Χάρι, τήν διάκρισι σέ κάθε συμβουλή καί τήν βοήθεια πού προσέφερε ὁ Γέροντας.
Κάποτε ἕνας προσκυνητής πηγαίνοντας πρός τήν Παναγούδα ἔπεσε σέ ἕνα βαθύ ρέμα κοντά σέ ἕνα Κελλί. Ὁ Γέροντας τοῦ Κελλιοῦ αὐτοῦ τοῦ παρέσχε τίς πρῶτες βοήθειες καί ὁ προσκυνητής λόγῳ τοῦ σοβαροῦ χτυπήματος δέν πῆγε τελικά στόν Γέροντα Παΐσιο. Μετά ἀπό λίγο ὁ Γέροντας Παΐσιος ἐφώναξε ἀπό τήν Παναγούδα στόν Γέροντα τοῦ ἐν λόγῳ Κελλιοῦ, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο στήν ἁπλωταριά τοῦ Κελλιοῦ του, πού ἀπεῖχε περίπου τριακόσια μέ τετρακόσια μέτρα ἀπό τήν Παναγούδα καί εἶπε: «Ἔ, πάτερ τάδε…..». Καί ἀπήντησε ὁ μοναχός: «Εὐλόγησον Γέροντα, θέλετε κάτι;». «Τίποτε, τό »τηλέφωνο» δοκίμασα», εἶπε ὁ Γέροντας Παΐσιος.
Βλέπομε πῶς ὁ Γέροντας ἤξερε νά κρύβη τήν ἀρετή του καί πόσο διακριτικά καί μέ τί σοφία καί χάρι περνοῦσε τά μηνύματα τῆς ἀγάπης του, τῆς προσευχῆς του, τῆς ἔγνοιας του, τῆς μέριμνάς του, κλπ.
Σέ κάποιον δόκιμο μοναχό πού τόν ἐπισκέφθηκε στήν Παναγούδα ὁ Γέροντας εἶπε: «Πάρε ἕνα λουκούμι». Ὁ δόκιμος μοναχός, ἐνῶ ἦταν ἕτοιμος νά ἁπλώση τό χέρι του, κάτι τόν ἐμπόδισε καί δέν πῆρε τό λουκούμι. Καί ἔνοιωσε ἐκείνην τήν στιγμή μία ἐσωτερική γλυκύτητα. Ὁ Γέροντας σέ λίγο πάλι τοῦ λέγει: «Πᾶρε καί δεύτερο λουκούμι», ἐνῶ ὁ δόκιμος δέν εἶχε πάρει οὔτε κἄν τό πρῶτο. Ἀλλά καί πάλι, πρίν ἀκόμη ἁπλώση τό χέρι του, κάτι τόν ἐμπόδισε, δέν πῆρε λουκούμι καί ἔνοιωσε γιά δεύτερη φορά τήν ἴδια ἐσωτερική γλυκύτητα.
Μετά ἀπό καιρό, ὅταν ὁ δόκιμος μοναχός αὐτός ἐπισκέφθηκε πάλι τόν Γέροντα, ὁ Γέροντας, ὅπως συνήθιζε σέ ὅλους, τοῦ λέγει αὐθόρμητα: «Ἔλα εὐλογημένε νά σέ κεράσω πρῶτα κανένα λουκούμι». Καί τότε ἐκεῖνος τοῦ λέγει: «Γέροντα, θέλω ἀπό τά ἄλλα τά λουκούμια…», ἐννοῶντας τήν ἐσωτερική γλυκύτητα. Καί ὁ Γέροντας τοῦ ἀπήντησε χωρίς νά ζητήση διευκρινίσεις: «Ἀπό τά ἄλλα τά λουκούμια, θά δοῦμε…». Βλέπομε τί κομψότητα, λεπτότητα καί διορατικότητα διέκριναν τόν ἅγιο Γέροντα.
Μία φορά, σέ μία ἀγρυπνία, ἔψαλλε κάποιος Γέροντας τό «πᾶσα πνοή» σέ ἀργό (παπαδικό) ὕφος. Ἀλλά ἐπειδή ἐξέφυγε ἀπό τό μουσικό κείμενο, ἔβαλε καί δικά του αὐτοσχέδια μουσικά στοιχεῖα, μέ ἀποτέλεσμα νά τό κάνη πιό πολύπλοκο καί διαφορετικό ἀπό τό μουσικό κείμενο. Καί τότε τοῦ λέγει μέ ἀγάπη ὁ Γερο-Παΐσιος: « Ἔ, πάτερ, σ᾽ αὐτό τό «πᾶσα πνοή» πολλές πνοές ἔβαλες μέσα σήμερα».
Ἐδῶ βλέπομε πῶς μέ λεπτό χιοῦμορ καί λογοπαίγνια ἔδινε συμβουλές.
Ἔλεγε ὁ ἅγιος Γέροντας: «Νά ἔχωμε μετάνοια καί στόχος μας νά εἶναι ὁ Παράδεισος. Ἀπέκδυσι τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ χρειάζεται καί ὄχι ἀπέκδυσι τοῦ ρουχισμοῦ, ὅπως συμβαίνει στίς ἡμέρες μας», ἐννοῶντας τήν ἄσχημη ἐνδυμασία. Ἔλεγε ἐπίσης: «Ὅλοι εἴμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά πόσα ἀπό τά παιδιά Του βρίσκονται στό σπίτι τοῦ Πατέρα τους;».
Βλέπομε πόσο πολύ ἐνδιαφερόταν ὁ Γέροντας νά ἔχωμε μετάνοια καί νά μή χάσωμε τόν Παράδεισο.
Ἔλεγε: «Μέ τόσες ἀγρυπνίες καί ξενύχτια, πού κάνομε, εἴμαστε κατά Θεόν ἀλῆτες».
Εἶπε κάποτε, παραμονή τῆς ἑορτῆς τῆς Ἁγίας Ἄννης: « Πρέπει νά κάνωμε μία ἀγρυπνία σήμερα. Γιορτάζει ἡ Γιαγιά μας, ἀφοῦ Μάνα ἔχομε τήν Παναγία μας».
Εἶπε σέ κάποιον, ὁ ὁποῖος εἶχε τρεῖς κόρες μοναχές: «Τί ἀνάγκη ἔχεις ἐσύ; Ἔχεις συμπεθεριάσει μέ τήν Παναγία μας».
Ἔλεγε: «Ὁ μοναχός δέν πρέπει νά χρησιμοποιῆ καθρέφτη. Νά καλύψη τόν καθρέφτη μέ τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί ἐκεῖ νά καθρεφτίζεται γιά νά βλέπη, νά συναισθάνεται καί νά ἐμπεδώνη τί ἀσχήμια πνευματική ἔχει. Σέ κανέναν ἄλλον καθρέφτη δέν πρόκειται νά δοῦμε καθαρά τόν πραγματικό μας ἑαυτό».
Βλέπομε πῶς προσπαθοῦσε μέ κάθε τρόπο νά βοηθήση τούς ἀνθρώπους νά θεραπευθοῦν.
Ἔλεγε μέ πόνο: «Μέ ἀδελφό καί πατέρα τόν Χριστό καί μάνα τήν Παναγία, εἴμαστε ὅλοι γνήσια πνευματικά ἀδέλφια». Δέν ὑπάρχει χῶρος ἀνάμεσά μας γιά ἑτεροθαλῆ καί ἑτερόδοξα «ἀδέλφια»». Καί ἀπό τήν συνάφεια τῶν λόγων του ἐννοοῦσε τούς ἑτεροδόξους, ὅτι ἐάν δέν ἐπιστρέψουν στήν Ὀρθοδοξία, δέν μποροῦν νά θεωρηθοῦν ἐν Χριστῷ ἀδελφοί.
Βλέπομε ἐδῶ πόσο πονοῦσε γιά τήν Ὀρθοδοξία καί πόσο ἐνδιαφερόταν γιά ὅ,τι ἀφοροῦσε τά ἐκκλησιολογικά θέματα καί κατέθετε τήν γνώμη του.
Κάποτε πού εἶχε πολλούς ἐπισκέπτες, γιά νά τούς ἀναπαύση, ἔμεινε μαζί τους γιά πολλές ὧρες. Μετά ἔκανε προσευχή γιά τά προβλήματά τους, καθυστερῶντας τόν προσωπικό του καλογερικό κανόνα, καί ἔφθασε νά κάνη τόν ἑσπερινό τῆς προηγουμένης ἡμέρας, ὅταν ἀνέτελε ὁ ἥλιος. Καί ἔλεγε ἐπ᾽ αὐτοῦ: «Ὁ ἥλιος ἀνέτελε καί ἐγώ ἔψαλλα »φῶς ἱλαρόν»!». Ἐδῶ βλέπομε τί ἀγάπη εἶχε ὁ Γέροντας γιά τούς ἀνθρώπους καί δέν ὑπολόγιζε κούρασι, χάσιμο χρόνου, τήν ὑγεία του, κλπ., ἀλλά συγχρόνως ὅτι δέν παρέλειπε οὔτε στό ἐλάχιστο τό προσωπικό του καλογερικό τυπικό καί κανόνα.
Ἔλεγε γιά τό Πηδάλιο: «Τό λένε »πηδάλιο», διότι μποροῦμε, ὅταν πρέπη, νά τό στρίβωμε ἐλαφρῶς. Ἀλλά, ποτέ δέν ἀλλοιώνομε, ἀλλάζομε καί οἰκονομοῦμε τά ἀνοικονόμητα. Π.χ., γιά τά κωλύμματα τῆς ἱερωσύνης, μέ πόνο καί θλῖψι ἔλεγε πρός ἐπισκόπους καί ἐνδιαφερομένους: «Μά, γιατί τέτοια ἐγκλήματα; Ἀφοῦ εἶναι ἁπλᾶ τά πράγματα. Οἱ συγκεκριμένοι, ἅγιοι μποροῦν νά γίνουν. Ἱερεῖς, ὄχι».
Κάποιος καθηγητής Πανεπιστημίου τῆς Θεολογίας εἶπε στόν Γέροντα Παΐσιο: »Γέροντα, στήν ἐποχή πού ζοῦμε (τέλη τοῦ 20οῦ αἰῶνα), εἶναι δυνατόν νά πιστεύωμε ὅτι ὑπάρχουν δαίμονες; Ἀστεῖα πράγματα! Οἱ δαίμονες δέν εἶναι παρά ἡ προσωποποίησις τοῦ κακοῦ». Καί ὁ Γέροντας Παΐσιος εἶπε: «Μά, τί λές εὐλογημένε; Ἐμεῖς ἐδῶ βλέπομε δωρεάν σινεμά μέ δαίμονες».
Κάποτε ἔστειλε γράμμα σέ κάποιες μοναχές καί τίς προέτρεψε νά φύγουν ἀπό τήν Γερόντισσά τους, ἡ ὁποία ἦταν πλανεμένη καί ἐκινδύνευαν. Οἱ μοναχές τοῦ ἀπήντησαν: «Γέροντα, ἐκτός τῶν ἄλλων, ἡ ἡγουμένη εἶναι καί εὐειδής», δηλαδή ἔχει ὡραία μορφή. Καί ἀπήντησε ὁ Γέροντας: «Εὐειδής εἶναι; Τώρα κατάλαβα γιατί δέν μποροῦμε νά συνεννοηθοῦμε. Γιατί λείπουν »βίδες» σέ ὅλες σας».
Ὅταν τόν ἐπισκέφθηκαν κάποιοι συμφοιτητές μου, ὁ Γέροντας τούς εἶπε: «Τό πᾶν εἶναι νά μή χωλαίνουμε πνευματικά». Καί ὅταν ἕνας ἐξ αὐτῶν τόν ἐρώτησε: »Γέροντα, γιά ἐμᾶς προσωπικά τό λέτε;», ὁ Γέροντας ἀπήντησε: «Ἐξαιροῦνται οἱ παρόντες, ἐκτός ἀπό αὐτούς πού βρίσκονται ἐδῶ». Καί στήν ἴδια παρέα, ὅταν ὁ Γέροντας ἀντιλήφθηκε ὅτι δέν καταλάβαιναν τίποτε, οὔτε τά ἁπλᾶ, σέ κάποια στιγμή, θέλοντας νά τούς πειράξη, τούς εἶπε: «Ἐπειδή ἐσεῖς εἶστε τοῦ Πολυτεχνείου καί πιάνετε πουλιά στόν ἀέρα, τά εὐκόλως ἐννοούμενα παραλείπονται, ἐκτός ἀπό αὐτά πού δέν καταλαβαίνετε…».
Κάποτε, πού γινόταν ντόρος γιά κάποιον Γέροντα, γιά τόν ὁποῖον διέδιδαν ὡρισμένα πνευματικά του παιδιά ὅτι εἶχε διόρασι, προόρασι, νοερά προσευχή, κλπ., καί ὁ Γέροντας ἐκεῖνος τά δεχόταν, ὁ Γέροντας Παΐσιος τόν ἐκάλεσε στήν Παναγούδα καί τόν συμβούλευσε λέγοντάς του: «Τήν ἀρετή σου μή τήν βγάζης στό σφυρί, γιατί ἄν συνεχίσης ἔτσι ἀπό αὐτόν τόν ντόρο τελικά μόνο κουρνιαχτός θά μείνη».
Ἔλεγε γιά κάποιον ἱεροκήρυκα, ὅτι «ἔκαιγε μαζούτ ἀντί νά καίη κηροζίνη. Κούφιος θόρυβος, χωρίς ἔργο». Καί γιά κάποιον ἄλλον ἱεροκήρυκα ἔλεγε, ὅτι «κάνει πολύ ὡραῖο, ἀλλά ἀρνητικό κήρυγμα».
Ἕνας μοναχός πῆγε, παραμονή τῆς κουρᾶς του, νά πάρη εὐχή ἀπό τόν Γέροντα Παΐσιο καί τόν ἐρώτησε: »Γέροντα, τί ἔχετε νά μοῦ πῆτε; Αὔριο γίνομαι μοναχός». Ὁ Γέροντας τοῦ ἀπήντησε: «Ἀνέβα στόν πύργο, στό Κουτλουμοῦσι, καί πές: » Ἔχε γειά καϋμένε κόσμε»!». Τί σοφό καί ἁγιασμένο χιοῦμορ εἶχε ὁ ἅγιος Γέροντας!
Σέ γυναῖκα πού τοῦ εἶπε: »Γέροντα, βάλε τηλέφωνο, γιά νά μποροῦμε νά σέ βρίσκωμε γιά προσευχή σέ δύσκολες στιγμές, κλπ.», τῆς εἶπε ὁ Γέροντας: «Εὐλογημένη, τί τό θέλεις τό τηλέφωνο; Στεῖλε τηλεγράφημα καί θά τό πάρω».
Σέ ἄλλη γυναῖκα πού τοῦ εἶπε «Γέροντα, μέ ἀκοῦς, ὅταν βρίσκεσαι στό Ἅγιο Ὄρος καί σοῦ μιλάω καί σέ παρακαλῶ στήν προσευχή μου;», ὁ Γέροντας Παΐσιος τῆς ἀπήντησε: « Ἔ, τί, γιά κουφό μέ πέρασες;».
Ἔχουν λεχθῆ καί ἔχουν γραφῆ καί εἶναι γνωστά πάρα πολλά ἀπό ὅσα εἶπε ὁ Γέροντας σέ πάρα πολλούς ἀνθρώπους πού τόν ἐγνώρισαν. Ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ εἰς τήν ἀγάπη σας νά ἀναφέρω κάποια ἐλάχιστα προσωπικά μου περιστατικά, πού ἐπιτρέπεται νά λεχθοῦν καί ἔχουν σχέσι μέ τόν Γέροντα:
Ἤμουν δόκιμος καί κατά τήν ἀγρυπνία τῆς Ἀναστάσεως στό Κελλί τοῦ Γέροντά μου, παπα-Ἰσαάκ τοῦ Λιβανέζου, ψάλλαμε ὅλοι μας ἀπό κάτι. Ὅταν ὅμως ἔψαλλε ὁ γερο-Παΐσιος, ἔψαλλε τόσο συγκινητικά καί καρδιακά πού μᾶς ἔδινε τήν αἴσθησι ὅτι ὄντως ἐβίωνε τό »ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι…». Καί κατά τήν τελετή τῆς Ἀναστάσεως, στόν ἐξωτερικό χῶρο τοῦ Κελλιοῦ, ὅταν ψάλλαμε ὅλοι μαζί τά «Χριστός Ἀνέστη», κελαϊδοῦσαν τά πουλιά καί μέ ρώτησε χαμηλόφωνα: «Τί λένε τά πουλάκια;». Ἐγώ ἀπήντησα: «Ποῦ νά ξέρω Γέροντα;». Καί ἐκεῖνος εἶπε: «Εὐλογημένε, ψάλλουν τό Χριστός Ἀνέστη, κι ἐσύ κάθεσαι μουγγός καί δέν ἀπαντᾶς »Ἀληθῶς Ἀνέστη»;».
Ὅταν μέ ἔστειλε στόν παπα-Ἰσαάκ γιά νά δοκιμάσω ὡς ὑποτακτικός, μέ ξεπροβόδισε περπατῶντας μαζί μου σχεδόν μέχρι τήν μισή ἀπόστασι ἀπό τήν Παναγούδα ἕως τό κελλί τοῦ παπα-Ἰσαάκ στήν Καψάλα. Καί ἐνῶ ἐγνώριζε ὅτι ὁ παπα-Ἰσαάκ ἦτο ἔμπειρος, σοφός, ἀσκητής, ὄντως γνήσιος Γέροντας – ἐξ ἄλλου ὁ π. Παΐσιος τόν εἶχε κάνει μεγαλόσχημο -, μοῦ εἶπε: «Νά ξέρης, ὅτι τά ἔντερα μέ τήν κοιλιά μας πολλές φορές μαλλώνουν καί γι᾽αὐτό γουργουλίζει ἡ κοιλιά. Δέν εἶναι εὔκολο νά συνεννοηθῆ ἕνας Ἕλληνας μέ ἕναν Λιβανέζο, ἀλλά ἄν μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ κάνης ὑπομονή, θά ἔχης «ἐνδοσυνεννόησι»».
Φυσικά ὁ Παπα-Ἰσαάκ μιλοῦσε ἄπταιστα Ἑλληνικά, ἀκόμη καί ἀρχαῖα. Ποῦ νά καταλάβω ὅμως ἐγώ τότε – ἤμουν στό τέλος τοῦ τρίτου ἔτους τοῦ Πολυτεχνείου, εἴκοσι δύο χρονῶν περίπου -, ποῦ νά καταλάβω, ὅτι ὁ Γέροντας δέν ἐννοοῦσε τήν γλῶσσα. Ἐννοοῦσε, ὅτι δέν εἶναι εὔκολη ἡ ὑπακοή. Δέν θέλει ὀρθολογισμό, κοσμική λογική, κλπ. καί ὅτι θέλει ἀγῶνα καί ὅλα τά ὑπόλοιπα, τά ὁποῖα εἶδα στήν πρᾶξι ὡς δόκιμος ἐν καιρῷ καί τότε θυμήθηκα καί ἐννόησα τά σοφά καί ἅγια λόγια τοῦ Γέροντος.
Τόν ρώτησα κάποτε: « Γέροντα, ἐμένα μέ ξέρουν ὅλοι οἱ Ἅγιοι;». Καί μοῦ ἀπήντησε: «Εὐλογημένε, νά τούς δώσης διεύθυνσι καί τηλέφωνο, γιά νά σέ βρίσκουν. Οἱ ἀριθμοί ἀπό τά τηλέφωνα εἶναι οἱ κόμποι τοῦ κομποσχοινιοῦ».
Κάποτε μοῦ εἶπε: «Πρέπει νά εἴμαστε προσεκτικοί καί νά ἀσπαζώμαστε μόνο τό φρόνημα ἀπό κάθε σωστό Γέροντα καί νά μή δεχώμαστε ὅ,τι διαδίδεται, γιατί ζοῦμε στήν ἐποχή τῆς παραπληροφόρησης». «Τί ἐννοεῖτε Γέροντα;». Καί ἀπήντησε: «Τό πόσες σάλτσες, παρασάλτσες, παραπληροφορίες καί παρατράγουδα ἄκουσα στήν ζωή μου, δέν εἶναι τίποτα μπροστά σέ ὅλα αὐτά, πού θά κυκλοφορήσουν μετά τήν κοίμησί μου. Ἔλεγαν καί θά λένε διάφορα, ὅτι τά εἶπε δῆθεν ὁ Παΐσιος, ἀλλά τούς τά ὑπαγορεύει ὁ ἑαυτός τους ὁ Πλανή – σιος. Ὅ,τι ὅμως ἔχω πῆ ἐγώ ὁ χαμένος, τό τί ἀκριβῶς ἐννοοῦσα, μόνο ὁ Χριστός γνωρίζει καί κάποια οὔτε ἐγώ ὁ ἴδιος τά καταλαβαίνω».
Βλέπομε τό πῶς ὁ Γέροντας ἤξερε νά καλύπτη καί νά κρύβη τήν ὁποιαδήποτε ἀρετή καί τίς ἐμπειρίες του…
Γιά ἕνα σοβαρό θέμα πού συνέβη καί γιά τό ὁποῖο μόνο τά ἀκόλουθα ἐπιτρέπεται νά σᾶς ἀναφέρω, ὁ Γέροντας στό θέμα αὐτό βρέθηκε στήν μέση χωρίς νά εὐθύνεται καί πέρασε μία πολύ μεγάλη στενοχώρια, πίκρα, θλῖψι καί πόνο. Καί μετά ἀπό πολλά χρόνια ἀπό τότε πού συνέβη τό γεγονός αὐτό, σέ σχετική συζήτησι τόν ἐρώτησα: «Γέροντα, πῶς ἀντέξατε τότε;». Καί μοῦ ἀπήντησε: «Ἔκανα παιδί μου τήν καρδιά μου κιμᾶ».
Βλέπομε τί θυσιαστική ἀγάπη εἶχε ὁ Γέροντας. Γενικά, ὅ,τι ἔκανε ὁ Γέροντας πάντοτε τό ἔκανε ἤ γιά νά βγῆ μεγάλο καλό ἤ γιά νά ἀποφευχθῆ μεγαλύτερο κακό. Ἄλλες φορές πάλι τά ἔπαιρνε ἐπάνω του μόνο καί μόνο ἀπό ἀγάπη.
Μέ ἐντολή τοῦ Γέροντός μου π. Ἰσαάκ τοῦ Λιβανέζου πῆγα στήν Παναγούδα, γιά νά πῶ στόν Γέροντα Παΐσιο ὅτι εἶχα τήν ἐπιθυμία νά γίνω ἱερέας. Καί μόλις πῆρα τήν εὐχή του, πρίν τοῦ πῶ ὁ,τιδήποτε, μοῦ εἶπε: «Θέλεις νά γίνης παπᾶς; Μέ τήν εὐχή μου».
Τοῦ εἶπα κάποτε: «Γέροντα, προσευχηθῆτε νά βάλω μυαλό». Καί μοῦ ἀπήντησε: «Μυαλό ἔχομε ὅλοι, ἀκόμη καί τά ζῶα. Νοῦς χρειάζεται».
Κάποτε, τοῦ εἶπα: «Γέροντα, νά προσέχετε τήν ὑγεία σας. Σᾶς ἔχει ἀνάγκη ὁ κόσμος. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού ἔρχονται στό Ἅγιον Ὄρος ἐπιθυμοῦν καί λένε νά γνωρίσωμε τόν Γέροντα Παΐσιο». Καί ἀπήντησε: «Ἐγώ εὔχομαι νά γνωρίσουν ὅλοι στήν πνευματική τους ζωή τό παν-ίσιο».
Ἔλεγε γιά τόν μακαριστό Μητροπολίτη σας Σεβαστιανό: «Ἐπίσκοποι εἶναι πολλοί, ἀλλά Σεβαστιανός κανένας». Παρεπιπτόντως, τό ἴδιο ἔλεγε καί γιά τόν Γέροντα Παρθένιο, τόν νῦν ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Παύλου, Ἁγίου Ὄρους: «Ἡγούμενοι ὑπάρχουν πολλοί, Παρθένιος κανένας».
Μεγάλη Σαρακοστή τοῦ 1994. Τελευταία Μεγάλη Σαρακοστή καί τελευταῖο Πάσχα τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Γέροντος Παϊσίου.
Εἶχα τήν εὐλογία καί τιμή νά κληθῶ στήν Σουρωτή, γιά νά τελέσω κάποιες ἀκολουθίες τῆς Σαρακοστῆς, ἐπίσης καί ὅλες τίς ἀκολουθίες ἀπό τήν Λειτουργία τῆς Μεγάλη Πέμπτης ἕως καί τήν Δευτέρα τοῦ Πάσχα. Λόγῳ τῆς ἀσθενείας τοῦ Γέροντος, κάποιες ἀκολουθίες-Λειτουργίες ἔγιναν κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, παρουσίᾳ μόνον τοῦ Γέροντος, τῆς ἀδελφότητος καί τῆς ἀναξιότητος μου.
Σέ εὐχέλαιο τῆς Σαρακοστῆς, ὅταν τόν ἔχρισα, ἐπειδή ὁ Γέροντας ἦτο μοναχός καί δέν εἶχε ἱερωσύνη, ἔσκυψε νά μοῦ ἀσπασθῆ τό χέρι καί νά πάρη τήν εὐχή μου. Ἐγώ μπροστά στόν σεβάσμιο Γέροντα, ἀπό ντροπή καί δέος, τράβηξα τό χέρι μου, καί ἔσκυψα νά πάρω ἐγώ τήν εὐχή του. Τότε τσουγκρίσανε τά κεφάλια μας καί μέ ἀσπάσθηκε στό κεφάλι. Ὅταν τήν ἄλλη ἡμέρα τόν ἐρώτησα: »Γέροντα, σᾶς πόνεσα;», μοῦ ἀπήντησε: «Ὄχι, εὐλογημένε, δέν τό κατάλαβες ἀπό τόν κρότο;». Καί ἐγώ τοῦ ἀπήντησα αὐθόρμητα: «Κατάλαβα ὅτι τό δικό σας κεφάλι ἦταν γεμᾶτο μέ σοφία καί Χάρι, ἐνῶ τό δικό μου ἄδειο καί κούφιο».
Ὅταν τόν ἐκοινώνησα τήν τελευταία Μεγάλη Πέμπτη, ἐπίσης καί τό τελευταῖο Πάσχα τῆς ζωῆς του στήν Ἀνάστασι, δέν θά ξεχάσω ποτέ μέ τί εὐλάβεια καί εἰρήνη ἐκοινωνοῦσε, παρά τό ὅτι εἶχε φρικτούς πόνους καί εἶχε μείνει σχεδόν μία σκιά ἀπό τήν ἀσθένεια.
Στήν τελευταία συνάντησί μας τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, ἐκτός τῶν ἄλλων, μοῦ εἶπε νά μή στέλνω κόσμο στό Παλαιό Ἡμερολόγιο, ἀλλά νά στέλνω καί νά ὁδηγῶ τόν κόσμο στόν Παλαιό τῶν Ἡμερῶν.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀναμεσά μας ἐδῶ σήμερα ὑπάρχουν ἀρκετοί πού ἐγνώρισαν τόν Γέροντα Παΐσιο, ὅπως καί πάρα πολλοί ἄνθρωποι πού τόν ἐγνώρισαν καί δέν εὑρίσκονται ἐδῶ. Πιστεύω ὅτι ὅλοι συμφωνοῦμε, ὅτι τήν προσωπικότητα τοῦ Γέροντος Παϊσίου τήν συνθέτουν ἀρετές καί προτερήματα. Ὅπως ἐξυπνάδα, σοφία, εὐστροφία, ὀξυδέρκεια, διορατικότητα, ἁπλότητα, ἐτυμολογία, σοφό χιοῦμορ, σύνεσι, ταπείνωσι, διάκρισι, θυσιαστική ἀγάπη, ἐμπειρία, διόρασι, προόρασι, νῆψι, ἄσκησι, προσευχή, ἁγιότητα.
Ὅλοι γνωρίζομε ὅτι εἶναι ἕνας μεγάλος Ἅγιος καί εἶναι σκέπη γενικά γιά ὅλην τήν οἰκουμένη καί εἰδικά γιά τήν εὐλογημένη Κόνιτσα. Τήν εὐλογημένη Κόνιτσα, πού ἐκτός ἀπό τήν εὐχή τοῦ μακαριστοῦ σεπτοῦ ἐπισκόπου κυροῦ Σεβαστιανοῦ τήν σκεπάζει καί ἡ εὐχή τοῦ Γέροντος Παϊσίου. Εἶναι ἐπίσης μία εὐλογία πού ὑπάρχει ἐδῶ καί τό κατά σάρκα DNA τοῦ Γέροντος Παϊσίου, δηλαδή οἱ κατά σάρκα συγγενεῖς του πού κατοικοῦν ἐδῶ.
Νά ζήσης εὐλογημένη Κόνιτσα, ἀνάμεσα σέ ὅλες τίς πόλεις!
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, σᾶς ζητῶ συγγνώμη ἄν σᾶς ἐκούρασα. Τό νά πῶ ὅτι θά εἶμαι ἀναπολόγητος ἐπειδή ἐγνώρισα καί συνωμίλησα γιά ὧρες μέ τόν Γέροντα Παΐσιο ἴσως θεωρηθῆ ὑπερβολή, ταπεινολογία, κλπ. Ἐγώ ὅμως τό ἐννοῶ. Θά εἶμαι ἀναπολόγητος.
Τήν εὐχή τοῦ Γέροντα νά ἔχωμε.
Σᾶς εὐχαριστῶ.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
(Ὁμιλία στό Δημαρχεῖο Κονίτσης στά πλαίσια τῶν ἐκδηλώσεων γιά τά εἴκοσι χρόνια ἀπό τήν κοίμησι τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου
13/07/2014)
Πηγή:agiotokos-kappadokia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου