Δευτέρα 6 Απριλίου 2020










"Ἔνιωθα μέσα μου μιὰ χαρά, ποὺ δὲν 

μοῦ ἔκανε καρδιὰ νὰ κοιμηθῶ· ἔλεγα

 συνέχεια τὴν εὐχή"

«– Γέροντα, τὸ ἄκτιστο φῶς τὸ βλέπει κανεὶς μὲ τὰ αἰσθητὰ μάτια;»


– Γέροντα, τὸ ἄκτιστο φῶς τὸ βλέπει κανεὶς μὲ τὰ αἰσθητὰ μάτια; 
– Ἂν ἀφήσετε τὶς μικρότητες, θὰ σᾶς πῶ. 
– Γέροντα, μέχρι νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὶς μικρότητες, ἐσεῖς θὰ φύγετε... Κάντε το σὰν πνευματικὴ ἐλεημοσύνη! 
– Ὅταν ἤμουν στὰ Κατουνάκια, στὸ Κελλὶ τοῦ Ὑπατίου, ἕνα ἀπόγευμα, ἀφοῦ ἔκανα τὸν Ἑσπερινὸ μὲ κομποσχοίνι, ἤπια ἕνα τσάι καὶ συνέχισα.Ἔκανα τὸ Ἀπόδειπνο καὶ τοὺς Χαιρετισμοὺς μὲ κομποσχοίνι, καὶ ὕστερα ἔλεγα τὴν εὐχή.
Ὅσο τὴν ἔλεγα, τόσο ἔφευγε ἡ κούραση καὶ αἰσθανόμουν ξεκούραστος. 
Ἔνιωθα μέσα μου μιὰ χαρά, ποὺ δὲν μοῦ ἔκανε καρδιὰ νὰ κοιμηθῶ· ἔλεγα συνέχεια τὴν εὐχή. 
Γύρω στὶς ἕντεκα τὴν νύχτα γέμισε ξαφνικὰ τὸ κελλὶ μὲ ἕνα φῶς γλυκό, οὐράνιο. Ἦταν πολὺ δυνατό, ἀλλὰ δὲν σὲ θάμπωνε. 
Κατάλαβα ὅμως ὅτι καὶ τὰ μάτια μου «δυνάμωσαν», γιὰ νὰ μπορῶ νὰ ἀντέξω αὐτὴν τὴν λάμψη.
Ὅσο ἤμουν σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση, μέσα στὸ θεῖο ἐκεῖνο φῶς, ἤμουν σ’ ἕναν ἄλλον κόσμο, πνευματικό. Αἰσθανόμουν μιὰ ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση, καὶ τὸ σῶμα μου ἀνάλαφρο· εἶχε χαθῆ τὸ βάρος τοῦ σώματος. 
Ἔνιωθα τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τὸν θεῖο φωτισμό. Θεῖα νοήματα περνοῦσαν γρήγορα ἀπὸ τὸν νοῦ μου σὰν ἐρωταποκρίσεις. Δὲν εἶχα προβλήματα, οὔτε θέματα νὰ ρωτήσω, ὅμως ρωτοῦσα καὶ εἶχα συγχρόνως καὶ τὴν ἀπάντηση. Ἦταν ἀνθρώπινα λόγια οἱ ἀπαντήσεις, εἶχαν ὅμως καὶ θεολογία, ἀφοῦ ἦταν θεῖες ἀπαντήσεις. 
Καὶ ἦταν τόσο πολλὰ ὅλα αὐτά, ὥστε, ἂν τὰ ἔγραφε κανείς, θὰ γραφόταν ἄλλος ἕνας Εὐεργετινός. Αὐτὸ κράτησε ὅλη τὴν νύχτα, μέχρι τὶς ἐννιὰ τὸ πρωί. Ὅταν πιὰ χάθηκε ἐκεῖνο τὸ φῶς, ὅλα μοῦ φαίνονταν σκοτεινά. Βγῆκα ἔξω καὶ ἦταν σὰν νύχτα. «Τί ὥρα εἶναι; Δὲν ἔφεξε ἀκόμη;», ρώτησα ἕναν μοναχὸ ποὺ περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ. 
Ἐκεῖνος μὲ κοίταξε καὶ μοῦ ἀπάντησε μὲ ἀπορία: 
«Τί εἶπες, πάτερ Παΐσιε;». 
«Τί εἶπα;», ἀναρωτήθηκα καὶ μπῆκα μέσα. 
Κοιτάζω τὸ ρολόι καὶ τότε συνειδητοποίησα τί εἶχε συμβῆ. Ἡ ὥρα ἦταν ἐννιὰ τὸ πρωί, ὁ ἥλιος ἦταν ψηλά, κι ἐμένα ἡ ἡμέρα μοῦ φαινόταν σὰν νύχτα! Ὁ ἥλιος δηλαδὴ μοῦ φαινόταν ὅτι ἴσα‐ἴσα φώτιζε· σὰν νὰ εἶχε γίνει ἔκλειψη ἡλίου. 
Ἤμουν σὰν ἕναν ποὺ πετιέται ἀπότομα ἀπὸ τὸ δυνατὸ φῶς στὸ σκοτάδι· τόσο μεγάλη ἦταν ἡ διαφορά! Μετὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν θεϊκὴ κατάσταση βρέθηκα στὴν ἄλλη, τὴν φυσική, τὴν ἀνθρώπινη, καὶ ξεκίνησα νὰ κάνω ὅπως κάθε μέρα τὸ πρόγραμμά μου. 
Ἔκανα λίγο ἐργόχειρο, ἔκανα τὴν Ἀκολουθία τῶν Ὡρῶν μὲ κομποσχοίνι, μετὰ τὴν Ἐνάτη Ὥρα ἔβρεξα λίγο παξιμάδι γιὰ νὰ φάω, ἀλλὰ ἔνιωθα σὰν ζῶο ποὺ πότε ξύνεται, πότε βόσκει, πότε χαζεύει, καὶ ἔλεγα μέσα μου: «Γιά δὲς μὲ τί ἀσχολοῦμαι! Τόσα χρόνια ἔτσι τὰ πέρασα;». 
Μέχρι τὸ ἀπόγευμα εἶχα τέτοια ἀγαλλίαση, ποὺ δὲν ἔνιωθα τὴν ἀνάγκη νὰ ξεκουραστῶ. Τόσο δυνατὴ ἦταν ἡ κατάσταση αὐτή. 
Ὅλη ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἔβλεπα θαμπά· ἴσα‐ἴσα ποὺ μποροῦσα νὰ κάνω τὴν δουλειά μου. Καὶ ἦταν καλοκαίρι· ὁ ἥλιος ἔλαμπε. Τὴν ἄλλη μέρα ἄρχισα νὰ βλέπω τὰ πράγματα φυσιολογικά. Ἔκανα τὸ ἴδιο τυπικό, ἀλλὰ δὲν ἔνιωθα πιὰ ἔτσι, σὰν ζῶο. 

Μὲ τί χαζὰ πράγματα περνοῦμε τὸν καιρό μας καὶ τί χάνουμε! Γι’ αὐτό, ὅταν βλέπω μικρότητες, κακομοιριές, χαμένα πράγματα, πολὺ στενοχωριέμαι.
Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ ΣΤ’ «Περί Προσευχής» 
-----------------------------------------------------------------------
https://paraklisi.blogspot.com

‐ Ὁ χῶρος τῆς δοξολογίας .
Οἱ δύο καταστάσεις τῆς δοξολογίας .
Στὸν χῶρο τῆς δοξολογίας ὑπάρχουν δύο καταστάσεις.
Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν περάση ἀπὸ τὴν πρώτη, δὲν μπορεῖ νὰ φθάση στὴν δεύτερη.
Στὴν πρώτη κατάσταση ἔχει κανεὶς πίκρες, ἀλλὰ ὅλα τὰ παίρνει δεξιά. Βάζει καλὸ λογισμό, ρίχνει τὸ βάρος στὸν ἑαυτό του, ταπεινώνεται, μετανοεῖ καὶ εὐχαριστεῖ γιὰ ὅλα τὸν Θεό:«Θεέ μου,λέει, Σὲ εὐχαριστῶ· ἐξ ἁμαρτιῶν μου τὰ περνῶ αὐτά. Μοῦ χρειάζονται καὶ περισσότερα, ἀλλὰ δὲν ἀντέχω. Σὲ παρακαλῶ, δῶσε μου ὑπομονὴ καὶ δύναμη, γιὰ νὰ ἀντέξω».
Τότε βομβαρδίζεται ἀπὸ τὴν θεία παρηγοριὰ καὶ περνᾶ στὴν δεύτερη κατάσταση.
Στὴν δεύτερη κατάσταση βρίσκονται ὅσοι ἔχουν περάσει τὸ στάδιο τῆς μετανοίας καὶ ἔνιωσαν τὴν θεία παρηγοριὰ ποὺ φέρνει ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν· πέρα‐σαν δηλαδὴ ἀπὸ τὸ χαροποιὸν πένθος καὶ ἔφθασαν στὴν δοξολογία.
Τότε ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει πίκρες, ἀλλὰ νιώθει μιὰ θεία ἀγαλλίαση, μιὰ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Θεό,ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀντέξη.
Λέει συνέχεια τὸ «δόξα σοι ὁ Θεός», εὐχαριστεῖ τὸν Θεὸ γιὰ τὶς μεγάλες Του εὐεργεσίες, γιὰ τὴν μεγάλη Του ἀγάπη, καὶ μετὰ μόνη της ἡ ψυχὴ κινεῖται στὴν εὐχή, στὴν δοξολογία τοῦ Θεοῦ ἢ ζητᾶ συγχώρηση ἀπὸ τὸν Θεό,γιατὶ δὲν ἀνταποκρίθηκε στὶς εὐλογίες Του.
– Γέροντα, ὁ Παπα‐Τύχων πῶς προσευχόταν;
– Ὁ Παπα‐Τύχων εἶχε φθάσει στὸν χῶρο τῆς δοξολογίας καὶ ἀντὶ γιὰ τὴν εὐχὴ εἶχε τὴν δοξολογία.
Συνέχεια ἄκουγε κανεὶς ἀπὸ τὸ στόμα του τὸ «δόξα σοι ὁ Θεός,δόξα σοι ὁ Θεός», καὶ ὅλες σχεδὸν οἱ ἡμέρες τοῦ χρόνου ἦταν γι’ αὐτὸν Διακαινήσιμες,
ἀφοῦ ζοῦσε πάντα τὴν πασχαλινὴ χαρά.Ὅσοι βρίσκονται στὴν προχωρημένη αὐτὴ κατάσταση ἔχουν συνέχεια Πάσχα,Ἀνάσταση! Καμπάνες, σήμαντρα, τάλαντα, ὅλα μαζὶ χτυποῦν χαρμόσυνα.«Αἰνεῖτε Αὐτὸν ἐν κυμβάλοις εὐήχοις, αἰνεῖτε ‐ ὐτὸν ἐν κυμβάλοις ἀλαλαγμοῦ».Ὅλη τὴν ἡμέρα δοξολογοῦν τὸν Θεὸ καὶ χτυπᾶ σὰν καμπάνα ἡ καρδιά τους.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ ΣΤ’«Περί Προσευχής» ‐ 120 ‐



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου