Οἱ ἁμαρτωλοὶ ἔχουν πολὺ ὑλικὸ γιὰ ταπείνωση
Ὅσοι ἔζησαν ἁμαρτωλὴ ζωὴ καὶ ὕστερα μετανόησαν καὶ ἄρχισαν νὰ ζοῦν
πνευματικά, πρέπει νὰ δέχωνται στὴν συνέχεια μὲ χαρὰ τὶς ταπεινώσεις καὶ τὶς
θλίψεις ποὺ τοὺς συμβαίνουν, γιατὶ ἔτσι ἐξοφλοῦν. Βλέπουμε τὴν Ὁσία Μαρία τὴν
Αἰγυπτία, ποὺ ἔζησε ἁμαρτωλὴ ζωή, ὅταν μετάνοιωσε καὶ ἄλλαξε ζωή, οἱ κοσμικὲς
ἐπιθυμίες τὴν βασάνιζαν. Ἔκανε ὅμως μεγάλη πάλη, γιὰ νὰ τὶς διώχνη. Τῆς ἔλεγε ὁ
διάβολος: «Τί θὰ χάσης, ἂν δῆς λιγάκι τὴν Ἀλεξάνδρεια; Δὲν σοῦ λέω νὰ διασκεδάσης,
μόνο νὰ τὴν δῆς λίγο ἀπὸ μακριά», καὶ ἐκείνη οὔτε γύριζε νὰ κοιτάξη. Τί μετάνοια
εἶχε! Ἄλλες Ὅσιες, ποὺ δὲν εἶχαν ζήσει κοσμικὴ ζωή, δὲν εἶχαν πόλεμο. Ἡ Ὁσία
Μαρία, ποὺ εἶχε ζήσει κοσμικὴ ζωή, εἶχε καὶ πόλεμο. Ἡ ταλαιπωρία αὐτὴ εἶναι ἡ
καυτηρίαση τῶν πληγῶν τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἔτσι φθάνουν στὸ τέλος καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ
δὲ στὴν ἴδια κατάσταση.
– Σ ̓ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, Γέροντα, δὲν ὑπάρχει καθόλου θεία παρηγοριά;
– Πῶς! πολλή, πολλή! Ἡ Ὁσία Μαρία εἶχε φθάσει σὲ τέτοια μέτρα πνευματικά,
ποὺ βρισκόταν ἕναν πῆχυ πάνω ἀπὸ τὴν γῆ, ὅταν προσευχόταν.
Οἱ πολὺ ἁμαρτωλοί, ἂν γνωρίσουν τὸν ἑαυτό τους, ἔχουν φυσιολογικὰ καὶ πολὺ
ὑλικὸ γιὰ ταπείνωση. Ἡ κάθε πτώση εἶναι φυσικὰ πτώση, ἀλλὰ εἶναι καὶ ὑλικὸ γιὰ
ταπείνωση καὶ προσευχή. Οἱ ἁμαρτίες, ἂν ἀξιοποιηθοῦν γιὰ ταπείνωση, εἶναι σὰν τὴν
κοπριὰ ποὺ ρίχνουμε στὰ φυτά. Γιατί νὰ μὴ χρησιμοποιήση λοιπὸν κανεὶς αὐτὸ τὸ
ὑλικό, γιὰ νὰ λιπάνη τὸ χωράφι τῆς ψυχῆς του, γιὰ νὰ γίνη γόνιμο καὶ νὰ
καρποφορήση; Ἕνας δηλαδὴ ποὺ ἔχει κάνει μεγάλες ἁμαρτίες, ἂν αἰσθανθῆ πόσο
ἔφταιξε καὶ πῆ: «δὲν πρέπει νὰ σηκώνω κεφάλι, νὰ βλέπω ἄνθρωπο», ἐπειδὴ
ταπεινώνεται πολύ, δέχεται πολλὴ Χάρη, προχωρεῖ σταθερὰ καὶ μπορεῖ νὰ φθάση σὲ
μεγάλα μέτρα. Ἐνῶ ἕνας ποὺ δὲν ἔχει κάνει μεγάλες ἁμαρτίες, ἂν δὲν τοποθετηθῆ σωστά, ὥστε νὰ πῆ: «μὲ φύλαξε ὁ Θεὸς ἀπὸ τόσες κακοτοπιές· εἶμαι πολὺ ἀχάριστος,
εἶμαι πιὸ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τὸν πιὸ ἁμαρτωλό», ὑστερεῖ πνευματικὰ ἀπὸ τὸν ἄλλον.
Θυμηθῆτε π.χ. τὸν Φαρισαῖο καὶ τὸν Τελώνη7. Ὁ Φαρισαῖος εἶχε ἔργα, ἀλλὰ εἶχε
καὶ ὑπερηφάνεια. Ὁ Τελώνης εἶχε ἁμαρτίες, ἀλλὰ εἶχε ἀναγνώριση, συντριβή,
ταπείνωση – τὸ κυριώτερο ποὺ ζητάει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὁ Χριστός –, γι ̓ αὐτὸ μὲ
εὔκολο τρόπο σώθηκε. Εἴδατε πῶς τὸν ἔχουν τὸν Φαρισαῖο σὲ μιὰ εἰκόνα! Δείχνει μὲ
τὸ δάχτυλό του τὸν Τελώνη: «Δὲν εἶμαι σὰν κι αὐτόν!»... Ὁ καημένος ὁ Τελώνης
κρυβόταν πίσω ἀπὸ τὴν κολόνα· δὲν εἶχε μοῦτρα νὰ δῆ γύρω του. Καὶ ὁ Φαρισαῖος
ἔδειξε στὸν Χριστὸ ποῦ βρισκόταν ὁ Τελώνης! Τὸ προσέξατε; Λὲς καὶ ὁ Χριστὸς δὲν
ἤξερε ποῦ ἦταν ὁ Τελώνης! Ὁ Φαρισαῖος, ἐνῶ ἔκανε ὅλα τὰ τυπικά, ὅλα πῆγαν
χαμένα. Τί κάνει ἡ ὑπερηφάνεια! Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἔχη ἁμαρτίες καὶ δὲν ἔχη
ταπείνωση, τότε ἔχει τὶς ἁμαρτίες τοῦ Τελώνη καὶ τὴν ὑπερηφάνεια τοῦ Φαρισαίου.
Διπλά... χαρίσματα! «Ἒμ ψωριάρης, ἒμ κασσιδιάρης», ὅπως λένε στὴν Ἤπειρο.
Ὅσο μπορεῖτε, προσπαθῆστε νὰ ἀποβάλετε τὶς πνευματικὲς τοξίνες, τὰ πάθη,
γιὰ νὰ ἀποκτήσετε τὴν πνευματική σας ὑγεία.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Γ’ «Πνευματικὸς Ἀγώνας»
Οἱ πειρασμοὶ στὴν ζωή μας
Ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει τοὺς πειρασμοὺς ἀνάλογα μὲ τὴν πνευματική μας
κατάσταση. Ἄλλοτε ἐπιτρέπει νὰ κάνουμε ἕνα σφάλμα, λ.χ. μιὰ μικρὴ ἀπροσεξία, γιὰ
νὰ εἴμαστε ἄλλη φορὰ προσεκτικοὶ καὶ νὰ ἀποφύγουμε ἢ μᾶλλον νὰ προλάβουμε ἕνα
μεγαλύτερο κακὸ ποὺ θὰ μᾶς ἔκανε τὸ ταγκαλάκι. Ἄλλοτε ἀφήνει τὸν διάβολο νὰ μᾶς
πειράζη, γιὰ νὰ μᾶς δοκιμάση. Δίνουμε δηλαδὴ ἐξετάσεις καὶ ἀντὶ κακὸ ὁ διάβολος
μᾶς κάνει καλό. Θυμηθῆτε τὸν Γερο‐Φιλάρετο ποὺ ἔλεγε: «Τέκνον, ἐγκατάλειψις
Θεοῦ, οὐδένα πειρασμὸν σήμερα»5. Ἤθελε νὰ παλεύη κάθε μέρα μὲ τοὺς πειρασμούς,
γιὰ νὰ στεφανώνεται ἀπὸ τὸν Χριστό.
Ἕνας δυνατός, ὅπως ὁ Γερο‐Φιλάρετος, δὲν ἀποφεύγει τοὺς πειρασμούς, ἀλλὰ
λέει στὸν Χριστό: «Στεῖλε μου, Χριστέ μου, πειρασμοὺς καὶ δῶσε μου κουράγιο νὰ
παλέψω». Ἕνας ἀδύνατος ὅμως θὰ πῆ: «Μὴν ἐπιτρέπης, Χριστέ μου, νὰ πειρασθῶ».
«Μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν...»6. Ἐμεῖς ὅμως πολλὲς φορές, ὅταν ἔχουμε ἕναν
πειρασμό, λέμε: «ἔ, μὰ εἶμαι ἄνθρωπος κι ἐγώ· δὲν ἀντέχω ἄλλο!», ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ
ποῦμε: «Δὲν εἶμαι ἄνθρωπος· εἶμαι παλιάνθρωπος. Θεέ μου, βοήθησέ με νὰ γίνω
ἄνθρωπος». Δὲν λέω νὰ ἐπιδιώκουμε ἐμεῖς τοὺς πειρασμούς, ἀλλά, ὅταν ἔρχωνται, νὰ
τοὺς ἀντιμετωπίζουμε μὲ καρτερία καὶ προσευχή.
Σὲ κάθε πνευματικὴ χειμωνιὰ νὰ περιμένουμε μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐλπίδα τὴν
πνευματικὴ ἄνοιξη. Οἱ μεγαλύτεροι πειρασμοὶ εἶναι συνήθως στιγμιαῖοι καί, ἐὰν
ἐκείνη τὴν στιγμὴ τοὺς ξεφύγουμε, περνάει καὶ φεύγει ἡ φάλαγγα τῶν δαιμόνων καὶ
γλυτώνουμε. Ὅταν ἑνωθῆ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεό, δὲν ἔχει πιὰ πειρασμούς. Μπορεῖ ὁ
διάβολος νὰ κάνη κακὸ στὸν Ἄγγελο; Ὄχι, καίγεται.
Ἡ πνευματικὴ ζωὴ εἶναι πολὺ ἁπλὴ καὶ εὔκολη· ἐμεῖς τὴν κάνουμε δύσκολη,
γιατὶ δὲν ἀγωνιζόμαστε σωστά. Μὲ λίγη προσπάθεια καὶ πολλὴ ταπείνωση καὶ
ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, μπορεῖ κανεὶς νὰ προχωρήση πολύ. Γιατί, ὅπου ὑπάρχει
ταπείνωση, δὲν ἔχει θέση ὁ διάβολος· καί, ὅπου δὲν ὑπάρχει διάβολος, ἑπόμενο εἶναι
νὰ μὴν ὑπάρχουν καὶ πειρασμοί.
– Γέροντα, ἡ πτώση σὲ μιὰ ἁμαρτία μπορεῖ νὰ γίνη κατὰ παραχώρηση τοῦ
Θεοῦ;Ὄχι, εἶναι βαρὺ νὰ ποῦμε ὅτι παραχωρεῖ ὁ Θεὸς νὰ ἁμαρτήσουμε. Ὁ Θεὸς
ποτὲ δὲν παραχωρεῖ νὰ ἁμαρτήσουμε. Ἐμεῖς κάνουμε παραχωρήσεις καὶ ἔρχεται ὁ
διάβολος καὶ μᾶς πειράζει. Ὅταν λ.χ. ὑπερηφανεύωμαι, διώχνω τὴν θεία Χάρη, φεύγει
ὁ Φύλακας Ἄγγελός μου, ἔρχεται ὁ ἄλλος ...ἄγγελος, ὁ διάβολος, καὶ σπάζω τὰ
μοῦτρα μου. Αὐτὴ εἶναι δική μου παραχώρηση, καὶ ὄχι τοῦ Θεοῦ.
– Εἶναι σωστό, Γέροντα, ὅταν ἔχουμε μιὰ πτώση νὰ λέμε: «Ὁ πειρασμὸς μὲ
ἔρριξε»;
– Πολλὲς φορὲς ἀκούω κι ἐγὼ μερικοὺς ἀνθρώπους νὰ λένε ὅτι φταίει ὁ
πειρασμός, ὅταν ταλαιπωροῦνται, ἐνῶ φταῖνε οἱ ἴδιοι ποὺ δὲν ἀντιμετωπίζουν σωστὰ
τὰ πράγματα. Ἔπειτα ὁ πειρασμός, πειρασμὸς εἶναι. Μπορεῖ νὰ μᾶς ἐμποδίση ἀπὸ τὸ
κακό; Τὴν δουλειά του κάνει. Νὰ μὴν τὰ φορτώνουμε καὶ ὅλα στὸν πειρασμό. Ἕνας
ὑποτακτικός, ποὺ ζοῦσε σὲ μιὰ Καλύβη μὲ τὸν Γέροντά του, μιὰ φορὰ ποὺ ἔμεινε γιὰ
λίγο μόνος του, πῆρε ἕνα αὐγό, τὸ ἔβαλε πάνω σὲ ἕνα κλειδὶ – ἦταν ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ
μεγάλα, τὰ παλιὰ κλειδιὰ – καὶ ἄναψε ἀπὸ κάτω ἕνα κερί, γιὰ νὰ τὸ ψήση! Μπαίνει
ξαφνικὰ ὁ Γέροντας καὶ τὸν βλέπει. «Τί κάνεις ἐκεῖ;», τοῦ λέει. «Νά, Γέροντα, ὁ
πειρασμὸς μὲ ἔβαλε νὰ ψήσω ἐδῶ ἕνα αὐγό», τοῦ λέει ὁ ὑποτακτικός του. Καὶ τότε
ἀκούσθηκε μιὰ ἄγρια φωνή: «Αὐτὴν τὴν τέχνη ἐγὼ δὲν τὴν ἤξερα· ἀπὸ αὐτὸν τὴν
ἔμαθα»! Ὁ διάβολος μερικὲς φορὲς κοιμᾶται, καὶ ἐμεῖς τὸν προκαλοῦμε.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Γ’ «Πνευματικὸς Ἀγώνας»
Γέροντα, πῶς θὰ γίνη νὰ μήν ἐξετάζη τὰ πράγματα κανεὶς μόνο μὲ τὸ μυαλό;
–Τὸ μυαλό πρέπει νὰ τὸ δουλεύη σωστὰ. Νὰ τὸ δουλεύη στὸ μεγαλεῖο του Θεοῦ, γιὰ νὰ βρῆ τὸν Θεό, ὄχι νὰ κάνη τὸ μυαλό τοῦ Θεό. Ὅσοι ἔχουν μυαλό, πρέπει νὰ εἶναι προχωρημένοι πνευματικά. Μία ματιά νὰ ρίξουν, καταλαβαίνουν. Ὅταν δουλεύη κανεὶς τὸ μυαλό, μπορεῖ νὰ βοηθήση τὸν ἄλλον, διαφορετικά, μπορεῖ νὰ τὸν βασανίση. Ἔχω ὕπ ́ὄψιν μου γεγονότα ἀπὸ λαϊκούς. Γνώρισα ἕνα παιδί ποὺ ἔμεινε ὀρφανό ἀπὸ πατέρα, μαζί μὲ τὰ τρία ἀδελφάκια του, καὶ ἡ μάνα τοῦ ξαναπαντρεύτηκε. Τὰ ὀρφανά δὲν εἶδαν ἀγάπη ἀπὸ τὴν μάνα οὔτε ἀπὸ τὸν πατρυιό τους. Τὸ ταλαίπωρο, ὅταν μεγάλωσε, ἄνοιξε ἕνα ἐμπορικό καὶ δούλευε. Μία φορά ἄκουσε ὅτι πέθανε κάποιος καὶ ἄφησε τρία ὀρφανά. Πόνεσε τὰ ὀρφανά καὶ εἶπε στὴν χήρα γυναίκα: «Θέλεις νὰ παντρευθοῦμε καὶ νὰ ζήσουμε σάν ἀδέλφια, γιὰ νὰ προστατεύσουμε αὐτὰ τὰ παιδιά;». Τὸ δέχθηκε ἐκείνη. Τώρα ζοῦν πνευματικά, διαβάζουν Συναξάρια, Φιλοκαλία, πᾶνε σὲ Μοναστήρια, ἔχουν Πνευματικό. Σκέφθηκε σωστὰ καὶ ἐνήργησε ἔτσι καὶ δέχθηκε τὴν θεία Χάρη. Ἀλλιῶς θὰ τοῦ ἔλεγε τὸ ταγκαλάκι: «Τώρα νὰ τὰ βασανίσης αὐτὰ τὰ παιδιά, ὅπως βασανίστηκες καὶ ἐσύ». Αὐτός δὲν πῆγε νὰ ἐκδικηθῆ μὲτὴν κακότητα, ἀλλὰ ἐκδικήθηκε μὲ τὴν καλωσύνη. Ἄλλοι χρησιμοποιοῦν τὸ μυαλό τους στὸ καλό καὶ ἐφευρίσκουν καλά πράγματα καὶ ἄλλοι γιὰ καταστροφή. Εἶναι καὶ τὸ ταγκαλάκι ποὺ τούς βάζει.Βλέπουμε καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Ἄβελ καὶ τοῦ Κάιν. Μήπως ὁ Θεὸς ἀλλιῶς ἔκανε τὸν Ἄβελ καὶ ἀλλιῶς τὸν Κάιν; Ὁ Ἄβελ ὅμως δούλεψε σωστὰ τὸ μυαλό ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Σκέφθηκε: «Ὁ Θεὸς μου ἔδωσε ὁλόκληρο κοπάδι, ἕνα ἀρνάκι νὰ μήν Τοῦ δώσω;». Καὶ πιάνει καὶ σφάζει τὸ καλύτερο ἀρνάκι. Ὁ Κάιν πῆρε σιτάρι μὲ σκύβαλα μαζί καὶ τὸ πρόσφερε θυσία στὸν Θεό. Ὁ ἕνας πρόσφερε τὸ καλό ἀρνί, ὁ ἄλλος ἄχρηστα σκύβαλα. Ἐντάξει, δὲν θέλεις νὰ προσφέρης ἕνα ἀρνάκι, πάρε τουλάχιστον λίγο καθαρό σιτάρι. Δυστυχῶς ὅμως παίρνει σιτάρι μαζί μὲ σκύβαλα καὶ τὸ καπνίζει. Τί προσφερε ὁ ἕνας, τί ὁ ἄλλος! Ὁ Θεὸς εὐαρεστήθηκε ἀπὸ τὴν θυσία τοῦ Ἄβελ. Ζήλεψε μετά ὁ Κάιν καὶ σκότωσε τὸν Ἄβελ. Ἔτσι ὁ Θεὸς πῆρε στὸν Παράδεισο τὸν Ἄβελ καὶ ὁ ἄλλος γύριζε σάν ἀγρίμι στὰ δάση. Φυσικά ὁ Θεὸς ἔδωσε ἐλευθερία, ἀλλὰ ὁ Ἄβελ τὴν ἀξιοποίησε.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Α’ «Μὲ Πόνο καὶἈγάπη»-119
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου