Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

Μοναχός Παίσιος Αγιορείτης




Μὴν ἀπελπίζεσαι.
Ὅταν σφάλλουμε, ξεσκεπάζεται ὁ πραγματικὸς ἑαυτός μας, τὸν γνωρίζουμε καὶ προσπαθοῦμε νὰ διορθωθοῦμε. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο προχωροῦμε θετικὰ καὶ δὲν ζοῦμε μὲ ψευδαισθήσεις ὅτι πᾶμε καλά.
Ἐγὼ χαίρομαι, ὅταν ἐκδηλώνεται μιὰ ἀδυναμία μου, ὅταν ξεφυτρώνουν τὰ πάθη μου
Ἐὰν δὲν ξεφύτρωναν, θὰ νόμιζα ὅτι ἁγίασα, ἐνῶ οἱ σπόροι τῶν παθῶν θὰ ἦταν κρυμμένοι στὴν καρδιά μου. Ἔτσι κι ἐσύ, ὅταν θυμώσης ἢ πέσης στὴν κατάκριση, θὰ στενοχωρηθῆς φυσικά, γιατὶ ἔπεσες, ἀλλὰ πρέπει νὰ χαρῆς κιόλας, γιατὶ ἐκδηλώθηκε ἡ ἀδυναμία σου, ὁπότε θὰ ἀγωνισθῆς νὰ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ αὐτήν.

Αγίου Παΐσιου Αγιορείτου..!!!!





‐ Ὁ χῶρος τῆς δοξολογίας .
Οἱ δύο καταστάσεις τῆς δοξολογίας .
Στὸν χῶρο τῆς δοξολογίας ὑπάρχουν δύο καταστάσεις.
Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν περάση ἀπὸ τὴν πρώτη, δὲν μπορεῖ νὰ φθάση στὴν δεύτερη.
Στὴν πρώτη κατάσταση ἔχει κανεὶς πίκρες, ἀλλὰ ὅλα τὰ παίρνει δεξιά. Βάζει καλὸ λογισμό, ρίχνει τὸ βάρος στὸν ἑαυτό του, ταπεινώνεται, μετανοεῖ καὶ εὐχαριστεῖ γιὰ ὅλα τὸν Θεό:«Θεέ μου,λέει, Σὲ εὐχαριστῶ· ἐξ ἁμαρτιῶν μου τὰ περνῶ αὐτά. Μοῦ χρειάζονται καὶ περισσότερα, ἀλλὰ δὲν ἀντέχω. Σὲ παρακαλῶ, δῶσε μου ὑπομονὴ καὶ δύναμη, γιὰ νὰ ἀντέξω».
Τότε βομβαρδίζεται ἀπὸ τὴν θεία παρηγοριὰ καὶ περνᾶ στὴν δεύτερη κατάσταση.
Στὴν δεύτερη κατάσταση βρίσκονται ὅσοι ἔχουν περάσει τὸ στάδιο τῆς μετανοίας καὶ ἔνιωσαν τὴν θεία παρηγοριὰ ποὺ φέρνει ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν· πέρα‐σαν δηλαδὴ ἀπὸ τὸ χαροποιὸν πένθος καὶ ἔφθασαν στὴν δοξολογία.
Τότε ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει πίκρες, ἀλλὰ νιώθει μιὰ θεία ἀγαλλίαση, μιὰ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Θεό,ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀντέξη.
Λέει συνέχεια τὸ «δόξα σοι ὁ Θεός», εὐχαριστεῖ τὸν Θεὸ γιὰ τὶς μεγάλες Του εὐεργεσίες, γιὰ τὴν μεγάλη Του ἀγάπη, καὶ μετὰ μόνη της ἡ ψυχὴ κινεῖται στὴν εὐχή, στὴν δοξολογία τοῦ Θεοῦ ἢ ζητᾶ συγχώρηση ἀπὸ τὸν Θεό,γιατὶ δὲν ἀνταποκρίθηκε στὶς εὐλογίες Του.
– Γέροντα, ὁ Παπα‐Τύχων πῶς προσευχόταν;
– Ὁ Παπα‐Τύχων εἶχε φθάσει στὸν χῶρο τῆς δοξολογίας καὶ ἀντὶ γιὰ τὴν εὐχὴ εἶχε τὴν δοξολογία.
Συνέχεια ἄκουγε κανεὶς ἀπὸ τὸ στόμα του τὸ «δόξα σοι ὁ Θεός,δόξα σοι ὁ Θεός», καὶ ὅλες σχεδὸν οἱ ἡμέρες τοῦ χρόνου ἦταν γι’ αὐτὸν Διακαινήσιμες,
ἀφοῦ ζοῦσε πάντα τὴν πασχαλινὴ χαρά.Ὅσοι βρίσκονται στὴν προχωρημένη αὐτὴ κατάσταση ἔχουν συνέχεια Πάσχα,Ἀνάσταση! Καμπάνες, σήμαντρα, τάλαντα, ὅλα μαζὶ χτυποῦν χαρμόσυνα.«Αἰνεῖτε Αὐτὸν ἐν κυμβάλοις εὐήχοις, αἰνεῖτε ‐ ὐτὸν ἐν κυμβάλοις ἀλαλαγμοῦ».Ὅλη τὴν ἡμέρα δοξολογοῦν τὸν Θεὸ καὶ χτυπᾶ σὰν καμπάνα ἡ καρδιά τους.

Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ ΣΤ’«Περί Προσευχής» ‐ 120 ‐





Γέροντα, τὸ ἄκτιστο φῶς τὸ βλέπει κανεὶς μὲ τὰ αἰσθητὰ μάτια;
– Ἂν ἀφήσετε τὶς μικρότητες, θὰ σᾶς πῶ.
– Γέροντα, μέχρι νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὶς μικρότητες, ἐσεῖς θὰ φύγετε...
Κάντε το σὰν πνευματικὴ ἐλεημοσύνη!
– Ὅταν ἤμουν στὰ Κατουνάκια, στὸ Κελλὶ τοῦ Ὑπατίου, ἕνα ἀπόγευμα, ἀφοῦ ἔκανα τὸν Ἑσπερινὸ μὲ κομποσχοίνι, ἤπια ἕνα τσάι καὶ συνέχισα.Ἔκανα τὸ Ἀπόδειπνο καὶ τοὺς Χαιρετισμοὺς μὲ κομποσχοίνι, καὶ ὕστερα ἔλεγα τὴν εὐχή. Ὅσο τὴν ἔλεγα, τόσο ἔφευγε ἡ κούραση καὶ αἰσθανόμουν ξεκούραστος. Ἔνιωθα μέσα μου μιὰ χαρά, ποὺ δὲν μοῦ ἔκανε καρδιὰ νὰ κοιμηθῶ· ἔλεγα συνέχεια τὴν εὐχή. Γύρω στὶς ἕντεκα τὴν νύχτα γέμισε ξαφνικὰ τὸ κελλὶ μὲ ἕνα φῶς γλυκό, οὐράνιο. Ἦταν πολὺ δυνατό, ἀλλὰ δὲν σὲ θάμπωνε. Κατάλαβα ὅμως ὅτι καὶ τὰ μάτια μου «δυνάμωσαν», γιὰ νὰ μπορῶ νὰ ἀντέξω αὐτὴν τὴν λάμψη. Ὅσο ἤμουν σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση, μέσα στὸ θεῖο ἐκεῖνο φῶς, ἤμουν σ’ ἕναν ἄλλον κόσμο, πνευματικό.Αἰσθανόμουν μιὰ ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση, καὶ τὸ σῶμα μου ἀνάλαφρο· εἶχε χαθῆ τὸ βάρος τοῦ σώματος. Ἔνιωθα τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τὸν θεῖο φωτισμό. Θεῖα νοήματα περνοῦσαν γρήγορα ἀπὸ τὸν νοῦ μου σὰν ἐρωταποκρίσεις. Δὲν εἶχα προβλήματα,οὔτε θέματα νὰ ρωτήσω, ὅμως ρωτοῦσα καὶ εἶχα συγχρόνως καὶ τὴν ἀπάντηση. Ἦταν ἀνθρώπινα λόγια οἱ ἀπαντήσεις, εἶχαν ὅμως καὶ θεολογία, ἀφοῦ ἦταν θεῖες ἀπαντήσεις. Καὶ ἦταν τόσο πολλὰ ὅλα αὐτά, ὥστε, ἂν τὰ ἔγραφε κανείς, θὰ γραφόταν ἄλλος ἕνας Εὐεργετινός. Αὐτὸ κράτησε ὅλη τὴν νύχτα, μέχρι τὶς ἐννιὰ τὸ πρωί. Ὅταν πιὰ χάθηκε ἐκεῖνο τὸ φῶς, ὅλα μοῦ φαίνονταν σκοτεινά. Βγῆκα ἔξω καὶ ἦταν σὰν νύ‐χτα.
«Τί ὥρα εἶναι; Δὲν ἔφεξε ἀκόμη;», ρώτησα ἕναν μοναχὸ ποὺ περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ.Ἐκεῖνος μὲ κοίταξε καὶ μοῦ ἀπάντησε μὲ ἀπορία:«Τί εἶπες, πάτερ Παΐσιε;».
«Τί εἶπα;»,ἀναρωτήθηκα καὶ μπῆκα μέσα. Κοιτάζω τὸ ρολόι καὶ τότε συνειδητοποίησα τί εἶχε συμβῆ. Ἡ ὥρα ἦταν ἐννιὰ τὸ πρωί, ὁ ἥλιος ἦταν ψηλά, κι ἐμένα ἡ ἡμέρα μοῦ φαινόταν σὰν νύχτα! Ὁ ἥλιος δηλαδὴ μοῦ φαινόταν ὅτισὰν ζῶο ποὺ πότε ξύνεται, πότε βόσκει, πότε χαζεύει, καὶ ἔλεγα μέσα μου:«Γιά δὲς μὲ τί ἀσχολοῦμαι! Τόσα χρόνια ἔτσι τὰ πέρασα;». Μέχρι τὸ ἀπόγευμα εἶχα τέτοια ἀγαλλίαση, ποὺ δὲν ἔνιωθα τὴν ἀνάγκη νὰ ξεκουραστῶ.
Τόσο δυνατὴ ἦταν ἡ κατάσταση αὐτή. Ὅλη ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἔβλεπα θαμπά· ἴσα‐ἴσα ποὺ μποροῦσα νὰ κάνω τὴν δουλειά μου. Καὶ ἦταν καλοκαίρι· ὁ ἥλιος ἔλαμπε. Τὴν ἄλλη μέρα ἄρχισα νὰ βλέπω τὰ πράγματα φυσιολογικά.
Ἔκανα τὸ ἴδιο τυπικό, ἀλλὰ δὲν ἔνιωθα πιὰ ἔτσι,σὰν ζῶο.Μὲ τί χαζὰ πράγματα περνοῦμε τὸν καιρό μας καὶ τί χάνουμε! Γι’ αὐτό, ὅταν βλέπω μικρότητες, κακομοιριές, χαμένα πράγματα, πολὺ στενοχωριέμαι. ἴσα‐ἴσα φώτιζε· σὰν νὰ εἶχε γίνει ἔκλει‐ψη ἡλίου. Ἤμουν σὰν ἕναν ποὺ πετιέται ἀπότομα ἀπὸ τὸ δυνατὸ φῶς στὸ σκοτάδι· τόσο μεγάλη ἦταν ἡ διαφορά! Μετὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν θεϊκὴ κατάσταση βρέθηκα
στὴν ἄλλη, τὴν φυσική, τὴν ἀνθρώπινη, καὶ ξεκίνησα νὰ κάνω ὅπως κάθε μέρα τὸ πρόγραμμά μου. Ἔκανα λίγο ἐργόχειρο, ἔκανα τὴν Ἀκολουθία τῶν Ὡρῶν μὲ κομποσχοίνι, μετὰ τὴν Ἐνάτη Ὥρα ἔβρεξα λίγο παξιμάδι γιὰ νὰ φάω, ἀλλὰ ἔνιωθα .

Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ ΣΤ’«Περί Προσευχής» ‐ 125 ‐
Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα, άτομα στέκονται, καπέλο, γένι και υπαίθριες δραστηριότητες






















Ότι ο πνευματικός άνθρωπος μόνο δίνει και ποτέ δεν ζητάει να πάρη;
- Γιατί όμως , Γέροντα, στο Ευαγγέλιο λέει: «Ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει;»
- Άλλο είναι εκείνο.
Αλλά, και όταν ζητάη κανείς από τον Θεό κάτι για τον εαυτό του, το οποίο δεν έχει αγάπη για τους άλλους, πάλι για το βόλεμά του φροντίζει.
Ενώ, όταν λ.χ. μία μάνα ζητάη από τον Θεό να γίνη καλά το παιδί της ή να έρθουν βολικά τα πράγματα στην οικογένειά της, αυτό δεν είναι για τον εαυτό της, αλλά για το καλό του σπιτιού. Να, η Χαναναία που αναφέρει το Ευαγγέλιο δεν ζητούσε τίποτε για τον εαυτό της. Έτρεχε πίσω από τον Χριστό και Τον παρακαλούσε να βοηθήση την κόρη της που είχε δαιμόνιο. Πλησίασαν τότε οι Απόστολοι τον Χριστό και Του είπαν: «Κάνε αυτό που σου ζητάει για να μην τρέχη από πίσω μας και φωνάζει».
Αλλά Εκείνος τους απάντησε: «Ουκ απεστάλην ει μη εις τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ».
Η Χαναναία όμως συνέχισε να ζητάη βοήθεια ,οπότε ο Χριστός γύρισε και της είπε: «Ουκ εστι καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοις κυναρίοις»
. Κι εκείνη Του απάντησε: «Ναι, Κύριε, αλλά και τα σκυλάκια τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από τα τραπέζια των κυρίων τους».
Και τότε ο Χριστός της είπε: «Για τον λόγο σου αυτόν η κόρη σου έγινε καλά».
Είδατε τι πίστη είχε, τι ταπείνωση, τι αρχοντιά, τι ανωτερότητα! Αν είχε εγωισμό, θα έλεγε στον Χριστό: «Δεν το περίμενα από σένα να με κάνης και σκυλί!
Έχασα πάσαν ιδέαν!» και θα έφευγε με αντίδραση! Θα είχε και αναπαυμένο τον λογισμό της ότι φέρθηκε πολύ σωστά, πολύ δίκαια. Μπορεί και να έλεγε: «Απορώ πώς τόσος κόσμος κάθεται και τον ακούει!»






Ἡ ὑπερηφάνεια μᾶς ἀπομονώνει ἀπὸ τὸν Θεὸ
– Γέροντα, βλέπω ὅτι δὲν πάω καλά. – Βρῆκες τὴν αἰτία; Τὴν προηγούμενη φορὰ ποὺ εἶχα ἔρθει, εἶδα ὅτι, ἐπειδὴ σκεφτόσουν σωστὰ καὶ ἐνεργοῦσες μὲ σύνεση, σὲ βοηθοῦσε καὶ ὁ Χριστός. Μήπως τώρα ὑπερηφανεύθηκες γι᾿ αὐτό, ὁπότε πῆρε τὴν Χάρη Του ὁ Χριστός;
– Ναί, Γέροντα, ἔτσι εἶναι.
– Ὅταν δὲν καταλαβαίνουμε ὅτι προοδεύουμε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ νομίζουμε ὅτι τὰ καταφέρνουμε μόνοι μας καὶ ὑπερηφανευώμαστε, παίρνει ὁ Θεὸς τὴν Χάρη Του, γιὰ νὰ καταλάβουμε ὅτι μόνον ἡ θέληση καὶ ἡ προσπάθεια εἶναι δικά μας· ἡ δύναμη καὶ τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Μόλις ἀναγνωρίσουμε ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς βοηθοῦσε καὶ γι᾿ αὐτὸ προοδεύαμε, ἀνοίγουν τὰ μάτια μας, ταπεινωνόμαστε, κλαῖμε γιὰ τὴν πτώση μας, μᾶς λυπᾶται ὁ Θεός, μᾶς ξαναδίνει τὴν Χάρη Του καὶ προχωροῦμε.
– Γέροντα, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ὑπερηφανευθῆ, ἡ θεία Χάρις φεύγει ἀμέσως;
– Φυσικά! Τί νομίζεις, χρειάσθηκαν ὧρες γιὰ νὰ γίνη ὁ Ἑωσφόρος ἀπὸ Ἄγγελος διάβολος; Μέσα σὲ δευτερόλεπτα ἔγινε.
Λίγο ἕνας λογισμὸς ἂν περάση στὸν ἄνθρωπο ὅτι κάτι εἶναι, ἀμέσως φεύγει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ τί δουλειὰ ἔχει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ὑπερηφάνεια;
Ὁ Θεὸς εἶναι ταπείνωση. Καὶ ὅταν φύγη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ ζαλίζει τὸν ἄνθρωπο. Μπορεῖ μετὰ νὰ δεχθῆ ὁ ἄνθρωπος μιὰ ἐπίδραση δαιμονικὴ ἐξωτερικὴ καὶ νὰ ἔχη μέσα του σκοτάδι πνευματικό. Ὁ ὑπερήφανος δὲν ἔχει Χάρη Θεοῦ, γι᾿ αὐτὸ ὑπάρχει κίνδυνος νὰ πάρη Θεὸς φυλάξοι!
– τὸν μεγάλο κατήφορο. Εἶναι χωρισμένος ἀπὸ τὸν Θεό, γιατὶ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι κακὸς ἀγωγός, μονωτικό, ποὺ δὲν ἀφήνει τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ περάση καὶ μᾶς ἀπομονώνει ἀπὸ τὸν Θεό.
γ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’ «Πάθη καὶ Ἀρετὲς» - 43 -




Πῶς γίνεται, Γέροντα, ἡ σωστὴ πνευματικὴ ἐργασία στὸν ἑαυτό μας;
– Μυστικὰ καὶ σιωπηλά.
Ἡ πνευματικὴ ἐργασία εἶναι πολὺ λεπτὴ καὶ χρειάζεται πολλὴ προσοχὴ στὴν κάθε μας ἐνέργεια.
Ἡ πνευματικὴ ζωὴ εἶναι «ἐπιστήμη ἐπιστημῶν»3, λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες.
Τί ἐγρήγορση χρειάζεται!
Τὸ ἀνέβασμα στὴν πνευματικὴ ζωὴ εἶναι σὰν τὸ ἀνέβασμα σὲ μιὰ κυκλικὴ σκάλα ποὺ δὲν ἔχει κάγκελα. Ἂν ἀνεβαίνη κανεὶς χωρὶς νὰ βλέπη ποῦ πατοῦν τὰ πόδια του καὶ λέη: «ὤ, πόσο ψηλὰ ἀνέβηκα! καὶ ποῦ θὰ φθάσω ἀκόμη!», παραπατάει καὶ πέφτει κάτω.
– Γιατί, Γέροντα, δὲν ἔχει κάγκελα ἡ σκάλα;
– Γιατὶ εἶναι ἐλεύθερος ὁ ἄνθρωπος καὶ πρέπει νὰ χρησιμοποιῆ τὸ μυαλὸ ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Ἂν δὲν τὸ χρησιμοποιῆ σωστά, τί νὰ τὸν κάνη ὁ Θεός;
Ὁ ὑπερήφανος δὲν ἔχει πνευματικὲς πτήσεις ἀλλὰ πτώσεις
– Γέροντα, ὑποχώρησαν τὰ δέκατα ποὺ εἶχα.
– Χαίρομαι πολὺ ποὺ ὑποχώρησαν
– δόξα τῷ Θεῷ
–, γιατὶ πολὺ σὲ ταλαιπωροῦσαν. Πιστεύω ὅτι τώρα θὰ ὑποχωρήσουν καὶ τὰ πνευματικὰ δέκατα, ἂν πιάσης τὴν ὑπερηφάνεια ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχονται.
Γιατὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια ἀνεβάζει ὄχι μόνο δέκατα πνευματικὰ ἀλλὰ καὶ μεγάλο πυρετὸ πνευματικό.
Ἀνάλογα μὲ τὸ ἀνέβασμα τῆς ὑπερηφανείας εἶναι καὶ τὸ ἀνέβασμα τοῦ πνευματικοῦ πυρετοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπιδρᾶ καὶ στὸ σῶμα, καὶ ἀρχίζει νὰ ἀνεβαίνη καὶ ὁ σωματικὸς πυρετός, ἐπειδὴ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα συνεργάζονται.
Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ μεγαλύτερη πνευματικὴ ἀρρώστια. Σὰν τὴν βδέλλα πού, ἂν κολλήση ἐπάνω σου, σοῦ ρουφάει τὸ αἷμα, ἔτσι καὶ ἡ ὑπερηφάνεια ρουφάει ὅλο τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἀνθρώπου
. Φέρνει καὶ πνευματικὴ ἀσφυξία, γιατὶ καταναλώνει ὅλο τὸ πνευματικὸ ὀξυγόνο τῆς ψυχῆς.

Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’ «Πάθη καὶ Ἀρετὲς» - 44 -
3 Βλ. Ἡσυχίου Πρεσβυτέρου, Πρὸς Θεόδουλον Λόγος ψυχωφελὴς καὶ σωτήριος περὶ
νήψεως καὶ ἀρετῆς κεφαλαιώδης, ρκα’, Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1974, τόμος Α’, σ. 159.



ηλιας Στεφανου χαιντουτη
Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ μεγαλύτερη πνευματικὴ ἀρρώστια.
Σὰν τὴν βδέλλα πού, ἂν κολλήση ἐπάνω σου, σοῦ ρουφάει τὸ αἷμα, ἔτσι καὶ ἡ ὑπερηφάνεια ρουφάει ὅλο τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἀνθρώπου
Φέρνει καὶ πνευματικὴ ἀσφυξία, γιατὶ καταναλώνει ὅλο τὸ πνευματικὸ ὀξυγόνο τῆς ψυχῆς.

Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’ «Πάθη καὶ Ἀρετὲς» - 44 -





– Γέροντα, ἐγὼ δὲν μπορῶ πάντοτε νὰ καταλάβω ἂν αὐτὸ ποὺ νιώθω γιὰ τὴν πρόοδο μιᾶς ἀδελφῆς εἶναι ζήλεια καλὴ ἢ κακή. – Ρώτησε τὸν ἑαυτό σου:
«Ἐὰν ἡ ἀδελφὴ ἔκανε ἕνα θαῦμα, τί θὰ ἔνιωθα;» ἢ «ἐὰν ἔπεφτε σὲ πειρασμὸ καὶ ξέπεφτε στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, θὰ χαιρόμουν ἢ θὰ στενοχωριόμουν;».
Ἀπὸ τὴν ἀπάντηση ποὺ θὰ δώσης θὰ καταλάβης ἂν ἡ ζήλεια ποὺ ἔχεις εἶναι καλὴ ἢ κακή.
Ἀλλὰ γιά πές μου: Ἂν ἀκούσης ὅτι ἡ ἀδελφὴ ποὺ ζηλεύεις τὸ ἔρριξε στὸ ρεμπελιὸ καὶ δὲν κάνει καθόλου πνευματικά, ἀλλὰ βάζει τὸ μαγνητόφωνο νὰ λέη τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», θὰ στενοχωρηθῆς;
Ναί, θὰ στενοχωρηθῶ, ἀλλὰ κι ἂν ἀκούσω ὅτι συνέχεια προοδεύει, νομίζω πὼς δὲν θὰ χαρῶ.
Κοίταξε, ἂν ἐσὺ μὲ δυσκολία περπατᾶς, νὰ χαίρεσαι αὐτὸν ποὺ τρέχει, ὄχι νὰ στενοχωριέσαι.
Ἂν θέλης νὰ κάνης πνευματικὴ προκοπή, νὰ χαίρεσαι, ὅταν οἱ ἀδελφὲς προοδεύουν, καὶ νὰ παρακαλᾶς τὸν Θεὸ αὐτὲς νὰ προοδεύουν συνέχεια κι ἐσὺ νὰ φθάσης στὴν δική τους πρόοδο.

Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’ «Πάθη καὶ Ἀρετὲς»



– Γέροντα, ἐγὼ δὲν μπορῶ πάντοτε νὰ καταλάβω ἂν αὐτὸ ποὺ νιώθω γιὰ τὴν πρόοδο μιᾶς ἀδελφῆς εἶναι ζήλεια καλὴ ἢ κακή. – Ρώτησε τὸν ἑαυτό σου:
«Ἐὰν ἡ ἀδελφὴ ἔκανε ἕνα θαῦμα, τί θὰ ἔνιωθα;» ἢ «ἐὰν ἔπεφτε σὲ πειρασμὸ καὶ ξέπεφτε στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, θὰ χαιρόμουν ἢ θὰ στενοχωριόμουν;».
Ἀπὸ τὴν ἀπάντηση ποὺ θὰ δώσης θὰ καταλάβης ἂν ἡ ζήλεια ποὺ ἔχεις εἶναι καλὴ ἢ κακή.
Ἀλλὰ γιά πές μου: Ἂν ἀκούσης ὅτι ἡ ἀδελφὴ ποὺ ζηλεύεις τὸ ἔρριξε στὸ ρεμπελιὸ καὶ δὲν κάνει καθόλου πνευματικά, ἀλλὰ βάζει τὸ μαγνητόφωνο νὰ λέη τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», θὰ στενοχωρηθῆς;
Ναί, θὰ στενοχωρηθῶ, ἀλλὰ κι ἂν ἀκούσω ὅτι συνέχεια προοδεύει, νομίζω πὼς δὲν θὰ χαρῶ.
Κοίταξε, ἂν ἐσὺ μὲ δυσκολία περπατᾶς, νὰ χαίρεσαι αὐτὸν ποὺ τρέχει, ὄχι νὰ στενοχωριέσαι.
Ἂν θέλης νὰ κάνης πνευματικὴ προκοπή, νὰ χαίρεσαι, ὅταν οἱ ἀδελφὲς προοδεύουν, καὶ νὰ παρακαλᾶς τὸν Θεὸ αὐτὲς νὰ προοδεύουν συνέχεια κι ἐσὺ νὰ φθάσης στὴν δική τους πρόοδο.

Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’ «Πάθη καὶ Ἀρετὲς»





Ἡ ζήλεια μᾶς ἀποδυναμώνει
– Γέροντα, δὲν ἔχω καθόλου κουράγιο.
– Ζηλεύεις, γι᾿ αὐτὸ δὲν ἔχεις κουράγιο. Ὅταν ζηλεύη κανείς, στενοχωριέται, δὲν μπορεῖ νὰ φάη, ὁπότε ἀδυνατίζει καὶ χάνει τὸ κουράγιο του· καὶ οἱ ἄλλοι μπορεῖ νὰ νομίζουν πὼς εἶναι μεγάλος ἀσκητής!
– Γέροντα, αἰσθάνομαι πολὺ φτωχὴ πνευματικὰ καὶ ἀδύναμη.
– Ἐσὺ ἔχεις πολλὲς δυνάμεις, ἀλλὰ τὶς χαραμίζεις μὲ τὴν χαζὴ ζήλεια καί, ἐνῶ εἶσαι ἕνα ἀρχοντόπουλο, βασανίζεσαι σὰν κακόμοιρο γυφτάκι. Θὰ εἶχες προχωρήσει πολὺ στὴν πνευματικὴ ζωή, ἂν δὲν σκάλωνες στὴν ζήλεια.
Πρόσεξε, γιατὶ ἡ ζήλεια σοῦ ρουφάει ὅλες τὶς ψυχικὲς καὶ σωματικές σου δυνάμεις, ποὺ θὰ μποροῦσες νὰ τὶς προσφέρης θυσία στὸν Θεό.
Ἐὰν ἔδιωχνες τὴν ζήλεια, καὶ ἡ προσευχή σου θὰ εἶχε δύναμη. Μὲ τὴν ζήλεια ἀποδυναμώνεται κανεὶς πνευματικά. Γιατί, νομίζετε, οἱ Ἀπόστολοι δὲν μπόρεσαν νὰ βγάλουν τὸ δαιμόνιο ἀπὸ τὸ δαιμονισμένο παιδί, ἐνῶ εἶχαν λάβει αὐτὴν τὴν ἐξουσία ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ εἶχαν βγάλει ἄλλα δαιμόνια; Ἐπειδὴ ζήλεψαν, ποὺ ὁ Χριστὸς πῆρε στὴν Μεταμόρφωση μόνον τοὺς τρεῖς Μαθητές, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη. Μποροῦσε ὁ Χριστὸς νὰ πάρη ὅλους τοὺς Μαθητές, ἀλλὰ δὲν ἦταν ὅλοι σὲ κατάσταση νὰ χωρέσουν αὐτὸ τὸ μυστήριο, γι᾿ αὐτὸ πῆρε αὐτοὺς ποὺ μποροῦσαν νὰ τὸ χωρέσουν.
Λέτε νὰ μὴν ἀγαποῦσε τοὺς ἄλλους Μαθητές; Ἢ μήπως ἀγαποῦσε τὸν Ἰωάννη περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους; Ὄχι, ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης ἀγαποῦσε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους Μαθητὲς τὸν Χριστὸ καὶ γι᾿ αὐτὸ καταλάβαινε τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καλύτερα. Εἶχε πολλὴ χωρητικότητα· ἡ μπαταρία του ἦταν μεγάλη. Βλέπετε πῶς ἡ ζήλεια ἀπομάκρυνε τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ γιατρέψουν τὸ δαιμονισμένο παιδάκι; Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς εἶπε:
«Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;5»

Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’ «Πάθη καὶ Ἀρετὲς»
5 Ματθ. 17, 17. Βλ. καὶ Μάρκ. 9, 19· Λουκ. 9, 41.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου