Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Λύση αδιεξόδου από τον Γέροντα Παϊσιο τον Αγιορείτη


Πῶς ὁ Γέροντας Παϊσιος μὲ ἔβγαλε ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο
Τὸ 1992 ὑπηρετοῦσα σὲ μία Μονάδα τοῦ Ἔβρου καὶ διέμενα στὸ Διδυμότειχο. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἡ σύζυγός μου, Μαρία, ἦταν ἔγκυος στὸ δεύτερο παίδι καὶ διένυε τὸν ἕκτο μήνα τῆς ἐγκυμοσύνης της. Τὸ θετικὸ ἀποτέλεσμα ἑνὸς τέστ ἐλέγχου ἀντισωμάτων ἐρυθράς, μᾶς ἀναστάτωσε.

Μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἥμερες ἡ ἐπανάληψη τοῦ τέστ, σὲ ἄλλο μικροβιολογικὸ ἐργαστήριο, ἐπιβεβαίωσε ἐκ νέου ὅτι ἡ σύζυγός μου εἶχε νοσήσει ἀπὸ ἐρυθρά, ἐνῶ ἐγκυμονοῦσε. Νὰ σημειωθεῖ ὅτι κατὰ τὴν πρώτη ἐγκυμοσύνη, πρὶν ἀπὸ 3 χρόνια περίπου, τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ τέστ ἀντισωμάτων ἐρυθρὰς ἦταν ἀρνητικό.

 Ὅπως ἦταν ἑπόμενο ἀπευθύνθηκα σὲ ἰατροὺς γυναικολόγους, ποῦ ἐμμέσως μᾶς προέτρεπαν σὲ διακοπὴ κυήσεως, δεδομένου ὅτι ὁ ἰὸς τῆς ἐρυθρὰς προσβάλλει τὰ μάτια, τὰ αὐτιὰ καὶ τὸν ἐγκέφαλο τοῦ ἐμβρύου. Οἱ στατιστικὲς συνηγοροῦσαν ὅτι ὑπῆρχαν πιθανότητες στὸ 80% - 85% τὸ παίδι ποῦ θὰ γεννιόταν νὰ εἶναι τυφλό, κωφάλαλο ἢ καὶ μὲ διανοητικὴ στέρηση. Μὲ ὅλα αὐτὰ ποῦ ἄκουγα εἶχα χάσει πραγματικὰ τὸν ὕπνο μου, ἐνῶ προσπαθοῦσα νὰ μὴ μεταφέρω στὴ σύ­ζυγό μου τὶς ἀγωνίες μου, γιὰ νὰ μὴν ἐπιβαρύνω τὴν κατάστασή της.

Τὸν Αὔγουστο τοῦ '92 πῆρα μετάθεση ἀπὸ τὸν Ἔβρο στὴ Μυτιλήνη (ἰδιαίτερη πατρίδα μου). Ἡ σύζυγός μου εἶχε φύγει 10 ἡμέρες περίπου νωρίτερα γιὰ νὰ..μπο­ρέσω νὰ μαζέψω τὴν οἰκοσκευή μας.

Ἦταν Παρασκευὴ πρὸς Σάββατο καὶ ἐνῶ κοιμόμουν εἶδα στὸν ὕπνο μου ἕναν Γέροντα ρασοφόρο νὰ μὲ προσκαλεῖ πάραυτα, νὰ πάω στὸ Ἅγιον Ὅρος. Μέχρι τότε δὲν εἶχα ποτὲ ἐπισκεφθεῖ, ἀλλὰ καὶ οὔτε γνώριζα τὸ δρομολόγιο ποῦ ἔπρεπε νὰ ἀκολουθήσω γιὰ νὰ φτάσω ἐκεῖ. Ἡ ἀπάντηση ποῦ τοῦ ἔδωσα μέσα στὸν ὕπνο μου ἦταν: «Μὰ δὲν ξέρω πῶς νὰ πάω», καὶ μοῦ ἀπαντᾶ: «Ἔλα, θὰ σὲ ὁδηγήσω ἐγώ». Τρόμαξα, ξύπνησα καὶ νόμισα ὅτι τὸν ἔβλεπα μπροστά μου. Ἄναψα τὰ φῶτα, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε τίποτα. Μονολόγησα, «δὲν βαριέσαι, ὄνειρο εἶναι» καὶ ἔκλεισα τὸ φῶς γιὰ νὰ συνεχίσω τὸν ὕπνο μου. Πέρασε λίγη ὥρα καὶ εἶδα ξανὰ τὸν ἴδιο Γέροντα νὰ μὲ προσκαλεῖ νὰ πάω στὸ Ἅγιον Ὅρος. Ξαφνιάστηκα καὶ φοβήθη­κα. Ἄναψα ἀμέσως τὰ φῶτα, ἀλλὰ δὲν εἶδα τίποτα. Κάθισα στὸ κρεββάτι μου καὶ κοί­ταξα τὸ ρολόι μου ποῦ ἔδειχνε περασμέ­νες 02:00 ἡ ὥρα. Προβληματίστηκα καὶ δὲν ἤξερα τινὰ κάνω. Νὰ ξεκινήσω ἀπὸ τὸ Διδυμότειχο νὰ πάω στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ποιὸ δρομολόγιο νὰ ἀκολουθήσω. Ξημέ­ρωνε Σάββατο καὶ ἔπρεπε νὰ ἐνημερώσω τὸ νέο Διοικητή, ποῦ ἀναλάμβανε γιὰ τὶς ὑποχρεώσεις τῆς Μονάδας. «Νὰ ξεκινήσω νὰ φύγω κρυφὰ χωρὶς νὰ τὸν ἐνημερώσω καὶ ἂν μὲ ἀναζητήσουν τί θὰ πῶ;». Ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ ἐρωτήματα βασάνι­ζαν τὸ μυαλό μου.

Τελικὰ πῆρα τὴν ἀπόφαση. Ξεκίνησα περίπου στὶς 02:30 πιστεύοντας ὅτι ὅλα θὰ πᾶνε καλὰ ἀφοῦ ἄλλωστε μὲ προσκά­λεσε ὁ Γέροντας.

Φθάνοντας στὴν Ἀσπροβάλτα κατευθύνθηκα ἀριστερὰ ἀφήνοντας τὴν ἐθνικὴ ὁδὸ Καβάλας - Θεσσαλονίκης καὶ ὁδηγώντας βρέθηκα σὲ μία διασταύρωση μὲ πινακίδες τοπωνυμίων καὶ χωριῶν. Χωρὶς πλέον νὰ γνωρίζω τὴν κατεύθυν­ση πρὸς τὴν ὁποία θὰ ἔπρεπε νὰ κινηθῶ, ἀναγκάστηκα νὰ σταματήσω, ἐνῶ ἀκόμα δὲν εἶχε ξημερώσει. Μέσα σὲ ἐλάχιστο χρόνο περνᾶ ἕνα ὄχημα καὶ τοῦ ἔκανα σῆμα νὰ σταματήσει γιὰ νὰ τὸ ρωτήσω πρὸς ποιὰ κατεύθυνση νὰ κινηθῶ γιὰ νὰ φτάσω στὴν Οὐρανούπολη. Μὲ μεγάλη μου χαρὰ πληροφορήθηκα ὅτι καὶ αὐτοὶ ἐκεῖ κατευθύνονταν καὶ νὰ τοὺς ἀκολουθήσω. Πράγματι 15 λεπτὰ περίπου πρὶν ἀναχωρήσει τὸ πλοῖο γιὰ τὴ Δάφνη, φθάσαμε στὴν Οὐρανούπολη.

Ἐκεῖ ὑπῆρχε τὸ ἀδιαχώρητο ἀπὸ τὸ μεγάλο ἀριθμὸ τῶν ἐπισκεπτῶν ποῦ πήγαι­νε στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ συνεπῶς μεγάλη δυσκολία στὴν ἐξεύρεση χώρου στάθμευ­σης. Ἐκείνη ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ πλησίον της ἀποβάθρας ἔφυγε ἕνα αὐτοκίνητο καὶ οἱ Θεσσαλονικεῖς γιὰ νὰ μὲ διευκολύνουν, ἐπειδὴ δὲν ἤξερα τὴν περιοχὴ μὲ ἄφησαν νὰ παρκάρω γιὰ νὰ προλάβω γρήγορα νὰ ἐπιβιβαστῶ στὸ πλοϊο ποῦ θὰ ἔφευγε.

Ὅταν ξεκίνησε τὸ πλοῖο τοὺς ἀνα­ζήτησα ἀνάμεσα στοὺς ἐπιβάτες γιὰ νὰ τοὺς εὐχαριστήσω, ἀλλὰ δὲν ἦταν μέσα. Πιθανὸν νὰ μὴν πρόλαβαν νὰ παρκάρουν ἔγκαιρα καὶ νὰ ἐπιβιβασθοῦν. Ἐνῶ καθό­μουν μόνος χωρὶς παρέα μέσα στὸ πλοῖο, μὲ πλησίασε κάποιος Παναγιώτης, ἀπὸ τὴν Ἀττικὴ (Μάνδρα ἢ Ἐλευσίνα) καὶ μὲ ρώτησε ποῦ συγκεκριμένα θὰ πάω στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἂν πάω γιὰ πρώτη φορά. Τοῦ ἀπάντησα ὅτι πρώτη φορὰ πηγαίνω καὶ δὲν ξέρω ποῦ νὰ πάω. Ἀλλὰ τοῦ διη­γήθηκα ὅτι, ὅταν ὑπηρετοῦσα στὴ Θεσ­σαλονίκη τὸ '87 εἶχα ἀκούσει ἀπὸ ἕναν φίλο μου στρατιωτικὸ δικαστὴ γιὰ κά­ποιον γέροντα Παΐσιο καὶ ἤθελα νὰ τὸν δῶ. Ὁ Παναγιώτης τότε μου εἶπε, «εἶσαι τυχερὸς γιατί καὶ ἐγὼ σ΄ αὐτὸν θὰ πάω. Γιὰ νὰ πᾶμε ὅμως ἐκεῖ πρέπει νὰ βγοῦμε στὴ Δάφνη, νὰ πᾶμε μὲ λεωφορεῖο στὶς Καρυὲς καὶ νὰ μείνουμε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κουτλουμουσίου, γιὰ νὰ προλάβουμε πρὶν δύσει ὁ ἥλιος νὰ φτάσουμε μὲ τὰ πό­δια στὸ Κελλί του».

Ὅταν φτάσαμε μὲ πολλοὺς ἄλλους προσκυνητὲς (ἀφοῦ βγάλαμε διαμονητήρια), στὴν εἴσοδο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ὁ ὑπεύθυνος μοναχὸς δὲν δέχτηκε νὰ φι­λοξενήσει κανέναν, διότι εἶχε πολλοὺς προσκυνητὲς καὶ ἔπρεπε νὰ εἴχαμε ἐξασφαλίσει τὴ διαμονὴ μᾶς τηλεφωνικὰ ἀπὸ τὴν προηγούμενη ἡμέρα. Τὸν πλησίασα καὶ ἐγὼ μὲ τὴ σειρά μου καὶ χὸν ρώτησα ἂν ὑπάρχει κάποιο κρεββάτι γιὰ σήμε­ρα καὶ μὲ ἔκπληξή μου ἀπάντησε: «Ναί», ἐνῶ σὲ ὅλους τους ἄλλους προσκυνητὲς τοὺς ἔλεγε ἄλλη μέρα. Τοῦ εἶπα ὅτι δὲν ἤμουν μόνος μου, ἀλλὰ καὶ πάλι μᾶς δέχθηκε. Πράγματι, ἀφοῦ τακτοποιη­θήκαμε καὶ ἀφήσαμε τὰ προσωπικὰ μᾶς ἀντικείμενα στὴ Μονή, ξεκινήσαμε γιὰ τὸ Κελλὶ τοῦ γέροντα Παϊσίου. Φθάνο­ντας στὸ Κελλὶ συναντήσαμε πάρα πολὺ κόσμο, οἱ ὁποῖοι κάθονταν καὶ ἄκουγαν τὶς συμβουλὲς τοῦ Γέροντα.

Κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτες τοῦ ἔ­καναν διάφορες ἐπίκαιρες γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἐρωτήσεις, ὅπως: «Τί θὰ γίνει μὲ τὸ 666, ἂν θὰ ἀναγραφεῖ στὶς ταυτότητές μας, τί θὰ γίνει μὲ τὸ Κυπριακό, ἂν λυθεϊ κ.λπ»

Ὅταν ὁ γέροντας Παϊσιος τελείωσε τὶς συμβουλὲς τοῦ μᾶς εἶπε νὰ τὸν ἀφήσουμε νὰ πάει στὸ Κελλί του νὰ ἐκτελέσει τὰ καθήκοντά του. Τότε πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτες μπήκαμε σὲ μία γραμμὴ γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ τὸν πλησιάσουμε καὶ νὰ τοῦ πεῖ καθένας τὸ πρόβλημά του. Ὅλους ὅμως ποῦ ἦταν μπροστὰ στὴ σει­ρά, τοὺς ἔλεγε ὅτι δὲν ἔχει χρόνο.

Ὅταν ἔφτασε ἡ δική μου σειρὰ τοῦ εἶπα: «Γέροντα καὶ ἐγὼ ἤθελα νὰ σᾶς δῶ γιὰ λίγο» καὶ μοῦ ἀπαντᾶ: «Πήγαινε ἐκεῖ καὶ κάτσε, εἶσαι κουρασμένος, ἀπὸ τὸν Ἔβρο ἦρθες καὶ περίμενε». Ἀφοῦ τελείωσε μὲ ὅλους ἦρθε κοντά μου καὶ μοῦ εἶπε: «Εἶσαι Στρατιωτικὸς» καὶ μὲ ρώτησε ἂν γνωρίζω κάποιο συνάδελφο τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου δὲν θυμᾶμαι τώρα. Μετὰ τοῦ μίλησα γιὰ τὸ πρόβλημα ποῦ ἀντιμετώπιζα μὲ τὴν ἐγκυμοσύνη τῆς συζύγου μου καὶ ἂν θὰ ἔπρεπε νὰ γίνει διακοπὴ τῆς κυήσεως τῆς (ἤδη ἦταν 6 μηνῶν). Μοῦ ἀπάντησε: «Δὲν πιστεύω ὅτι ὁ Θεὸς θὰ σοὺ δώσει ἐσένα νὰ ἀνέβεις Γολγοθά, ἀλλά, καὶ ἂν ἀκόμη αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημά Του, θὰ σοὺ δώσει τὴ δύναμη νὰ τὸ ἀντιμετωπίσεις. Ἐγὼ ὅμως θὰ προσευχηθῶ νὰ μὴν ἀνέβεις τὸν Γολγοθὰ καὶ νὰ γεννήσει ἡ γυναίκα σου ἕνα γερὸ παιδί. Πρόσεξε ὅμως μὴ δεχθεῖς ἡ γυναίκα σου νὰ γίνει πειραματόζωο. Γὶ΄ αὐτὸ ρώτησε καὶ ἕναν ἰατρὸ στὴν Γερμα­νία ἢ στὴν Ἀμερικὴ ἀλλὰ κυρίως στὴν Γερμανία τί κάνουν ἐκεῖ».

Μετὰ ἀπὸ τὶς συμβουλὲς τοῦ αὐτὲς ἔφυγα καὶ πῆγα στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κουτλουμουσίου γιὰ νὰ διαμείνω, ἀλλὰ προβληματιζόμουν γιὰ τὸ ποῦ θὰ βρῶ γυ­ναικολόγο γιατρὸ στὴ Γερμανία, σὲ ποιὰ γλώσσα θὰ τοῦ μιλήσω ἀφοῦ δὲν γνωρί­ζω γερμανικὰ γιὰ νὰ ἐπικοινωνήσω μαζί του καὶ ἄλλα πολλά.

Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, Κυριακὴ πρωΐ, μετὰ τὴ Θεία Λειτουργία καὶ τὴν τράπε­ζα, ξεκίνησα νὰ ξαναπάω στὸ Κελλὶ τοῦ μαζὶ μὲ τὸ φίλο μου τὸν Παναγιώτη.

Στὸ δρόμο συναντήσαμε λίγο πρὶν φθάσουμε στὸ Κελλὶ ἕναν κληρικὸ ποὺ ἐπέστρεφε. Ἀφοῦ χαιρετηθήκαμε μᾶς λέει: «Μὴ συνεχίζετε, διότι ἀπὸ ἐκεῖ ἔρχομαι καὶ δὲν ἄνοιξε, μᾶλλον ἔχει φύγει». Ἐμεῖς ὅμως συνεχίσαμε καί, ὅταν φτάσαμε χτυπήσαμε τρεῖς φορὲς τὸ αὐτοσχέδιο κουδούνι του καὶ ἐμφανίστηκε στὴν εἴσοδο τοῦ Κελλιοῦ τοῦ κάνοντας μᾶς νεῦμα νὰ πλησιάσουμε. 

Πράγματι ἀνέφερα ἐκ νέ­ου τοὺς προβληματισμούς μου καὶ ὁ γέ­ροντας Παΐσιός μου ἐπανέλαβε αὐτὰ ποῦ μου εἶχε πεῖ τὸ προηγούμενο ἀπόγευμα. Ἀφοῦ τοῦ ζήτησα κάποια εὐλογία μου ἔδωσε δύο εἰκόνες μικρὲς ξυλόγλυπτες, ὁπού στὴ μία ἦταν ἡ Παναγία Βρεφοκρατούσα καὶ στὴν ἄλλη ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς Ἐσταυρωμένος καὶ τὴ μία νὰ τὴ βάλω στὸ κρεββάτι τοϋ παιδιοῦ ποῦ θὰ γεννιό­ταν καὶ τὴν ἄλλη στῆς μητέρας. «Δὲν ἔχω νὰ σοὺ δώσω, εὐλογημένε κάτι παραπάνω, γιατί ἔχω γεράσει καὶ δὲν κάνω ἐργόχειρο». Ἀφοῦ ἀσπάσθηκα τὴ χείρα τοῦ πῆρα τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.

Τὸ βράδυ τῆς ἴδιας μέρας ἔφτασα στὸ Διδυμότειχο. Ἐπειδὴ ἤμουν μόνος πῆγα καὶ περπάτησα στὴν πλατεία τῆς κωμό­πολης, ὅπου εἶναι καὶ τὸ τέμενος. Ἐκεῖ μὲ βρίσκει ὁ ἰδιοκτήτης ἑνὸς φούρνου, ὁ κ. Νίκος μὲ τὸν ὅποιον εἴχαμε συνδεθεῖ καὶ οἰκογενειακά, ἐπειδὴ μὲ βοήθησε, ὅταν πρωτοπῆγα στὸ Διδυμότειχο στὴν ἐξεύρεση κατοικίας. Συμφωνήσαμε νὰ πιοῦμε ἕνα ποτήρι κρασί, ἀφοῦ πρῶτα μι­λήσει στὸ τηλέφωνο μὲ τὸ γυιό του στὴ Γερμανία, ὁ ὁποῖος τελείωσε ἰατρικὴ καὶ πῆρε τὴν εἰδικότητα τοΰ γυναικολόγου καὶ ὁ καθηγητὴς τοῦ τὸν προέτρεπε νὰ σταδιοδρομήσει ἐκεῖ. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ θυμήθηκα τὰ λόγια του π. Παϊσίου («ρώτα γιατρὸ στὴ Γερμανία»). Τὸν παρακάλεσα, πρὶν κλείσει τὸ τηλέφωνο νὰ μιλήσω κι ἐγὼ μαζί του.

Ἀφοῦ ὁλοκλήρωσαν τὴ συνομιλία τους, μὲ φώναξε καὶ μὲ σύστησε στὸν γυιό του. Πράγματι τοῦ εἶπα τὸ πρόβλημα καὶ ὅλα τὰ μικροβιολογικὰ δεδομένα ποῦ εἶχα καὶ ζήτησα τὴν ἐπιστημονική του ἄποψη. Μοῦ ἀπάντησε ὅτι εἶμαι τυχερός, διότι τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐξετάσεων ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ συγκεκριμένος τύπος τοῦ ἰοῦ τῆς ἐρυθράς, δὲν εἶχε τὴ δύ­ναμη νὰ διαπεράσει τὸ ἀμνιακὸ ὑγρὸ ποὺ περιβάλλει τὸ ἔμβρυο μέσα στὸ σάκκο, ὁ ὁποῖος λειτουργεῖ σὰν προστατευτικὸ κέλυφος καὶ κατὰ συνέπεια δὲν εἶχε προσβληθεῖ τὸ ἔμβρυο. Τὸ πρόβλημα ποῦ ἀντιμετωπίζαμε, ἦταν ἀνακοίνωση σὲ ἐπιστημονικὸ συνέδριο ποῦ συμμετεῖχε πρόσφατα καὶ ἦταν 10 ἐτῶν μελετῶν τῆς Πανεπιστημιακῆς Κλινικῆς, ποῦ ἔκανε τὴν εἰδικότητά του. Ἡ ἀνακούφιση ἀπὸ τὴν ἀγωνία μου καὶ ἡ χαρὰ ποῦ ἐνίωσα ἐκείνη τὴν ὥρα δὲν μπορεῖ νὰ περιγραφεῖ, οὔτε νὰ ἀποτυπωθεῖ μὲ μερικὲς λέξεις πάνω σὲ ἕνα φύλλο χαρτιοῦ.

Πράγματι ἀκολουθώντας τὶς συμβου­λές του δὲν ἄφησα τὴ γυναίκα μου νὰ γί­νει πειραματόζωο καὶ τὸ Νοέμβριο μήνα γεννήθηκε ἕνα ὑγιὲς παιδί.

Πηγή: Γεώργιου Καμπούρη (ΠΒ), Ὁ Γέροντας Παΐσιος μὲ ἔβγαλε ἀπὸ ἀδιέξοδο, Περιοδικὸ «Ἐρῶ», Ἔκδοση Κέντρου Ἑνότητος καὶ Μελέτης-Προβολῆς τῶν Ἀξιῶν μᾶς «Ἑνωμένη Ρωμιοσύνη» ( www.enromiosini.gr ), Τεῦχος 1ο, Ἰανουάριος-Μάρτιος 2010


Πηγή:http://gero-paisios.blogspot.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου