Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2025

  No Image Loaded

– Γέροντα, όταν μιλούν κατά της Εκκλησίας ή κατά του Μοναχισμού κ.λπ., τί πρέπει να κάνη κανείς;
– Κατ᾿ αρχάς, αν κάποιος μιλάη άσχημα λ.χ. για σένα ως άτομο, δεν πειράζει.
Να σκεφθής: «Τον Χριστό, που ήταν Χριστός, Τον έβριζαν, και δεν μιλούσε· εμένα που είμαι αμαρτωλός τί μου αξίζει;». Αν έρχονταν να βρίσουν εμένα ως άτομο, δεν θα με πείραζε καθόλου. Αλλά, όταν με βρίζουν ως μοναχό, βρίζουν και όλο τον θεσμό του Μοναχισμού, γιατί ως μοναχός δεν είμαι ανεξάρτητος, και πρέπει να μιλήσω.

Σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει κανείς να τους αφήση λίγο να ξεσπάσουν και ύστερα να τους πη δυο κουβέντες. Κάποτε στο λεωφορείο μια γυναίκα έβριζε τους παπάδες. Την άφησα να ξεσπάση καί, όταν σταμάτησε, της είπα: «Έχουμε απαιτήσεις από τους παπάδες, αλλά και αυτούς δεν τους έρριξε ο Θεός με τα αλεξίπτωτα. Είναι άνθρωποι και έχουν ανθρώπινες αδυναμίες. Μπορείς όμως να μου πής, μια μητέρα σαν εσένα βαμμένη, με κάτι νύχια σαν το γεράκι, τί παιδί θα γεννήση και πώς θα το αναθρέψη;
Και παπάς και καλόγερος να γίνη, πώς θα είναι;». Θυμάμαι, μια άλλη φορά, όταν ταξίδευα με το λεωφορείο από την Αθήνα για τα Γιάννενα, ήταν ένας που δεν σταμάτησε σε όλο τον δρόμο να κατηγορή έναν μητροπολίτη που είχε δημιουργήσει
τότε κάτι προβλήματα. Του είπα κανα–δυό κουβέντες και μετά έκανα ευχή. Εκείνος
συνέχιζε. Όταν φθάσαμε στα Γιάννενα και κατεβήκαμε, τον πήρα λίγο παράμερα και
του λέω: «Με γνωρίζεις ποιός είμαι;». «Όχι», μου λέει. «Πώς τότε κάθεσαι και λές
τέτοια πράγματα; Εγώ μπορεί να είμαι πολύ χειρότερος από τον τάδε που βρίζεις,
μπορεί όμως να είμαι και ένας άγιος. Πώς κάθεσαι εσύ και λές μπροστά μου πράγματα που δεν μπορώ να φαντασθώ ότι τα κάνουν ούτε και οι κοσμικοί
άνθρωποι; Κοίταξε να διορθωθής, γιατί θα φάς σκαμπίλι δυνατό από τον Θεό – για το
καλό σου φυσικά». Τον είδα μετά, άρχισε να τρέμη. Αλλά και οι άλλοι κατάλαβαν, όπως είδα από μια αναταραχή που δημιουργήθηκε.
Βλέπεις να βρίζουν τα άγια και ο άλλος δεν λέει τίποτε. Σ᾿ αυτήν την περίπτωση η πραότητα είναι δαιμονική. Μια φορά που έβγαινα από το Άγιον Όρος, συνάντησα στο καράβι και έναν που είχε φύγει ο καημένος από το Ψυχιατρείο και
είχε έρθει στο Όρος. Φώναζε και έβριζε συνέχεια όλους τους μεγάλους, τους κυβερνήτες, τους γιατρούς... «Τόσα χρόνια, έλεγε, με τάραξαν στα ηλεκτροσόκ και στα χάπια. Εσείς περνάτε καλά. Έχετε την καλοπέρασή σας, τα αυτοκίνητά σας.
Εμένα από δώδεκα χρονών η μάνα μου μʹ έστειλε σʹ ένα νησί. Είκοσι πέντε χρόνια
γυρίζω από τρελλοκομείο σε τρελλοκομείο». Έβριζε όλα τα κόμματα και μετά άρχισε
να βρίζη Χριστό και Παναγία. Σηκώνομαι επάνω, «πάψε, του λέω· δεν υπάρχει καμμιά
αρχή εδώ μέσα;». Θίχθηκε, φαίνεται, ο συνοδός του – πρέπει να ήταν χωροφύλακας –
και τον σύμμασε λίγο. Είχε πει όλο το πρόβλημά του φωνάζοντας και βρίζοντας. Τον
πόνεσα. Μετά ήρθε, μου φίλησε το χέρι. Τον φίλησα. Είχε δίκαιο. Όλοι λίγο‐πολύ
  έχουμε το μερίδιό μας. Ήμουν και εγώ αιτία που έβριζε ο καημένος. Αν είχα πνευματική κατάσταση, θα τον είχα κάνει καλά.

 Αγ. Παϊσίου Αγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Β’ «Πνευματική Αφύπνιση» ‐ 33 ‐

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου