Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

"...Μπο­ρεί ο γέροντας Ιάκωβος να σου έ­χει δώ­σει κα­νέ­να πεν­το­χί­λια­ρο και με­τά τι θα το κά­νω ε­γώ, που εί­μαι κα­λό­γε­ρος;"



 

 Ήμουν λα­ϊ­κός α­κό­μη, φοι­τη­τής στό Εκ­κλη­σι­α­στι­κό Λύκειο Λαμί­ας, το έ­τος 1986 με το ό­νο­μα Ι­ω­άν­νης. Α­νέ­βη­κα στο Ά­γι­ον Ό­ρος και επισκέφτηκα, μετά α­πό ευ­λογί­α που εί­χα α­πό τον γέ­ροντά μου π. Ιάκωβο Τσα­λί­κη, τόν γέρον­τα Παΐσιο, για να τον συμ­βου­λευ­τώ αν πρέ­πει να γίνω μο­να­χός ή ό­χι.Ο γέ­ρον­τας Ιάκωβος ευ­λα­βεί­το τον γέροντα Πα­ΐσι­ο καί ό­ταν πή­γα, μου έ­δω­σε να του δώ­σω κά­τι γιά ευ­λο­γί­α, και πρό­σθε­σε:
- Να πεις στον γέροντα Παΐσι­ο, ό­ταν βγει στην Θεσ­σα­λο­νί­κη, ας έλθει να μας δει. Ε­γώ, Γι­αν­νά­κη μου, εί­ναι δύ­σκο­λο να δω τον Γέροντα, γι­α­τί πρέ­πει να περά­σω βου­νά, λαγ­κά­δι­α, θά­λασ­σα, που δεν το ε­πι­τρέ­πει η υ­γε­ί­α μου καί ε­ξ άλλου ο γέροντας Πα­ΐσι­ος εί­ναι ά­γι­ος, ε­γώ α­μαρ­τω­λός καί α­νά­ξι­ο­ς.


Μού έ­δω­σε τό­τε καί 5.000 δραχ­μές νά ανά­ψω κε­ρί στό εκ­κλη­σά­κι του.
Ό­ταν πή­γα στό Ό­ρος, συ­νάν­τη­σα τον Γέ­ροντα έ­ξω α­κρι­βώς α­πό την πόρ­τα του· μό­λις μας εί­δε ή­μουν μα­ζί με κά­ποι­ο ι­ε­ρο­μό­να­χο, μας λέ­ει:
- Βρέ, κα­λώς τους, βρέ, κα­λώς τους!
Πήραμε ευ­χή και λέ­ει σ΄εμέ­να:
– Βρέ, τί λές; Θα σε κά­νου­με κα­λό­γε­ρο;
–Γέροντα, τού λέ­ω, έ­χω πρό­βλη­μα α­πό το­υς γονείς μου.
–Ά­κου­σε να σου πώ, ά­φη­σε το­υς γο­νείς να κλά­ψουν έ­να δυ­ό μή­νες, για να μην κλαίς ε­σύ αιω­νίως, καί πήγαι­νε πρίν χά­σεις τόν θη­σαυ­ρό (εν­νο­ού­σε τόν γέ­ρον­τα Ιάκωβο, χω­ρίς να του πώ που σκε­πτόμουν να πά­ω γι­α νά μο­νά­σω).
- Γέροντα, έ­χε­τε τήν ευ­χή του π. Ι­α­κώ­βου α­πό τον Όσι­ο Δαυ­ίδ.
– Άχ, παι­δί μου, αυ­τοί εί­ναι σή­με­ρα οι ά­γι­οι που α­γω­νί­ζον­ται καί προ­σε­ύ­χον­ται έ­χον­τας ταπε­ί­νω­ση καί αγά­πη. Ε­γώ δεν εί­μαι ά­ξι­ος να δω αυ­τόν τον γί­γαν­τα της Ορ­θο­δο­ξί­ας, αλ­λά εί­ναι και μακριά πο­λύ για να τον συ­ναν­τή­σω, χρει­ά­ζε­ται α­γώ­νας και κό­πος πο­λύς. Αλ­λά ο Θε­ός μας έ­χει δώ­σει α­γά­πη και ε­πι­κοι­νω­νού­με πνευ­μα­τι­κά με­τα­ξύ μας.
Αφού μας εί­πε πολ­λά πνευ­μα­τι­κά και συμβου­­λές, στο τέ­λος του λέ­ω:
– Γέροντα, εί­ναι ευ­λο­γη­μέ­νο να προ­σκυ­νή­σω στό εκ­κλη­σά­κι σας για ευ­λο­γί­α;
Καί ο Γέροντας μου λέ­ει:
– Ό­χι, δεν χρει­ά­ζε­ται.
– Γέροντα, κάν­τε α­γά­πη, για ευ­λο­γί­α.
– Ό­χι, παι­δί μου, για­τί μπο­ρεί ο γέροντας Ιάκωβος να σου έ­χει δώ­σει κα­νέ­να πεν­το­χί­λια­ρο και με­τά τι θα το κά­νω ε­γώ, που εί­μαι κα­λό­γε­ρος;
Δεν με ά­φη­σε να προ­σκυ­νή­σω. Μου έ­δω­σε έ­να κομ­πο­σχοι­νά­κι και έ­να σταυ­ρου­δά­κι να τα δώ­σω στον Γέροντα. 

Ό­ταν ε­πέ­στρε­ψα στο Μο­να­στή­ρι, με δέχ­τη­κε ο Γέροντας με χα­ρά. Και του έ­δω­σα τα δώρα α­πό τον γέ­ρον­τα Παΐσι­ο και α­μέ­σως μου λέ­ει:
- Το πεν­το­χί­λι­α­ρο που δεν πή­ρε ο γέ­ρον­τας Παΐσι­ος και δεν σας ά­φη­σε νά προσκυ­νή­σε­τε, πάρ­το δι­κό σου για τα έ­ξο­δα στην Σχο­λή στην Λα­μί­α. 

Ε­γώ έ­μει­να ά­ναυ­δος.
– Γέροντα, πού το ξέ­ρε­τε ε­σείς;
– Να μού λέ­ει στο αυ­τί ψι­θυ­ρι­στά. Ε­μείς, παιδί μου, ε­πι­κοι­νω­νού­με πνευ­μα­τι­κά­.


Μαρτυρία Μοναχού Ιακώβου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου