Ἅγιος Παΐσιος: «Λαϊκὸς εὐσεβὴς ζωντάνεψε τὸν νεκρὸ πεθερό του!»
Εἶχα γνωρίσει κάποτε ἕναν ἄνθρωπο πολὺ καλὸ καὶ εὐαίσθητο. Ἀφοῦ νὰ φανταστεῖς οὔτε στὸ μοναστήρι δὲν ἐρχόταν νὰ φιλοξενηθεῖ γιὰ νὰ μὴ δώσει βάρος στοὺς μοναχούς.
Ἤμουν τότε ἀρχοντάρης στὴ σκήτη των Ἰβήρων, βγαίνω μία στιγμὴ στὸ μπαλκόνι τὸ μεσημέρι, βλέπω κάποιον κάτω νὰ ξαπλώνει πάνω στὶς πέτρες. Βρέ, λέω, τί κάνει αὐτὸς ἐκεῖ; Ἀνησύχησα, πῆγα καὶ τὸν βρῆκα.
-Τί κάνεις ἐδῶ εὐλογημένε; Γιατί δὲν ἔρχεσαι στὸ μοναστήρι νὰ φιλοξενηθεῖς;
-Ὄχι, ὄχι, καλὰ εἶμαι ἐδῶ, μὴ στεναχωριέσαι. Τὸν βίαζα νὰ ἔρθει καὶ αὐτὸς δὲν ἤθελε. Μοῦ λέει: «Ὅλη νύχτα οἱ πατέρες κάνουν ἀγρυπνία… κουράζονται, νηστεύουν… πᾶνε νὰ ξεκουραστοῦν λιγάκι τὸ μεσημέρι, νὰ πάω ἐγὼ νὰ τοὺς ἀνησυχήσω; Δὲν πάει!»
Εἶδες καλοὺς λογισμοὺς ποὺ ἔκανε; Αὐτὸ δείχνει ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ ὑγεία. Ἐνῷ ἄλλοι ἔρχονται μὲ ἀπαίτηση νὰ τοὺς ὑπηρετήσεις καὶ μετὰ ὅλο κακούς, λογισμοὺς κάνουν νὰ σὲ κατηγορήσουν κιόλας. Τέλος πάντων. Τελικὰ τὸν ἔπεισα, τὸν πῆρα στὸ μοναστήρι, γνωριστήκαμε καὶ γίναμε φίλοι.
Ἄκου νὰ δεῖς τί ἔκανε αὐτὸς ὃ ἄνθρωπος. Αὐτὸς ἀπὸ μικρὸς ἔμεινε ὀρφανός, δὲ γνώρισε γονεῖς, μεγάλωσε σὲ ὀρφανοτροφεῖο. Ὅταν μεγάλωσε, δούλευε ἀχθοφόρος στὸ λιμάνι, στὴ Θεσσαλονίκη.
Παντρεύτηκε καὶ χάρηκε πολύ. Γιατί βρῆκε τὴν οἰκογένεια ποὺ τοῦ ἔλειπε. Τὰ πεθερικά του τὰ εἶχε σὰν τοὺς γονεῖς του. Πιάσαν ἕνα σπίτι κοντὰ στὰ πεθερικὰ καὶ τὰ ἀγαποῦσε πολύ. Ἀφοῦ νὰ φανταστεῖς, ὅταν σχολοῦσε ἀπὸ τὴ δουλειά, πρῶτα πήγαινε ἀπὸ τὰ πεθερικά του, νὰ τὰ χαιρετήσει, νὰ δεῖ ἂν χρειάζονται τίποτα, καὶ μετὰ πήγαινε σπίτι νὰ δεῖ τὴ γυναῖκα του.
Ἦταν καὶ πολὺ εὐλαβής. Ἔλεγε καὶ τὴν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησον με». Κουβαλοῦσε καὶ προσευχόταν.
Τὸν στεναχωροῦσε τὸ θέμα ὅτι τὰ πεθερικά του δὲν πίστευαν. Ὁ πεθερός του μάλιστα βλασφημοῦσε καὶ αὐτὸ τὸν πίκραινε πολύ. Παρακαλοῦσε λοιπὸν τὸν Θεὸ νὰ μὴν τοὺς πάρει ἀπ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ πρὶν μετανοήσουν. Μὲ παρακάλεσε καὶ μένα νὰ κάνω προσευχὴ γι’ αὐτὸ τὸ θέμα.
Μία φορὰ λοιπὸν ἀρρώστησε ὁ πεθερός του καὶ τὸν πῆγαν στὸ νοσοκομεῖο. Στὸ ΑΧΕΠΑ. Ἦταν μέρες ἐκεῖ. Μία μέρα λοιπὸν μετὰ τὴ δουλειὰ πῆγε στὸ νοσοκομεῖο κατ’ εὐθεῖαν, χωρὶς νὰ περάσει ἀπὸ τὸ σπίτι.
Ψάχνει γιὰ τὸν πεθερό του, δὲν τὸν βρίσκει στὸ δωμάτιο. Ψάχνει ρωτάει. «Ποιός, αὐτός; Πέθανε… τὸν ἔχουν κάτω στὰ ψυγεῖα, ἐκεῖ ποῦ φυλὰν τοὺς νεκρούς» του λένε.
Τοῦ ἦρθε σὰν νὰ τὸν χτύπησε κεραυνός. «Γιατί, Θεέ μου, τὸν πῆρες ἀφοῦ δὲν ἦταν ἕτοιμος; Ἀφοῦ δὲν πρόλαβε νὰ μετανοήσει; Γιατί, Θεέ μου;».
Ἄρχισε νὰ προσεύχεται μὲ πόνο, βαθειά: «Τί εἶναι γιὰ τὸ Θεὸ νὰ τὸν φέρει πίσω; Τίποτα» σκέφτηκε καὶ ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεό.
Κατεβαίνει κάτω, ψάχνει τὸ νεκροτομεῖο, τὸν βρίσκει παγωμένο, νεκρό. Τὸν πιάνει ἀπὸ τὸ χέρι: «Ἔλα, πᾶμε, τοῦ λέει, πᾶμε σπίτι». Ζωντάνεψε ὃ νεκρός, σηκώθηκε καὶ τὸν ἀκολούθησε.
-Ἀλήθεια, γέροντα, ἔγινε αὐτό; Τὸν ρώτησα ἐμβρόντητος.
-Ἀλήθεια, βρέ, ἀλήθεια!
-Καὶ ζεῖ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἀκόμα;
-Ὄχι, ἔχει πεθάνει τώρα. Ἔζησε μερικὰ χρόνια ἀκόμα, μετανόησε, καλοσύνεψε, ἔγινε ἀρνάκι, καὶ τὸν πῆρε ὁ Χριστὸς στὸν Παράδεισο.
Ἤμουν κατάπληκτος.
-Γίνονται στὶς μέρες μας τέτοια πράγματα; Ρώτησα μὲ θαυμασμό.
-Εἶδες… καὶ ἦταν λαϊκός. Εἶχε ὅμως πολὺ ἁπλότητα! Καὶ βαθειὰ πίστη. Δὲ λέει ὃ Χριστός, «ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ α ἐγὼ ποιῶ καὶ μείζονα τούτων ποιήσει»;
Γιατί νὰ μᾶς φαίνεται παράξενο; Ὁ Χριστὸς δὲν ἀνέστησε νεκρούς; Τὸ Λάζαρο, τὸ γιὸ τῆς χήρας, τὴν κόρη τοῦ Ἰαείρου! Οἱ Ἀπόστολοι δὲν ἀνάσταιναν νεκρούς;
Στοὺς βίους τῶν Ἁγίων δὲ διαβάζουμε τόσα καὶ τόσα; Γιατί μᾶς φαίνεται παράξενο;
Βιβλίο: “Ὁ πατὴρ Παΐσιος μοῦ εἶπε”, τοῦ Αθ. Ρακοβαλή, Ἐκδόσεις Ὀρθόδοξος Κυψέλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου