« Πάντων προστατεύεις, ἀγαθὴ»
– Γέροντα, δὲν μοῦ στείλατε «γλυκὰ» γιὰ τὴν γιορτή μου καὶ οἱ ἀδελφὲς
ζητοῦσαν «κεράσματα»48.
– Ἔχεις δίκαιο· δὲν σοῦ ἔστειλα «γλυκά», καὶ φυσικὰ δὲν εἶχες νὰ δώσης στὶς
ἀδελφές, ἀλλὰ τὶς εὐχὲς σοῦ τὶς ἔστειλα μὲ ἄλλον τρόπο. Τώρα ποὺ σὲ λίγες μέρες θὰ
γιορτάσουμε καὶ ἐμεῖς49 τὴν Μητέρα μας, θὰ Τὴν παρακαλέσω καὶ πάλι νὰ σὲ κεράση
Ἐκείνη μὲ τὴν γλυκειά Της ἀγάπη καὶ στοργὴ καὶ νὰ σοῦ δώση πολλὰ θεῖα δῶρα.
– Γέροντα, ὅταν ἔχω συνέχεια πτώσεις στὸν ἀγώνα μου, μὲ πιάνει λύπη.
[//90] – Νὰ ψέλνης τὸ «Πάντων προστατεύεις, ἀγαθὴ» καὶ τὸ «Πάντων θλιβομένων
ἡ χαρά»50. Αὐτὸ νὰ τὸ κάνης σὰν κανόνα, καὶ ἡ Παναγία θὰ σὲ βοηθήση. Ἡ Παναγία
δὲν μᾶς ἀφήνει· μᾶς κουβαλάει στὴν πλάτη Της, ἀρκεῖ κι ἐμεῖς νὰ τὸ θέλουμε καὶ νὰ
μὴν κλωτσᾶμε, ὅπως κάνουν τὰ ἄτακτα παιδιά.
– Γέροντα, θὰ ἤθελα ἡ Παναγία νὰ κρατήση κι ἐμένα στὴν ἀγκαλιά Της, ὅπως
κρατάει τὸν Χριστό.
– Δὲν σὲ κράτησε ποτὲ ἐσένα; Δὲν ἔνιωσες καμμιὰ φορὰ σὰν μωρὸ στὴν
ἀγκαλιά Της; Ἐγὼ αἰσθάνομαι σὰν παιδάκι κοντά Της. Τὴν νιώθω Μάνα μου. Πολλὲς
φορὲς πηγαίνω καὶ ἀκουμπῶ στὴν εἰκόνα Της καὶ λέω: «Τώρα, Παναγία μου, θὰ
θηλάσω λίγο Χάρη». Νιώθω σὰν μωρὸ ποὺ θηλάζει στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας του
ξέγνοιαστο, ἀμέριμνο, καὶ νιώθει τὴν μεγάλη της ἀγάπη καὶ τὴν ἀνέκφραστη στοργή
της, καὶ τρέφομαι μὲ Χάρη.
– Γέροντα, γιατί ἡ Παναγία ἄλλοτε μοῦ δίνει ἀμέσως αὐτὸ ποὺ Τῆς ζητῶ καὶ
ἄλλοτε ὄχι;
– Ἡ Παναγία, ὅποτε ἔχουμε ἀνάγκη, ἀπαντᾶ ἀμέσως στὴν προσευχή μας·
ὅποτε δὲν ἔχουμε, μᾶς ἀφήνει, γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε λίγη παλληκαριά. Ὅταν ἤμουν
στὴν Μονὴ Φιλοθέου51, μιὰ φορά, ἀμέσως μετὰ τὴν ἀγρυπνία τῆς Παναγίας μὲ
ἔστειλε ἕνας Προϊστάμενος νὰ πάω ἕνα γράμμα στὴν Μονὴ Ἰβήρων. Ὕστερα ἔπρεπε
νὰ πάω κάτω στὸν ἀρσανᾶ τῆς μονῆς καὶ νὰ περιμένω ἕνα γεροντάκι ποὺ θὰ ἐρχόταν
μὲ τὸ καραβάκι, γιὰ νὰ τὸ συνοδεύσω στὸ μοναστήρι μας – ἀπόσταση μιάμιση ὥρα μὲ
τὰ πόδια. Ἤμουν ἀπὸ νηστεία καὶ ἀπὸ ἀγρυπνία. [//91] Τότε τὴν νηστεία τοῦ
Δεκαπενταυγούστου τὴν χώριζα στὰ δύο· μέχρι τῆς Μεταμορφώσεως δὲν ἔτρωγα
τίποτε, τὴν ἡμέρα τῆς Μεταμορφώσεως ἔτρωγα, καὶ μετὰ μέχρι τῆς Παναγίας πάλι
δὲν ἔτρωγα τίποτε. Ἔφυγα λοιπὸν ἀμέσως μετὰ τὴν ἀγρυπνία καὶ οὔτε σκέφθηκα νὰ
πάρω μαζί μου λίγο παξιμάδι. Ἔφθασα στὴν Μονὴ Ἰβήρων, ἔδωσα τὸ γράμμα καὶ
κατέβηκα στὸν ἀρσανᾶ, γιὰ νὰ περιμένω τὸ καραβάκι. Θὰ ἐρχόταν κατὰ τὶς τέσσερις
τὸ ἀπόγευμα, ἀλλὰ ἀργοῦσε νὰ ἔρθη. Ἄρχισα ἐν τῷ μεταξὺ νὰ ζαλίζωμαι. Πιὸ πέρα
εἶχε μιὰ στοίβα ἀπὸ κορμοὺς δένδρων, σὰν τηλεγραφόξυλα, καὶ εἶπα μὲ τὸν λογισμό
μου: «Ἂς πάω νὰ καθήσω ἐκεῖ ποὺ εἶναι λίγο ἀπόμερα, γιὰ νὰ μὴ μὲ δῆ κανεὶς καὶ
ἀρχίση
νὰ μὲ ρωτάη τί ἔπαθα». Ὅταν κάθησα, μοῦ πέρασε ὁ λογισμὸς νὰ
κάνωκομποσχοίνι στὴν Παναγία νὰ μοῦ οἰκονομήση κάτι. Ἀλλὰ ἀμέσως
ἀντέδρασα στὸν
λογισμὸ καὶ εἶπα: «Ταλαίπωρε, γιὰ τέτοια τιποτένια πράγματα θὰ ἐνοχλῆς τὴν
Παναγία;». Τότε βλέπω μπροστά μου ἕναν Μοναχό. Κρατοῦσε ἕνα στρογγυλὸ ψωμί,
δύο σῦκα καὶ ἕνα μεγάλο τσαμπὶ σταφύλι. «Πάρε αὐτά, μοῦ εἶπε, εἰς δόξαν τῆς Κυρίας
Θεοτόκου», καὶ χάθηκε. Ἔ, τότε διαλύθηκα· μὲ ἔπιασαν τὰ κλάματα, οὔτε ἤθελα νὰ
φάω πιά... Πά, πά! Τί Μάνα εἶναι Αὐτή! Νὰ φροντίζη καὶ γιὰ τὶς μικρότερες
λεπτομέρειες! Ξέρεις τί θὰ πῆ αὐτό!
– Γέροντα, πέστε μας κάτι γιὰ τὴν προστασία τῆς Παναγίας.
– Νὰ σᾶς πῶ κάτι ποὺ ἔγινε στὴν Ρωσία. Δύο γειτονικὰ μοναστήρια σὲ μιὰ
περιοχὴ τῆς Ρωσίας τὰ χώριζε μιὰ γραμμὴ τραίνου. Σὲ ἕνα πανηγύρι κάποιοι μοναχοὶ
ἀπὸ τὸ ἕνα μοναστήρι πῆγαν στὸ ἄλλο καὶ μέθυσαν. Καθὼς ἐπέστρεφαν στὸ
μοναστήρι τους μεθυσμένοι, πῆγαν καὶ ξάπλωσαν ἐπάνω στὶς ράγες τῆς
σιδηροδρομικῆς [//92] γραμμῆς καὶ τοὺς πῆρε ὁ ὕπνος. Παρουσιάζεται τότε ἡ Παναγία
στὸν σταθμάρχη καὶ τοῦ λέει: «Τὰ γουρουνάκια μου θὰ τὰ κόψη τὸ τραῖνο». «Τί νἆναι
αὐτό; λέει ἐκεῖνος, ποιά γουρουνάκια θὰ κόψη τὸ τραῖνο;». Γιὰ δεύτερη φορὰ
παρουσιάζεται ἡ Παναγία καὶ ἐπαναλαμβάνει τὰ ἴδια: «Τὰ γουρουνάκια μου θὰ τὰ
κόψη τὸ τραῖνο». «Βρέ, τί γουρουνάκια;», λέει ὁ σταθμάρχης. Νόμισε ὅτι εἶναι κανένα
κοπάδι γουρουνάκια στὶς σιδηροδρομικὲς γραμμές. Πῆγε νὰ δῆ καὶ τοὺς βρῆκε νὰ
κοιμοῦνται. Πρόλαβε καὶ τοὺς ξύπνησε. Θὰ περνοῦσε τὸ τραῖνο καὶ θὰ τοὺς σκότωνε.
Βλέπετε, ἡ Παναγία σὰν καλὴ Μητέρα προστατεύει καὶ προνοεῖ ἀκόμα καὶ γιὰ τὰ
ἄτακτα παιδιά Της.
Ὅσο μπορεῖτε, νὰ κρατᾶτε σφιχτὰ ἀπὸ τὸ φόρεμα τὴν Μεγάλη μας Ἀρχόντισσα
Παναγία, γιὰ νὰ σᾶς βοηθάη. Εὔχομαι ἡ Παναγία, ποὺ εἶναι ἡ Φιλόστοργος Μητέρα
ὅλου τοῦ κόσμου, νὰ προστατεύη ὅλες σας καὶ ὅλον τὸν κόσμο. Ἀμήν.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ ΣΤ’ «Περί Προσευχής» ‐
48 Ἡ ἀδελφὴ ἐννοεῖ ἐπιστολὴ μὲ εὐχές, οἱ ὁποῖες συνήθως περιεῖχαν καὶ πνευματικὲς
συμβουλές.
49 Ὁ Γέροντας ἐννοεῖ ὅτι δεκατρεῖς ἡμέρες ἀργότερα θὰ ἑορτάσουν στὸ Ἅγιον Ὄρος τὴν
Κοίμηση τῆς Παναγίας μὲ τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο.
50 Τροπάρια τὰ ὁποῖα ψάλλονται στὸ τέλος τῆς Μικρᾶς Παρακλήσεως εἰς τὴν
Ὑπεραγίαν Θεοτόκον.
51 Κατὰ τὰ ἔτη 1955‐1958.
Ὅταν ὁ νοῦς πάη στὴν καρδιά, ἡ προσευχή μας γίνεται καρδιακὴ
Πῶς κατεβαίνει, Γέροντα, ὁ νοῦς στὴν καρδιά;–
Ὅταν
πονάη ἡ καρδιά, κατεβαίνει ὁ νοῦς στὴν καρδιά. Πῶς πονάει ἡ καρδιά;
Ὅταν σκέφτωμαι τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δική μου ἀχαριστία, ἡ
καρδιὰ κεντιέται, πονάει, καὶ ὁ νοῦς πηγαίνει ἐκεῖ.
–Γέροντα, ὅταν ἔχω πονοκέφαλο, δὲν μπορῶ νὰ προσευχηθῶ.
–Ἂν πονάη τὸ πόδι σου καὶ ἐκείνη τὴν στιγμὴ κόψης μὲ τὸ μαχαίρι τὸ χέρι
σου, ξεχνᾶς τὸν πόνο τοῦ ποδιοῦ καὶ σκέφτεσαι τὸ χέρι. Ἔτσι καὶ ὅταν
ἔχης πονοκέφαλο καὶ δὲν μπορῆς νὰ προσευχηθῆς, νὰ σκέφτεσαι πρῶτα τὶς
ἁμαρτίες σου καὶ ὕστερα τὸν πόνο τοῦ κόσμου καὶ θὰ πονᾶ ἡ καρδιά
σου. Ὁ πόνος τῆς καρδιᾶς θὰ ἐξουδετερώνη τὸν πονοκέφαλο καὶ θὰ
προσεύχεσαι καρδιακὰ γιὰ τὸν ἑαυτό σου καὶ γιὰ ὅλον τὸν κόσμο.
–Γέροντα, τί βοηθάει νὰ μὴ μετεωρίζεται ὁ νοῦς;
–Εἶναι
δύσκολο νὰ χαλιναγωγήση κανεὶς τὸν νοῦ, ὁ ὁποῖος τρέχει μὲ ταχύτητα
μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ταχύτητα τοῦ φωτός. Πρέπει νὰ τὸν πιάση «ἀπὸ τὸ
χεράκι» καὶ νὰ τὸν πάη κοντὰ στοὺς πονεμένους, στοὺς ἀρρώστους,
στοὺς ἐγκαταλελειμμένους, στοὺς κεκοιμημένους. Τότε ὁ νοῦς, ποὺ τὰ
βλέπει ὅλα αὐτά, «χτυπάει» τὴν καρδιά, ἡ ὁποία, ὅσο σκληρὴ κι ἂν εἶναι,
σπάζει, καὶ ἡ προσευχὴ γίνεται καρδιακή. Μὲ δάκρυα παρακαλεῖ μετὰ ὁ
ἄνθρωπος τὸν Θεὸ νὰ ἐπέμβη. Ἂν ὅμως κάποιος τὰ σκέφτεται ὅλα αὐτὰ καὶ
δὲν συμπάσχη καὶ δὲν τὸν συγκλονίζη οὔτε ἡ δυστυχία τοῦ κόσμου οὔτε ἡ
κόλαση τῶν κεκοιμημένων ποὺ εἶναι ὑπόδικοι οὔτε καὶ ἡ καταδίκη τῶν ψυχῶν
τους, φαίνεται ὅτι τὰ ἔχει ὅλα ἄφθονα καὶ εἶναι χορτασμένος· ὑπερισχύει
τὸ σαρκικὸ φρόνημα καὶ ὁπαλαιὸς ἄνθρωπος εἶναι πολὺ δυνατός.
–Γέροντα, στὴν Ἀκολουθία πολλὲς φορὲς ὁ νοῦς μου δὲν πηγαίνει στὰ οὐράνια, ἀλλὰ στὸν πόνο τῶν ἀνθρώπων.
–Αὐτὰ
ἑνωμένα εἶναι. Τὸ θέμα δὲν εἶναι νὰ λέη κανεὶς ἁπλῶς τὴν εὐχὴ οὔτε νὰ
ἔχη μόνον καθαρὸ τὸν νοῦ του ἀπὸ λογισμούς, ἀλλὰ νὰ δουλεύη τὸ
«μηχανάκι», νὰ πονάη ἡ καρδιὰ γιὰ τὸ θέμα ποὺ εὔχεται.
–Ὅταν,
Γέροντα, μετὰ τὴν διακονία μπαίνω στὸ κελλί, προσπαθῶ νὰ
συμμαζέψω τὸ μυαλό μου ἀπὸ τὶς διάφορες δουλειὲς καὶ τὶς παραστάσεις,
ἀλλὰ αἰσθάνομαι ἕνα σφίξιμο στὸ κεφάλι.
–«Νὰ
συμμαζέψω τὸν νοῦ μου» νὰ λές. Ἀλλὰ καλὰ εἶπες «νὰ συμμαζέψω τὸ μυαλό»,
γιατὶ ἐσὺ κάνεις προσευχὴ μὲ τὸ μυαλό. Ἂν ἡ προσευχὴ γίνεται μὲ τὸ
μυαλό, εἶναι φυσικὸ νὰ ζορίζεται τὸ μυαλὸ καὶ νὰ πονάη τὸ κεφάλι. Αὐτὸ
τὸ βλέπω καὶ σὲ ἄλλους· πηγαίνουννὰ κάνουν ἐργασία πνευματική, διαβάζουν
λ.χ. κάτι πνευματικό, καὶ δὲν χρησιμοποιοῦν τὸν νοῦ ἀλλὰ τὸ μυαλὸ καὶ
μετὰ πονάει τὸ κεφάλι. Ὅπως καὶ ἐκεῖνοιποὺ πᾶνε νὰ χρησιμοποιήσουν τὴν
καρδιὰ μὲ ἕναν μηχανικὸ τρόπο136, γιὰ νὰ ποῦν τὴν εὐχή, καὶ πονάειμετὰ ἡ
καρδιά. Ὅταν ὅμως θέλω νὰ προσευχηθῶ καὶ πάω νὰ συγκεντρωθῶ, πρέπει ὁ
νοῦς νὰ πάη στὸν Χριστό. Τότε δὲν φεύγει· δίνει ἀμέσως τηλεγράφημα καὶ
στὴν καρδιὰ καὶ ἑνώνεται ὁ νοῦς μὲ τὴν καρδιά. Τὸ ἄλλο εἶναι δουλειὰ μὲ
τὴν λογική, γι’ αὐτὸ κουράζει. Γιατί λέω ὅτι πρέπει νὰ κάνουμε δικό μας
τὸν πόνο τοῦ ἄλλου; Πρέπει ὁ νοῦς νὰ πάη στὸν πόνο τοῦ ἄλλου καὶ τότε νὰ
προσευχηθῆς. Διαφορετικὰ εἶναι ἕνα ξερὸ πράγμα. Λὲς λ.χ. μὲ τὸ μυαλό
σου ὅτι ὑπάρχουν ἄρρωστοι καὶ πρέπει νὰ προσευχηθῆς γι’ αὐτούς, ἀλλὰ δὲν
συμμετέχει οὔτε ὁ νοῦς οὔτε ἡ καρδιά. Ἐνῶ, βλέπεις, ὅταν πονᾶς κάπου, ὁ
νοῦς σου πάει συνέχεια ἐκεῖ. Ἔτσι καὶ σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση, ὅταν
κάνης δικό σου τὸν πόνο τοῦ ἄλλου, ὁ νοῦς σου δὲν φεύγει ἀπὸ ἐκεῖ.
γ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ ΣΤ’ «Περί Προσευχής» --
136Ὅπως γιὰ παράδειγμα μὲ τὸ κράτημα τῆς ἀναπνοῆς
Ὁ
φιλάργυρος εἶναι «κουμπαρᾶς»· μαζεύει αὐτός, γιὰ νὰ τὰ βροῦν οἱ ἄλλοι.
Χάνει ἔτσι τὴν χαρὰ τοῦ δοσίματος καὶ τὴν θεία ἀνταπόδοση. Λέω σὲ ἕναν
πλούσιο μιὰ φορά: «Τί τὰ μαζεύεις;
Ὑποχρεώσεις δὲν ἔχεις. Τί θὰ τὰ κάνης;». «Ἐδῶ θὰ μείνουν, μοῦ λέει,
ὅταν πεθάνω». «Ἐγὼ σοῦ δίνω εὐλογία, τοῦ λέω, νὰ τὰ πάρης ἐπάνω ὅλα!».
«Ἐδῶ θὰ μείνουν, ξαναλέει. Ἅμα πεθάνω, ἂς τὰ πάρουν οἱ ἄλλοι». «Ἔμ, ἐδῶ
θὰ μείνουν, τοῦ λέω. Ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ τὰ δώσης μὲ τὰ ἴδια σου τὰ χέρια
τώρα ποὺ ζῆς!». Δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀνόητος ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν πλεονέκτη, ποὺ
μαζεύει συνέχεια καὶ ζῆ συνέχεια μὲ στέρηση καὶ τελικὰ ἀγοράζει τὴν
κόλαση μὲ τὶς συγκεντρωμένες του οἰκονομίες. Τὸ ἔχει τελείως χαμένο,
γιατὶ δὲν δίνει καὶ χάνεται μὲ ὑλικὰ πράγματα, ὁπότε χάνει τὸν Χριστό.
Τὸν τσιγγούνη
τὸν κοροϊδεύουν
(Ἡ
τσιγγουνιὰ εἶναι ἀρρώστια) Πολὺ μεγάλη ἀρρώστια! Ἅμα κυριέψη τὸν
ἄνθρωπο ἡ τσιγγουνιά, μεγαλύτερη ἀρρώστια δὲν ὑπάρχει. Ἡ οἰκονομία καλὴ
εἶναι, ἀλλὰ νὰ προσέξη κανεὶς νὰ μὴν τὸν κυριέψη σιγὰ-σιγὰ ὁ πειρασμὸς
μὲ τὴν τσιγγουνιά.
Του.Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου 

Ο ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΣ ΜΑΖΕΥΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΤΑ ΒΡΟΥΝ ΟΙ ΑΛΛΟΙ
Βλέπεις
καὶ ὁ Θεὸς πόσο ἄφθονα δίνει σὲ ὅλους τὶς εὐλογίες Του; Ἂν δὲν συνηθίση
νὰ δίνη κανείς, μαθαίνει στὴν τσιγγουνιὰ καὶ δυσκολεύεται μετὰ νὰ δώση.
Ὁ
φιλάργυρος εἶναι «κουμπαρᾶς»· μαζεύει αὐτός, γιὰ νὰ τὰ βροῦν οἱ ἄλλοι.
Χάνει ἔτσι τὴν χαρὰ τοῦ δοσίματος καὶ τὴν θεία ἀνταπόδοση. Λέω σὲ ἕναν
πλούσιο μιὰ φορά: «Τί τὰ μαζεύεις; Ὑποχρεώσεις δὲν ἔχεις. Τί θὰ τὰ
κάνης;». «Ἐδῶ θὰ μείνουν, μοῦ λέει, ὅταν πεθάνω». «Ἐγὼ σοῦ δίνω εὐλογία,
τοῦ λέω, νὰ τὰ πάρης ἐπάνω ὅλα!». «Ἐδῶ θὰ μείνουν, ξαναλέει. Ἅμα
πεθάνω, ἂς τὰ πάρουν οἱ ἄλλοι». «Ἔμ, ἐδῶ θὰ μείνουν, τοῦ λέω. Ὁ σκοπὸς
εἶναι νὰ τὰ δώσης μὲ τὰ ἴδια σου τὰ χέρια τώρα ποὺ ζῆς!». Δὲν ὑπάρχει
πιὸ ἀνόητος ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν πλεονέκτη, ποὺ μαζεύει συνέχεια καὶ ζῆ
συνέχεια μὲ στέρηση καὶ τελικὰ ἀγοράζει τὴν κόλαση μὲ τὶς συγκεντρωμένες
του οἰκονομίες. Τὸ ἔχει τελείως χαμένο, γιατὶ δὲν δίνει καὶ χάνεται μὲ
ὑλικὰ πράγματα, ὁπότε χάνει τὸν Χριστό.
Τὸν
τσιγγούνη τὸν κοροϊδεύουν καὶ οἱ ἄλλοι. Ἦταν ἕνας πολὺ πλούσιος
κτηματίας· εἶχε χωράφια σὲ μιὰ ἐπαρχία, εἶχε καὶ στὴν Ἀθήνα
διαμερίσματα, ἀλλὰ ἦταν πολὺ τσιγγούνης. Μιὰ φορὰ ἔφτιαξε μιὰ χύτρα
φασολάδα τελείως νερουλή, γιὰ νὰ φᾶνε οἱ ἐργάτες ποὺ δούλευαν στὰ
χωράφια του. Παλιὰ δούλευαν οἱ καημένοι ἀπὸ τὸ πρωί, πρὶν βγῆ ὁ ἥλιος,
μέχρι νὰ βασιλέψη. Τὸ μεσημέρι ποὺ σταμάτησαν λίγο, γιὰ νὰ ξεκουρασθοῦν,
ἄδειασε τὸ ἀφεντικὸ μέσα σὲ ἕναν ταβᾶ τὴν φασολάδα καὶ φώναξε τοὺς
ἐργάτες νὰ φᾶνε. Κάθησαν γύρω-γύρω οἱ καημένοι οἱ ἐργάτες καὶ ἄρχισαν νὰ
τρῶνε· πότε ἔπιαναν μὲ τὸ κουτάλι ἀπὸ κανένα φασόλι, πότε μόνον ζουμί!
Ἕνας ἐργάτης ἦταν πολὺ πειραχτήρι. Ἀφήνει τὸ κουτάλι του καὶ πάει
παραπέρα. Βγάζει τὶς ἀρβύλες του, τὶς κάλτσες του καὶ προχωράει νὰ μπῆ
μέσα στὸν ταβᾶ. «Τί κάνεις;», τοῦ λένε οἱ ἄλλοι. «Λέω νὰ μπῶ μέσα, μήπως
πιάσω κανένα φασόλι!», τοὺς λέει. Τόσο τσιγγούνης ἦταν ἐκεῖνος ὁ
ταλαίπωρος. Γι᾿ αὐτό, χίλιες φορὲς νὰ τὸν κυριέψη ἡ σπατάλη τὸν ἄνθρωπο
παρὰ ἡ τσιγγουνιά.
(Ἡ
τσιγγουνιὰ εἶναι ἀρρώστια) Πολὺ μεγάλη ἀρρώστια! Ἅμα κυριέψη τὸν
ἄνθρωπο ἡ τσιγγουνιά, μεγαλύτερη ἀρρώστια δὲν ὑπάρχει. Ἡ οἰκονομία καλὴ
εἶναι, ἀλλὰ νὰ προσέξη κανεὶς νὰ μὴν τὸν κυριέψη σιγὰ-σιγὰ ὁ πειρασμὸς
μὲ τὴν τσιγγουνιά.
Ἦταν
ἕνας ἔμπορος πλούσιος ποὺ εἶχε ἕνα μεγάλο ἐμπορικὸ καὶ ἔκοβε μὲ τὸν
σουγιὰ στὰ τρία ἐκεῖνα τὰ σπίρτα τὰ πλακέ! Μιὰ ἄλλη πολὺ πλούσια εἶχε
ἕνα θειαφοκέρι· κρατοῦσε κάρβουνα καὶ ἔπαιρνε μὲ τὸ θειαφοκέρι ἀπὸ τὰ
κάρβουνα νὰ ἀνάψη τὴν φωτιά, γιὰ νὰ μὴν ξοδέψη κανένα σπίρτο. Καὶ εἶχε
σπίτια, κτήματα, μεγάλη περιουσία.
Δὲν
λέω νὰ εἶναι κανεὶς σπάταλος, ἀλλὰ τοὐλάχιστον, ὅταν κάποιος εἶναι
σπάταλος, ἂν τοῦ ζητήσης κάτι, εὔκολα θὰ σοῦ τὸ δώση. Ἂν εἶναι
τσιγγούνης, θὰ λυπᾶται νὰ σοῦ τὸ δώση. Ἦταν μιὰ φορὰ δυὸ νοικοκυρὲς καὶ
συζητοῦσαν στὴν γειτονιὰ γιὰ σαλάτες, γιὰ ξίδια καὶ πάνω στὴν συζήτηση
εἶπε ἡ μία: «Ἔχω πολὺ καλὸ ξίδι». Μιὰ φορὰ χρειάσθηκε ἡ ἄλλη ἡ
φουκαριάρα λίγο ξίδι καὶ πῆγε νὰ τῆς ζητήση. «Ἄκου ἐδῶ, τῆς λέει ἐκείνη,
ἐγώ, ἂν τὸ ἔδινα, δὲν θὰ εἶχα ξίδι ἑπτὰ χρόνων!». Καλὰ εἶναι νὰ κάνη
οἰκονομία κανεὶς καὶ νὰ δίνη. Οἰκονόμος δὲν θὰ πῆ τσιγγούνης. Ὁ πατέρας
μου χρήματα δὲν κρατοῦσε. Στὰ Φάρασα δὲν εἶχαν ξενοδοχεῖο· τὸ σπίτι μας
ἦταν σὰν ξενοδοχεῖο. Ὅποιος ἐρχόταν στὸ χωριό, στὸν πρόεδρο θὰ πήγαινε
νὰ μείνη. Θὰ ἔτρωγε, θὰ τοῦ ἔπλεναν τὰ πόδια, θὰ τοῦ ἔδιναν καὶ κάλτσες
καθαρές.
Τώρα,
βλέπω ὅτι καὶ σὲ μερικὰ προσκυνήματα ἔχουν ἀποθῆκες ὁλόκληρες μὲ
κανδήλια καὶ δὲν λένε: «Ἔχουμε, μὴ μᾶς δίνετε ἄλλα». Αὐτὰ οὔτε μποροῦν
νὰ τὰ χρησιμοποιήσουν οὔτε νὰ τὰ πουλήσουν, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὰ δίνουν.
Ὅταν ἀρχίση νὰ μαζεύη κανείς, δένεται καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δώση. Ἂν ὅμως
ἀρχίση νὰ μὴ μαζεύη πράγματα καὶ τὰ δίνη, τότε θὰ μαζευτῆ ἡ καρδιὰ στὸν
Χριστό, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβη. Μιὰ χήρα νὰ μὴν ἔχη χρήματα νὰ ἀγοράση
ἕναν πήχυ ὕφασμα νὰ ντύση τὰ παιδιά της, καὶ ἐγὼ νὰ μαζεύω! Πῶς νὰ τὸ
ἀνεχθῶ αὐτό; Στὸ Καλύβι δὲν ἔχω οὔτε πιάτα οὔτε κατσαρόλια· τενεκεδάκια
ἔχω. Προτιμῶ ἕνα πεντακοσάρικο νὰ τὸ δώσω σὲ ἕναν φοιτητή, νὰ πάη ἀπὸ τὸ
ἕνα μοναστήρι στὸ ἄλλο, παρὰ νὰ πάρω κάτι γιὰ μένα. Ἂν δὲν μαζεύης,
ἔχεις εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅταν δίνης εὐλογία, παίρνεις εὐλογία. Ἡ
εὐλογία γεννάει εὐλογία.
Αγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου.
Του.Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου
Μιὰ
χήρα νὰ μὴν ἔχη χρήματα νὰ ἀγοράση ἕναν πήχυ ὕφασμα νὰ ντύση τὰ παιδιά
της, καὶ ἐγὼ νὰ μαζεύω! Πῶς νὰ τὸ ἀνεχθῶ αὐτό; Στὸ Καλύβι δὲν ἔχω οὔτε
πιάτα οὔτε κατσαρόλια· τενεκεδάκια
ἔχω. Προτιμῶ ἕνα πεντακοσάρικο νὰ τὸ δώσω σὲ ἕναν φοιτητή, νὰ πάη ἀπὸ
τὸ ἕνα μοναστήρι στὸ ἄλλο, παρὰ νὰ πάρω κάτι γιὰ μένα. Ἂν δὲν μαζεύης,
ἔχεις εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅταν δίνης εὐλογία, παίρνεις εὐλογία. Ἡ
εὐλογία γεννάει εὐλογία.
Αγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου